Για πολλούς αιώνες πιστεύαμε πως η Ιστορία εξελισσόταν σε κύκλους. Η δυναμική της ερμηνευόταν ως διαδοχή περιόδων («φάσεων» ή «σταδίων») ευημερίας και σιτοδείας, ανόδου και καθόδου, ακμής και παρακμής, προόδου και οπισθοδρόμησης, ανατροπών και παλινορθώσεων. Οπως η μέρα και η νύχτα και οι εποχές του έτους, έτσι και οι εναλλαγές αυτές εντάσσονταν στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Η εκτύλιξη της συλλογικής μοίρας των ανθρώπων φαινόταν να υπακούει «φυσικά» στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις μιας μυστικής αλλά αδυσώπητης περιοδικότητας. Στη μεγάλη διάρκεια λοιπόν το ιστορικό αποκτούσε το νόημά του στον πλαίσιο μιας «προ-περιοδολογημένης» αφήγησης της πορείας του κόσμου.
Το συμβολικό βάρος της ιστορικής αυτής ιδιοποίησης είναι απροσμέτρητο. Κανείς δεν αμφιβάλλει πως η «χρυσή» κλασική περίοδος ακολουθείται από τον «σκοτεινό» Μεσαίωνα μέσα από τον οποίο αναδύθηκαν η «λάμψη» της Αναγέννησης και τα «φώτα» του Διαφωτισμού. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η δουλοκτησία αντικαταστάθηκε από τη φεουδαρχία και η φεουδαρχία από τον καπιταλισμό ή ότι, σε ένα άλλο επίπεδο, η πρωτόγονη πολυθεϊστική ειδωλολατρία έδωσε τη θέση της στις οικουμενικές μονοθεϊστικές θρησκείες (τον Χριστιανισμό και το Ισλάμ) και αργότερα στον αενάως αναπτυσσόμενο εκκοσμικευμένο πολιτειακό ορθολογισμό.
Ακόμη όμως και στη μικρή ιστορική διάρκεια, η Ιστορία δεν αποκτά νόημα παρά ως περιοδολογημένη. Ηδη από την εποχή των πληγών του Φαραώ, η εναλλαγή ανάμεσα σε ευοίωνους και χαλεπούς καιρούς, στο καλό και στο κακό δημιουργεί αναπάντητα ερωτήματα. Σε αυτό ακριβώς το ζήτημα επιχειρεί σήμερα να απαντήσει η θεωρία των «κρίσεων», συγκυριακών ή ακόμη και «δομικών», όπως π.χ. οι μυστηριώδεις και ανεξήγητοι κύκλοι Κοντράτιεφ που εμφανίζονται, υποτίθεται, κάθε εξήντα χρόνια. Ο πάντα επίβουλος χρόνος είναι ταυτόχρονα και ελπιδοφόρος. Στο βάθος όλοι πιστεύουμε πως, σε κάθε περίπτωση, ρόδα είναι, κάποτε λοιπόν θα γυρίσει! Ολες οι κρίσεις νοούνται ως παροδικές και αναστρέψιμες.
Ομως η σηματοδότηση της κίνησης του παρελθόντος δεν προκύπτει αυτομάτως. Η συμβατική ανάγνωση της Ιστορίας διαμεσολαβείται μέσα από περίπλοκες ιδεολογικές κατασκευές, μέσα από «μνημονικά τεχνάσματα» που αναδεικνύουν το συμβολικό νόημα της «αρχής» αλλά και του «τέλους» ή της εντελέχειας της πορείας του κόσμου και της εναλλαγής των περιόδων. Η ιδέα της συνέχειας και η ιδέα της ρήξης δεν είναι λοιπόν παρά δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ακόμη και αν δεν επαναλαμβάνεται, η Ιστορία πρέπει να φαίνεται πως επαναλαμβάνεται.
Ετσι ακριβώς γεννιούνται τα ημερολόγια, και μαζί με αυτά οι τελετουργίες, οι εορτές και οι επέτειοι που σημαδεύουν τις συλλογικές μνήμες. Οι Ελληνες άρχιζαν την αφήγηση της Ιστορίας από την πρώτη Ολυμπιάδα, οι Ρωμαίοι από κτίσεως Ρώμης ενώ για τους χριστιανούς, η αέναη πορεία του κόσμου μετρά από τη γέννηση του Σωτήρα. Και από τη στιγμή που το μοιραίο έτος 1000 ήλθε και απήλθε δίχως να έλθει η προσδοκώμενη Δευτέρα Παρουσία, οι επετειακοί εορτασμοί συνεχίζονταν: αναμένοντας τον Μεσσία (ή τον Αρμαγεδδώνα) οι άνθρωποι δικαιούνται να χαίρονται και να γιορτάζουν τα εγκόσμια. Και κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με τους Μουσουλμάνους που ξεκινούν τη δική τους πορεία από τη μετάβαση του Μωάμεθ στη Μεδίνα. Για όλους η Ιστορία μετέχει ταυτοχρόνως της τελετουργικής επανάληψης του ίδιου του φόβου του θανάτου, της αγνοίας μπροστά στην ερχόμενη μοίρα και της προσμονής της εγκόσμιας ή υπερκόσμιας σωτηρίας.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η επετειολογία συνεχίστηκε ακόμη και στη νεωτερικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ροβεσπιέρος επιχείρησε να σηματοδοτήσει τη νέα εποχή αρχίζοντας από το έτος 0. Η έλευση του αιώνα της ορθολογικής προόδου επέτασσε την ανατροπή όχι μόνο των κατεστημένων εξουσιών και των προλήψεων αλλά και του ημερολογίου. Ομως η ριζική επαναστατική ορμή ανακόπηκε γρήγορα. Μαζί με πολλά άλλα, ο πραγματιστής Βοναπάρτης παλινόρθωσε το παλαιό ημερολόγιο. Καμία εξουσία δεν μπορεί να παίζει αζημίως με αφερέγγυα χρονολογία. Το έτος 0 ξεχάστηκε. Αυτό όμως δεν εμπόδισε το έτος 1789 να παραμείνει ανεξίτηλα εγγεγραμμένο στις συλλογικές μνήμες. Ακόμη και σήμερα, η πτώση της Βαστίλλης εξακολουθεί να συμβολίζει την επικράτηση των αιώνιων και απαράγραπτων αξιών, της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας. Η δεκάτη τετάρτη Ιουλίου είναι πάντα η εθνική εορτή της Γαλλίας, ίσως δε και ολόκληρου του δυτικού κόσμου.
Η εγγενής πανουργία της Ιστορίας δεν περιορίζεται όμως στη διάψευση όλων των προβλέψεων και προοπτικών. Επεκτείνεται επίσης και στην αδόκητη μετασημασιολόγηση των συμβολικών αναφορών και στην αναπάντεχη μετουσίωση των μνημονικών τεχνασμάτων. Ετσι, παραδόξως, αν οι επέτειοι θεσπίστηκαν για να μας θυμίζουν όσα δεν επιτρέπεται να λησμονούμε, συχνά φαίνεται πως επιβιώνουν με μόνο στόχο να μας ειρωνεύονται. Διακόσια ακριβώς χρόνια μετά την πτώση της Βαστίλλης το μοιραίο έτος 1789, που εγκαινίασε μια μακρά περίοδο όπου κατίσχυε ο δημοκρατικός φιλελευθερισμός, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το εξίσου μοιραίο 1989 σηματοδότησε την παγκόσμια κατίσχυση των νέων μετα-δημοκρατικών και μετα-φιλελεύθερων καθεστώτων που, ελλείψει άλλου όρου, ονομάστηκαν νεοφιλελεύθερα.
Πρόκειται ασφαλώς για σύμπτωση. Αλλά δεν είναι ίσως η μόνη. Να θυμηθούμε ότι είκοσι έξι χρόνια (που αντιστοιχούν περίπου σε μια «γενιά») είχαν χρειαστεί προκειμένου να αμβλυνθεί το ριζικό πρόσταγμα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Η οικουμενική σημασία της λέξης Βατερλώ δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι συνεπέφερε την παλινόρθωση των απολυταρχικών καθεστώτων και την παγίωση της Ιεράς Συμμαχίας. Η μείζων «μεταπολίτευση» του 1815 σηματοδότησε την αποουσιαστικοποίηση των αξιών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Θα μπορούσε κάνεις να υποθέσει πως κάτι ανάλογο μπορεί να συμβαίνει και σήμερα. Είκοσι έξι χρόνια μετά την προσωρινή αναστροφή των δημοκρατικών κοινωνικών κατακτήσεων, το «σωτήριο» (;) έτος 2015 μοιάζει να εγκυμονεί μια νέα ιστορική τομή. Τώρα όμως το πρόσημο θα μπορούσε να είναι αντίστροφο. Για πρώτη φορά μετά το 1989 φαίνεται να διαγράφονται προϋποθέσεις για την αποδυνάμωση της νέας Ιεράς Συμμαχίας των πλανόδιων υπερεπικρατειακών κεφαλαιούχων, την αποκατάσταση της εμβέλειας των χαμένων αξιών, των καταπιεσμένων ονείρων και των ουτοπικών προγραμμάτων και την αφύπνιση των λαών από τον λήθαργο. Φαίνεται να τίθενται και πάλι σε αμφιβολία τα κυρίαρχα μέχρι πρόσφατα δόγματα της λιτότητας, της κοινωνικής αναλγησίας και της απόλυτης εξατομίκευσης. Ταυτόχρονα, το μέχρι πρόσφατα απροσπέλαστο ευρωπαϊκό φρούριο αναγκάζεται να μισανοίξει τις πύλες του. Ολα συμβαίνουν ως εάν η Ευρωπαϊκή Ενωση που –δεν πρέπει να το ξεχνάμε –υπήρξε το λίκνο της Γαλλικής Επανάστασης αλλά (παραδόξως!) και η κατεξοχήν έκφραση του τεχνοκρατικού και αποποινικοποιημένου νεοφιλελευθερισμού φαίνεται και πάλι να αναρωτιέται για τον λόγο ύπαρξής της και για την ιστορική της μοίρα. Ισως λοιπόν να βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο επικείμενο Βατερλώ της κυρίαρχης ως σήμερα γνώμης. Στη θέση της κοινωνικής υπαισθησίας που συνόδευε την κυριαρχία της να προτάσσεται το ενδεχόμενο άλλων υπαλλακτικών προοπτικών. Τίποτε βέβαια δεν προδικάζει την έκβαση της νέας αντιπαράθεσης. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν έχει πάψει να δρα ως κυρίαρχος. Εφεξής όμως μπορούμε ίσως να προσβλέπουμε στην ημέρα που οι ευρωπαϊκοί λαοί θα ξαναπάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους. Το ενδεχόμενο αυτό δεν συναρτάται βέβαια από τις βούλες ενός παιγνιώδους ιστορικού Καζαμία και Μεγάλου Ονειροκρίτη. Οι προφητείες επαληθεύονται ή και εκβιάζονται μόνο με την έλλογη δράση των ανθρώπων. Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που μας επιτρέπει να ευελπιστούμε.
Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ