Φιλοσοφικοί στοχασμοί μεσούντος του Αυγούστου δεν είναι το δραστικότερο αναψυκτικό που μπορεί να τρατάρει κάποιος σε έλληνες αναγνώστες. Ωστόσο, το ζήτημα είναι ενδιαφέρον και επίκαιρο και αξίζει να το ψηλαφήσουμε, αν όχι με αυστηρά φιλοσοφικούς όρους, τουλάχιστον εν είδει «υψηλής εκλαΐκευσης». Ας πούμε, λοιπόν, ότι το θέμα μας είναι: Το ελληνικό καλοκαίρι και ο χρόνος.
«Επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας» όταν ο Χένρι Μίλερ έφτασε στην Αθήνα το 1939. Σε κάθιδρη αδράνεια τις ζεστές ώρες της μέρας, τα βράδια αναζητούσε το πλησιέστερο πάρκο, ένα τραπεζάκι και επαρκή ποσότητα δροσερού νερού. Και ήταν τελικά τα σύδεντρα του Ζαππείου που έγιναν η εμβληματική θερινή ευτοπία του: «Η σκόνη, η ζέστη, η φτώχεια, τα ποτήρια με το νερό ανάμεσα σε ήσυχα ζευγάρια Αθηναίων με έκαναν να νιώθω ότι στον τόπο αυτόν υπήρχε μια αγιοσύνη, κάτι που σε έτρεφε και σε στήριζε». Γράφοντας μερικά χρόνια αργότερα τον Κολοσσό του Μαρουσιού ο Μίλερ ανακαλεί τον καλοκαιρινό καύσωνα ως ευλογία γιατί στις συνθήκες του αναδεικνύονται η δύναμη και η ευγένεια του ελληνικού χαρακτήρα. Δεν είναι ωστόσο δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι ο μύθος που εν μέρει έζησε και εν μέρει επινόησε ο Αμερικανός κατά το σύντομο ελληνικό δρομολόγιό του είναι φκιαγμένος από δύο βασικά συστατικά: το ένα είναι το φως της καλοκαιρινής αιθρίας, το άλλο είναι η έμμονη αίσθηση ότι το ελληνικό τοπίο δεν είναι συμβατό με τον γραμμικά εξελισσόμενο χρόνο μέσα στον οποίο η Δύση μετράει την τεχνολογική της προκοπή. Το ίνδαλμα μιας ακύμαντης α-χρονικότητας που αρνείται να εγγραφεί στον ιστορικό χρόνο, όπως τον αντιλαμβάνονται οι αστοί της Νέας Υόρκης ή του Παρισιού, είναι «νεύρωση» που έρχεται κατευθείαν από τον ευγενή πρωτογονισμό του ακμαίου Ρομαντισμού και η ώρα του ελληνικού καλοκαιριού είναι η καλύτερη μαμμή του. Και ο Μίλερ είναι απλώς ένας από τους διάσημους που ένιωσαν τη μεταφυσική γοητεία και τους υπαρξιακούς δαιδάλους πίσω από τους προφανείς αισθησιασμούς της ελληνικής καλοκαιρινής ώρας.
Κατά το χούι τους, οι φιλόσοφοι έβαλαν τον χρόνο στον αξονικό τομογράφο και μας ξενάγησαν στις υπαρξιακές, φαινομενολογικές, αισθητικές και άλλες ποικιλίες του. Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να τους ακολουθήσουμε στον οντολογικό λαβύρινθο του «τι είναι ο χρόνος;» για να εννοήσουμε ότι η εμπειρία του Χένρι Μίλερ, παρά την υπαρξιακή της πυκνότητα, σε τελική ανάλυση ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία του οικειότερου υποκειμενικού ή ψυχολογικού χρόνου. Με τα μέτρα αυτής της κατηγορίας, μία ώρα στο διαπραγματευτήριο των Βρυξελλών μοιάζει να διαρκεί περισσότερο (ρωτήστε και τον Πρωθυπουργό) από τις δύο εβδομάδες διακοπών που μελετάει για φέτος ένα ισχνό 12% των Ελλήνων, σύμφωνα με την online δημοσκόπηση του «Βήματος». Και η υποκειμενική αίσθηση συρρίκνωσης του ηδονικού καλοκαιρινού χρόνου αποτυπώνεται με μια δόση μελαγχολικής νοσταλγίας στον δημώδη αναστεναγμό «Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να ‘σουν δυο φορές το χρόνο». Αν για τους διανοούμενους αισθητήρες ενός Χένρι Μίλερ ο μηχανισμός που μετράει αντικειμενικά την πρόοδο του χρόνου απενεργοποιείται έσωθεν σε βαθμό α-χρονικότητας, ο μέσος «χαροκόπος» του «λινού» ελληνικού καλοκαιριού, κλεισμένος μέσα στον δικό του υποκειμενικό χρόνο, θα προτιμούσε απλώς να μη βλέπει καν το ρολόι και το ημερολόγιο ή (η αίσθηση είναι, νομίζω, οικεία), να το ξεχνάει.
Μόνο που τα τελευταία καλοκαίρια, και κυρίως αυτό που ξοδεύουμε φέτος, κάνουν τούτη τη λήθη όλο και πιο δύσκολη. Πάει καιρός που η οικονομική φουρτούνα μάς έχει φορέσει τον στενό κορσέ με το ενσωματωμένο ημερολόγιο και το χρονόμετρο. Ασθμαίνουμε πέντε χρόνια ανάμεσα σε αλλεπάλληλες προθεσμίες, αφουγκραζόμαστε το τικ τακ του μνημονιακού χρόνου, αποστηθίζουμε κρίσιμες ημερομηνίες και χρονικά ορόσημα, μετεωριζόμαστε στον ίλιγγο του «παρά πέντε» και του «game over». Και τελικά νιώσαμε φέτος το έσχατο μαγάρισμα και τη βεβήλωση του ελληνικού μας καλοκαιρινού χρόνου, με την 30ή Ιουνίου (το «Ιούνη» του συριζαϊκού ιδιώματος κάνει απλώς πιο ανυπόφορη τη χρονομέτρηση) να μετράει τα τελευταία αποθέματα οξυγόνου, με τη 12η Ιουλίου να μας ρίχνει αποκαμωμένους στον στρόβιλο της αντίστροφης μέτρησης, με τα επείγοντα προαπαιτούμενα των ημερών που ακολούθησαν άμεσα να σμπρώχνουν το Κοινοβούλιο σε ολονύχτιο delirium tremens (εξαιρείται το ολύμπιο τέμπο της Προέδρου του) εν όψει μιας ορισμένης πρωίας που έμελλε να μας δώσει είτε το φαρμάκι είτε το φιλί της ζωής, με το τρανό και αμετακίνητο φάσμα μιας 20ής Αυγούστου να μας υπόσχεται κατά πάσα πιθανότητα άλλα τρία χρόνια κατανυκτικής προσήλωσης στους μικρούς και τους μεγάλους δείκτες του μνημονιακού ρολογιού.
Αντί να ξεχάσουμε και να ξεχαστούμε, πάθαμε υστερική υπερμνησία. Η κρίση βίασε βάναυσα τον ιδιόβουλο χρόνο του ελληνικού μας καλοκαιριού που με βυρωνικό ενθουσιασμό ερωτεύθηκε ο αμερικανός φίλος μας. Το λινό καλοκαιράκι μας έγινε μίζερο ηχείο για εκείνο το «ο χρόνος τελειώνει». Και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μας περιμένει «συνετό φθινόπωρο», όπως θα το ήθελε ο ποιητής. Αν τώρα σε πείσμα όλων των παραπάνω, λίγο για τους πολλούς και πολύ για τους λίγους, κάπου το καλοκαίρι μας συνεχίζει να «χαμογελά ανέγνοια και ξαναβρίσκει την αθάνατη ώρα του», αυτό είναι τιμαλφές ελληνικό αίνιγμα που δύσκολα θα λύσουν οι συνδυασμένες δυνάμεις της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας και κυρίως του ΣΔΟΕ.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ