Το λέει ο Ορχάν Παμούκ στην αυτοβιογραφική του «Istanbul»: «Συχνά συνειδητοποιείς αν βρίσκεσαι στη Δύση ή στην Ανατολή από τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος αναφέρεται σε ορισμένα ιστορικά γεγονότα. Για τους Δυτικούς η 29η Μαΐου 1453 είναι η «πτώση της Κωνσταντινούπολης» ενώ στην Ανατολή μιλούν για «κατάκτηση»». Η «πτώση», στην παθητική της έγκλιση, περιγράφει συνδηλώνοντας ταυτόχρονα την αρνητική εκτίμηση της (χριστιανικής) Δύσης για μια ιστορική και πολιτισμική απώλεια. Από την άλλη μεριά, η «κατάκτηση», στην ενεργητική της έξαρση, ενσωματώνει τη νικητήρια ιαχή: η διαφορά ανάμεσα στον σχετλιασμό και στη θριαμβολογία. Και όταν η γυναίκα του Παμούκ κάνει σπουδές Ιστορίας στην Αμερική και χρησιμοποιεί τη λέξη «κατάκτηση» σε μια εργασία της, αναγκάζει τον αμερικανό καθηγητή της να αναρωτηθεί αν είναι «εθνικίστρια».
Αν μέσα στις προκλητικές ετεροδοξίες της κάπου μοιάζει να έχει τα δίκια της η μετανεωτερική θεωρία της Ιστοριογραφίας, είναι εκεί που καθιστά επίδικη την έννοια του «ιστορικού γεγονότος». Ποιο είναι το «γεγονός καθαυτό» της 29ης Μαΐου 1453; Είναι αυτό που χαρακτηρίζει έτσι η αφήγηση της Δύσης ή αυτό που χαρακτηρίζει αλλιώς η αφήγηση της Ανατολής; Και ποιο είναι το «γεγονός» που αντιμετωπίζει ο «αυστραλός» ιστορικός του μέλλοντος ο οποίος διερευνά τον καβγά στον εναέριο χώρο του Αιγαίου όταν «Το Βήμα» γράφει για «παραβίαση του ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά μαχητικά» ενώ η «Χουριέτ» κάνει λόγο για «παρεμπόδιση νομίμων τουρκικών ασκήσεων από ελληνικά μαχητικά»;
Χρειάζεται ένα ελάχιστο ψυχραιμίας για να παραδεχθεί κανείς ότι, ανεξάρτητα από την αξιοπιστία ή μη της περιγραφής τους, τα ιστορικά γεγονότα μάς έρχονται ήδη ερμηνευμένα και αξιολογημένα επειδή δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε παρά μόνο μέσα από τη ρητορική που τα αφηγείται· και η ρητορική που τα αφηγείται υπόκειται και αυτή η ίδια σε αξιολόγηση και ερμηνεία, όπως ακριβώς και τα γεγονότα που αποτελούν το αντικείμενό της. Και με αυτή την έννοια, όσο στενόχωρο ή παράδοξο και αν ακούγεται, η πρόσβαση στο γεγονός καθαυτό αποκλείεται.
Φυσικά, η ρητορική που αφηγείται και χαρακτηρίζει έχει πάντα τους λόγους της, ιστορικούς, πολιτισμικούς, ιδεολογικούς ή γεωπολιτικούς. Και γι’ αυτό η επίζηλη «ιστορική αλήθεια» που διασαλπίζουν τα διαφημιστικά οπισθόφυλλα κάθε νέας έκδοσης ιστορικού έργου μοιάζει περισσότερο με ρητορική που «κατασκευάζει» γεγονότα παρά με φυσικό φαινόμενο που ήταν ανέκαθεν «εκεί έξω» αλλά μόλις τώρα εντοπίστηκε από κάποιον νομπελίστα. Δεν ξέρω για τους φυσικούς (αν και ο Αϊνστάιν έριξε έγκαιρα την προειδοποιητική βολή του), αλλά μεγάλο μέρος της εργατιάς των ανθρωποκεντρικών επιστημών δεν κατανοεί πλήρως και με όλες τις νόμιμες συνέπειες το γεγονός ότι ο παρατηρητής είναι μέρος του παρατηρουμένου φαινομένου.
Διαβάζω τώρα ότι στην υπόθεση «Χάιντς Ρίχτερ και η Μάχη της Κρήτης» διακυβεύεται η ελευθερία της διατύπωσης απόψεων που είναι προϊόν ιστορικής έρευνας· και ότι η ιστορική έρευνα δεν ποινικοποιείται και δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο δικαστικής διαμάχης. Και δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο, για πολλούς λόγους αλλά και επειδή, σύμφωνα με τα παραπάνω, η Μάχη της Κρήτης είναι άλλο γεγονός για τον ίδιο τον γερμανό συγγραφέα, άλλο για τα μέλη του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου της Κρήτης που τον ανεκήρυξαν επίτιμο διδάκτορα και άλλο για τους μελανείμονες Κρήτες που επιδεικνύουν φωτογραφίες δικών τους νεκρών. Και ο καθένας έχει αναφαίρετα δικαιώματα στο δικό του γεγονός, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος να το αφηγηθεί με την προοπτική, τις ιδιοτέλειες ή τις εθελοτυφλίες της δικής του ρητορικής.
Αλλά βλέποντας τις φωτογραφίες που μόλις ανέφερα, ως τελευταίο λόγο θα πρόσθετα και τούτο, με τα λόγια του ίδιου του Θανάση Βαλτινού: «Αντίθετα από τη γνώση, η αίσθηση έχει χαρακτήρα αποκλειστικά προσωπικό και οι ρίζες της κατεβαίνουν βαθιά ως τα άλογα σκοτάδια της ύπαρξης. Η αίσθηση της Ιστορίας δεν έχει σχέση με τη λογιστική των γεγονότων και την ερμηνεία τους αλλά με τον μόρσιμο απόηχό τους». Ο «μόρσιμος απόηχος» δεν θεωρητικοποιείται, δεν είναι εύκολα διαπραγματεύσιμος και μπορεί να ήταν αυτός ο κακός σύμβουλος όσων επεδίωξαν την ποινική δίωξη του Χάιντς Ρίχτερ. Από μιαν άποψη, το λάθος μπορεί να μοιάζει κατανοητό, αλλά ούτε έπρεπε να γίνει ούτε πρέπει να συνεχιστεί. Γιατί η δικαιοσύνη της «γνώσης» θα αφήσει πολλούς ανικανοποίητους αλλά η δικαιοσύνη της «αίσθησης» μπορεί να μας αφήσει όλους εκτεθειμένους.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ