Θα αρχίσω από μια αναμφισβήτητη διαπίστωση. Μετά από αρκετά χρόνια η ιστορική πορεία της χώρας μας στην Ευρώπη εμφανίζεται και πάλι δεδομένη. Είτε κατ’ επιλογήν είτε κατ’ ανάγκην, οι περισσότερες οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις, και μαζί με αυτές η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, συναποδέχονται ότι η συμμετοχή μας στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο αποτελεί μονόδρομο. Παρ’ όλες τις εξαιρετικά δυσοίωνες περιστάσεις, έχει καταστεί πλέον ευρύτερα σαφές ότι η διεθνής απομόνωση, η ελεγχόμενη ή άτακτη χρεοκοπία και η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα είχαν καταστρεπτικές συνέπειες. Πράγματι, καμία χώρα δεν έχει τη δυνατότητα να πορεύεται με βάση τις δικές της δυνάμεις και μόνον. Αν κάτι μάθαμε τα τελευταία τρία χρόνια αυτό είναι ότι οι κανόνες του παγκοσμιοποιημένου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος έχουν συρρικνώσει τα περιθώρια επιλογών των κατά τόπους πολιτικών εξουσιών. Με την οικουμενική θέσπιση της ελεύθερης δι-επικρατειακης κινητικότητας των κεφαλαίων και την παγκόσμια διάχυση των ιδιωτικών συμφερόντων, τα σύνορα ανάμεσα στις χώρες και στις εθνικές δικαιοδοσίες εμφανίζονται ολοένα και πιο διάτρητα. Με αυτή την έννοια, εμμέσως πλην σαφώς, οι θεμελιώδεις αμετακίνητες αξιακές αφετηρίες των νεωτερικών πολιτικών συστημάτων φαίνεται να μετατοπίζονται στον κεντρικό τους πυρήνα και να τελούν υπό προϊούσα ιστορική αίρεση. Δεν είναι τυχαίο ότι ολοένα και περισσότερο τίθενται ζητήματα «ελλειμμάτων» σε ό,τι αφορά τόσο τη λειτουργία των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών όσο και τη σημασία των «αποκλειστικών» εθνικών κυριαρχιών.
Υπό τους όρους αυτούς, λοιπόν, οι κατά τόπους πολιτικές εξουσίες δεν είναι πια δυνατόν να θεωρούν δεδομένη την «υπαρξιακή» και θεσμική τους αυτονομία. Μοιραία λοιπόν η προϊούσα αντικειμενική ασυμβατότητα των δημοκρατικών εθνικών κυριαρχιών και της ελεύθερης διακίνησης των ιδιωτικών συμφερόντων των απανταχού επενδυτών και «πιστωτών» οριοθετεί ένα νέο πολιτικό πρόβλημα. Οι κατά τόπους εξουσίες εμφανίζονται πλέον υποχρεωμένες να «διαπραγματεύονται» συνεχώς με τα όρια μιας τυπικά και μόνον απαραβίαστης πολιτειακής αυτονομίας. Αυτή άλλωστε είναι και η πολιτική πεμπτουσία του νεοφιλελευθερισμού. «Αφαιρώντας» την οικονομική πολιτική από τη δικαιοδοσία των πολιτικών εξουσιών, το παγκόσμιο κεφάλαιο μοιάζει να εξασφαλίζει την απρόσκοπτη αναπαραγωγή της οικουμενικής κυριαρχίας του. Ακόμη λοιπόν και αν δεν συνάπτονται ειδικές συμφωνίες ή δεσμευτικά «μνημόνια», οι αρχές της «καλής διακυβέρνησης» που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της λεγόμενης «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» στα τέλη της δεκαετίας του ’80 δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών. Στοχεύεται η ελαχιστοποίηση των ελέγχων και των περιορισμών στις συναλλαγές, η εγκαθίδρυση (και ενδεχομένως η συνταγματική κατοχύρωση) μιας μόνιμης δημοσιονομικής λιτότητας, η ιδιωτικοποίηση των πάντων και η αποσάθρωση του κοινωνικού κράτους. Το «κοινωνικό συμβόλαιο» και το «γενικό συμφέρον» εμφανίζονται εκ προοιμίου εγκλωβισμένα σε γεωπολιτικές παραδοχές. Μαζί με τον Μαρξ, ο Κέινς, ίσως δε και ο Ρουσό καταδικάζονται στο πυρ το εξώτερον.
Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τις μικρές και οικονομικά αδύναμες χώρες που καλούνται να υποταχθούν άνευ όρων στα αδιάλλακτα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές τους προϊδεάσεις, ακόμη και η Κούβα και το Ιράν αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν. (Μοναδική ίσως εναπομείνασα εξαίρεση η Βόρεια Κορέα.) Ακόμη και οι ισχυρότερες χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα και η Βραζιλία φαίνεται να προσαρμόζονται στις περιστάσεις. Και κατά μείζονα λόγο το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει στα κόμματα που ασκούν, μοιράζονται ή επιχειρούν να αποκτήσουν την εξουσία. Χαρακτηριστικά, τα τριάντα «ένδοξα χρόνια» της ευρωπαϊκής μεταρρυθμιστικής σοσιαλδημοκρατίας που επεδίωξε και εν πολλοίς πέτυχε να εξανθρωπίσει τον καπιταλισμό εμφανίζονται πια ως ιστορική παρένθεση.
Ετσι εφεξής ο κυρίαρχος «ορθός λόγος» συνοψίζεται στην παραδοχή πως δεν συγχωρείται πλέον να υπάρξουν ή ακόμη και να διατυπώνονται άλλες υπαλλακτικές προοπτικές. Ο κριτικός λόγος, οι ουτοπικοί «ανορθολογισμοί», η λαϊκή βούληση και μαζί τους και η ιστορία και κατ’ επέκταση, ελπίζεται, η πολιτική καλούνται να «τελειώσουν». Ομως, προφανώς, η ιστορία δεν τελείωσε. Πάντα υπάρχουν πολιτικά περιθώρια αλλαγής. Εκείνο όμως που έχει ριζικά αλλάξει είναι η γεωπολιτική κλίμακα των αναθεωρητικών και ανατρεπτικών προταγμάτων. Πράγματι, στο μέτρο που καμία πολιτική εξουσία δεν είναι σε θέση να αντισταθεί από μόνη της στα κελεύσματα των υπερεπικρατειακών αγορών, οι πολιτικές βουλήσεις είναι υποχρεωμένες να διατυπώνονται και να συντονίζονται σε ευρύτερη βάση. Και στο σημείο ακριβώς αυτό εντοπίζεται η σημασία του ταλανιζόμενου ευρωπαϊκού χώρου. Πράγματι η κρίση, η πρωτοφανής όξυνση των ανισοτήτων και τα σωρευμένα αδιέξοδα του πάντα ανολοκλήρωτου ευρωπαϊκού προτάγματος έχουν οδηγήσει στη βαθμιαία μετατόπιση του πολιτικού προβληματισμού. Μπροστά στο φάντασμα της αποσύνθεσης επανέρχονται στο προσκήνιο ξεχασμένα ερωτήματα όπως «τι είναι», «πού πάει» και «προς τι υπάρχει» η Ευρωπαϊκή Ενωση.
Είναι γεγονός ότι η ελληνική κρίση λειτούργησε σαν καταλύτης. Ασχετα από το περιεχόμενο της πρόσφατης συμφωνίας, ίσως μάλιστα εν όψει του εκβιαστικού τρόπου με τον οποίο τελικά επετεύχθη, είναι σαφές ότι τόσο στο επίπεδο των κατεστημένων κομματικών δυνάμεων όσο και στο επίπεδο της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης τα νοηματικά ταμπού αρχίζουν να καταρρέουν. Η επιτυχημένη –και για πολλούς απρόσμενη –«παράσταση» του Αλέξη Τσίπρα στο Ευρωκοινοβούλιο και η ανεπιφύλακτη υποστήριξη του Φρανσουά Ολάντ και του Ματέο Ρέντσι στα ελληνικά αιτήματα κατέδειξαν ότι πληθαίνουν οι αντιστάσεις στη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Και κάτι αντίστοιχο φαίνεται να σηματοδοτεί το γεγονός ότι, δειλά έστω, μπροστά στο μεταναστευτικό ζήτημα η Ευρώπη μοιάζει να αφυπνίζεται από τον αξιακό της λήθαργο. Γενικευμένη είναι πια η κατακραυγή ενάντια στην εξωτερικευμένη ως πρόσφατα στρουθοκαμηλική εμμονή στην αντίληψη μιας Ευρώπης-φρούριο η οποία κλείνει τα μάτια στις εκατόμβες των προσφύγων που συνωστίζονται στα σύνορά της. Μπορούμε λοιπόν ίσως να ελπίζουμε πως βρισκόμαστε στην αυγή μιας νέας πορείας. Οι ιστορικές ανθρωπιστικές αξίες, η ελευθερία, η ισότητα, η αδελφότητα, η αλληλεγγύη, η κοινωνική δικαιοσύνη που είδαν το φως με τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό δεν τελούν υπό εξαφάνιση. Η Ιστορία πάντα μπορεί να επιχειρεί να ξαναρχίσει την πορεία της προς την πρόοδο.
Ακόμη μία φορά λοιπόν το διακύβευμα είναι πολιτικό. Και είναι και πάλι σαφές ότι η κύρια και πάντα ανυπέρβλητη διαχωριστική γραμμή είναι εκείνη που χωρίζει την Αριστερά και τη Δεξιά ανάμεσα σε εκείνους που στοχεύουν στην ανατροπή του κυρίαρχου προτύπου και στην αποκατάσταση των σωρευμένων ανεπιεικειών, αδικιών και κοινωνικών ανισοτήτων και σε εκείνους που επιδιώκουν πάση θυσία τη συντήρηση ενός ολοένα και πιο ανυπόφορου status quo. Είναι επίσης σαφές ότι, ενώ η ιστορική Δεξιά έχει πάντα την τάση να συμβιβάζεται ή ακόμη και να υποθάλπει τους περιορισμούς της λαϊκής κυριαρχίας, η ιστορική Αριστερά είναι υποχρεωμένη να θεμελιώνει την αξιοπιστία της στην άνευ όρων προάσπιση της ελεύθερα εκφραζόμενης λαϊκής βούλησης. Ανάμεσα στις δύο αυτές μεγάλες πολιτικές και αξιακές «οικογένειες» δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν μακροπρόθεσμοι συμβιβασμοί.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθεί η επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση. Η νίκη της Αριστεράς δεν αφορά μόνο τη χώρα μας αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακολουθούν εκλογές σε πολλές άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η αναμέτρηση είναι πιο κρίσιμη από κάθε προηγούμενη. Για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια φαίνεται να αντιπαρατίθενται μετωπικά νέες ασταθείς, αναποκρυστάλλωτες ίσως, ακόμη και «πειραματικές» κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες που αναζητούν τη ρήξη με τους κυρίαρχους ιδεολογικούς αυτοματισμούς και την «Ιερά Συμμαχία» των πεπεισμένων και των προθύμων που έχει ως κύριο στόχο να καταπνίξει κάθε αμφισβήτηση ενός αδιέξοδου προτύπου οργάνωσης της κοινωνικής εξουσίας. Η αναβίωση της νέας «ανοικτής» Ευρωπαϊκής Αριστεράς, απαλλαγμένης από αγκυλώσεις και ιδεοληψίες του παρελθόντος, είναι το μεγαλύτερο ίσως ιστορικό στοίχημα της εποχής μας.

Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ