Στις αρχές του έτους ο Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε την εφαρμογή ενός δεκαοκτάμηνου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (quantitative easing –QE) ύψους 1,1 τρισ. ευρώ με στόχο την καταπολέμηση της οικονομικής κρίσης, την ενίσχυση της ασθενούς οικονομικής ανάπτυξης και την απομάκρυνση του φαντάσματος του πληθωρισμού από την ευρωζώνη. Την ανακοίνωση του διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) όμως συνόδευσαν φόβοι για περαιτέρω επιδείνωση της ρευστότητας, έλλειψη ομολόγων, ευμετάβλητες τιμές και κυρίως διόγκωση του ιδιωτικού χρέους καθώς η ιστορία έχει δείξει ότι ανάλογες οικονομικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν στο παρελθόν από άλλες κεντρικές τράπεζες επηρέασαν αρνητικά τις κατά τόπους αλλά και την παγκόσμια οικονομία.
Οι διαδρομές


Οι «Financial Times» σε πρόσφατο άρθρο τους αναλύουν την επίδραση που είχαν τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης που έθεσαν σε ισχύ η Τράπεζα της Κίνας, η Τράπεζα της Ιαπωνίας αλλά κυρίως η Fed των ΗΠΑ στην «αύξηση του χρέους των αναπτυσσόμενων οικονομιών σε ανησυχητικά επίπεδα» μέσω του δανεισμού των επιχειρήσεων, των funds αλλά και των τοπικών τραπεζών. Πώς συνέβη όμως αυτό;

«Υπάρχουν δύο κύριες οδοί»
γράφει η αμερικανική εφημερίδα «μέσω των οποίων τα χρήματα από το QE έφθασαν στις αναδυόμενες αγορές. Κατά την πρώτη οδό η Fed αγόραζε κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ από αποταμιευτές, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τα οποία [αμερικανικά ομόλογα] κατείχαν ως μακροπρόθεσμες, υπερασφαλείς επενδύσεις με όχι εντυπωσιακές αλλά αξιόπιστες αποδόσεις». Με αυτόν τον τρόπο οι τιμές των ομολόγων ενισχύθηκαν ενώ οι αποδόσεις έπεσαν σε χαμηλά επίπεδα. Οι παραλήπτες του χρήματος οδηγήθηκαν σε αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων δανείζοντας τα χρήματα που έλαβαν σε εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων που επένδυαν στις αναδυόμενες αγορές.
Η δεύτερη οδός, που είναι ίσως και η πιο συνηθισμένη, αφορά πάλι την επαναγορά ομολόγων από τη Fed αλλά αυτή τη φορά από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία για να «αποσοβήσουν την απώλεια στις αποδόσεις από την ανταλλαγή αμερικανικών ομολόγων με ρευστό δανείζουν επίσης τα χρήματά τους σε αμοιβαία κεφάλαια και άλλους επενδυτές».
Και στις δύο περιπτώσεις οι τελικοί αποδέκτες του χρήματος που προέρχεται από την ποσοτική χαλάρωση, δηλαδή τα επενδυτικά κεφάλαια και οι ιδιώτες επενδύτες, το χρησιμοποιούν για να αγοράσουν προϊόντα από τη λεγόμενη «αγορά χρήματος» σε ξένα όμως νομίσματα, τα οποία προσφέρουν μεγαλύτερες αποδόσεις.
Παρεμβάσεις


Σε αυτή τη διαδρομή ένα ποσοστό του QE χρήματος θα πολλαπλασιαστεί πριν από την αναχώρηση από τη χώρα του «δότη» αλλά σε κάθε περίπτωση θα περάσει από τις αποκαλούμενες συναλλαγές «carry trade», κατά τις οποίες οι επενδυτές δανείζονται σε μία χώρα με χαμηλά επιτόκια και επενδύουν το δάνειο σε άλλη με υψηλότερα επιτόκια.
Ενας πακτωλός χρημάτων καταλήγει έτσι στις αναδυόμενες αγορές (όπως η Βραζιλία, η Χιλή, η Σιγκαπούρη, η Μαλαισία κ.ά.). Οι τοπικές κεντρικές τράπεζες οφείλουν να αποτρέψουν αυτή την εισροή χρήματος από το να γίνει ανεξέλεγκτη καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ανατίμηση του εθνικού τους νομίσματος και θα καθιστούσε τις οικονομίες τους λιγότερο ανταγωνιστικές. Ετσι οι κεντρικοί τραπεζίτες παρεμβαίνουν αγοράζοντας τα εισερχόμενα δολάρια, στερλίνες ή ευρώ και τυπώνοντας στη συνέχεια χρήμα το οποίο διαχέουν στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Εφοδιασμένες με νέα ρευστότητα οι τοπικές τράπεζες μπορούν να αυξήσουν τον δανεισμό προς τις τοπικές επιχειρήσεις και όχι μόνο.
Επιπλέον το λεγόμενο «σκιώδες τραπεζικό σύστημα» που ενισχύθηκε σημαντικά την περίοδο της κρίσης καθώς οι τράπεζες υιοθέτησαν νέους, αυστηρότερους κανονισμούς διόγκωσε το μέγεθος του δανεισμού. Ο πρώην διοικητής της Fed Μπεν Μπερνάνκι είχε ορίσει το shadow banking ως ένα σύστημα «μη τραπεζικών οικονομικών διαμεσολαβητών που παρέχουν υπηρεσίες παρόμοιες με εκείνες των παραδοσιακών τραπεζών». Αυτοί μπορεί να είναι hedge funds ή επιχειρήσεις που δανείζουν σε άλλες επιχειρήσεις, αλλά αυτές οι συναλλαγές δεν μπορούν να ελεγχθούν απόλυτα ούτε και ρυθμίζονται βάσει ενός ισχυρού πλαισίου.

«Αυτό που καθίσταται σαφές είναι ότι το χρέος έχει αυξηθεί σε ανησυχητικά επίπεδα. To χρέος του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος στις αναδυόμενες αγορές είναι σήμερα μεγαλύτερο από ό,τι ήταν στις ανεπτυγμένες αγορές τις παραμονές της οικονομικής κρίσης»
επισημαίνουν οι «FT».
Το πρόβλημα


Και παρότι ο δανεισμός για επενδυτικούς σκοπούς σε γενικές γραμμές ενδείκνυται επιχειρηματικά, το πρόβλημα δημιουργείται όταν η κερδοφορία είναι χαμηλή ή η συναλλαγματική ισοτιμία δεν λειτουργεί πια ως πλεονέκτημα και άρα δυσκολεύεται η αποπληρωμή των δανείων, που κατά συνέπεια περιορίζει τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος. Αυτό συνέβη στην περίπτωση των επιχειρήσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Παράλληλα οι συνθήκες δανεισμού στις χώρες αυτές δυσχεραίνουν αισθητά. «Την περασμένη εβδομάδα το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών (IIF) ανέφερε ότι οι τραπεζικοί όροι δανεισμού στις αναδυόμενες αγορές –ένα ευρύ μέτρο που περιλαμβάνει τη ζήτηση πιστώσεων, τη διαθεσιμότητα και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια –είχαν επιδεινωθεί σημαντικά» σημειώνουν οι «FT», ενώ ο διευθύνων σύμβουλος του IIF Χανγκ Τραν δήλωσε στην αμερικανική εφημερίδα ότι «οι επιχειρήσεις των αναπτυσσόμενων αγορών δυσκολεύονται να εξοφλήσουν τα χρέη τους και να αντλήσουν νέο χρήμα για επενδύσεις ασκώντας περαιτέρω καθοδικές πιέσεις στην οικονομική ανάπτυξη».
Το πρόβλημα συνοψίζεται σε λίγες μόνο λέξεις: μεγάλος δανεισμός για επενδύσεις σε αγορές με μειούμενη ζήτηση. Αυτή η εσφαλμένη κατανομή των κεφαλαίων στις αναδυόμενες αγορές δημιουργεί προβλήματα και στον ανεπτυγμένο κόσμο. Μόλις πρόσφατα ο ίδιος ο Μάριο Ντράγκι κατηγόρησε την επιβράδυνση στις αναδυόμενες αγορές, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, για την ανανεωμένη αδυναμία στην ευρωζώνη.
Η διαδικασία δεν έχει τελειώσει ακόμη: μπορεί η Fed να τερμάτισε πέρυσι το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης που εφάρμοζε από το 2008, όμως η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Ιαπωνίας έχουν σε πλήρη λειτουργία το QE.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ