Το δημοψήφισμα, και το αποτέλεσμά του, ήταν η προέκταση του «κινήματος των πλατειών», της κινητοποίησης των «Αγανακτισμένων» του 2011, στις κάλπες. Απεικόνισε όλες τις μοιραίες αυταπάτες αυτής της κινητοποίησης, τις θρηνωδίες της, τους φόβους της, την απελπισία της. Αλλά, ταυτόχρονα, εικονογράφησε και την αντιπολιτικότητά της, την ιδιόμορφη αντικομματικότητά της, τη συνοπτική απόρριψη του «παλιού», του «κατεστημένου», αλλά και των «άλλων», της Ευρώπης. Το δημοψήφισμα είναι η μορφή που προσέλαβε, στις συγκεκριμένες συνθήκες της κρίσης, το πολεμογενές αντιστασιακό πνεύμα της «ελληνικής ιστορίας» σε ειρηνική περίοδο.
Υπάρχουν δύο επίπεδα εντός των οποίων πρέπει να ερμηνευθεί και να αξιολογηθεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου. Ενα επίπεδο κοινωνικο-πολιτισμικό και ένα ιδεολογικο-πολιτικό, τόσο στη σχετική τους αυτονομία όσο και –κυρίως –στη διαπλοκή τους. Το κοινωνικό μήνυμα του δημοψηφίσματος ήταν ο αντιευρωπαϊκός εθνικισμός. Οχι ότι το σύνολο του 61,31% του «Οχι» είναι αντιευρωπαϊκό και εθνικιστικό, αλλά ότι σημαντικό μέρος του θεωρεί το ευρώ, και το οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο που κατέστησε δυνατή την ύπαρξη αυτού του νομίσματος, απεχθές και επονείδιστο. Πρόκειται για μια αξιακή, σε τελευταία ανάλυση, αποστροφή στο ευρώ που προσέβαλε κατ’ αρχάς αυθόρμητα ορισμένα κοινωνικά στρώματα, αποστροφή η οποία στη συνέχεια αξιοποιήθηκε και πολιτικοποιήθηκε από πολιτικές δυνάμεις στον αγώνα τους για την ανατοποθέτησή τους στην πολιτική σκηνή μετά την οικονομική κρίση και την πτώση του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Η απόρριψη έτσι της υπαρκτής Ευρώπης, της Ευρώπης του ευρώ, πλαισιώθηκε από την επικαιροποίηση μοιραία αναχρονιστικών αλλά εύκολα καταναλώσιμων ερμηνευτικών σχημάτων, από κοινωνικές ομάδες και τάξεις, που απέδιδαν και απέδωσαν τις ευθύνες της κρίσης στους «ξένους». Από την ευθύνη για το χρέος ως την ευθύνη για το κλείσιμο των τραπεζών, για όλα ευθύνονται οι «άλλοι», και φυσικά και εκείνοι από τους ντόπιους που δεν καλούν στον ύψιστο και απροϋπόθετο αγώνα εναντίον αυτών των «άλλων». Η κατηγορία που αυθορμήτως εκτοξευόταν για πάρα πολλά χρόνια κατά του ευρώ από ομάδες του πληθυσμού, σύμφωνα με την οποία αυτό διεύρυνε τις κοινωνικές ανισότητες, εντάθηκε και «επαληθεύτηκε» σε συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης της χώρας. Αυτού του τύπου η «γνώση» και επιλογή της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, στη δραχμή, κατέστη, έτσι, η αυθόρμητη επιλογή μιας ακαταμάχητης «κοινής λογικής». Η αξιακή και ιδεολογική της επένδυση διοχετεύθηκε σε προκαλλιεργημένα σχήματα της εθνικής αυτοπεριχαράκωσης, στον διάχυτο ελληνο-ορθόδοξο αγωνιστικό κοινοτιστικό συντηρητισμό, λίκνο του οποίου συνεχίζει να αποτελεί ο οικογενειακός θεσμός και η sui generis κοινωνιακή νεοφιλία, σχήματα και τρόποι ζωής που ελάχιστα φαίνονται να έχουν θιχθεί από το επικοινωνιακό και αξιακό «άνοιγμα» της παγκοσμιοποίησης, αντιθέτως, αυτή η τελευταία έχει τύχει ενός ιδιόμορφου συνδυασμού μιας εργαλειακής της πρόσληψης και μιας αναδίπλωσης στον εθνικό εαυτό: τάμπλετ και εθνο-ορθοδοξία, σε μια προσθετική λογική, σε πλήρη αντίθεση από έναν λειτουργικό συγκερασμό.
Αυτό το εμφανές πλέον πρόβλημα εθνικοκοινωνικής ταυτότητας, που αποκρυσταλλώθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα, πολιτικοποιήθηκε στο έπακρον, εκτός από πρόβλημα ιδεολογικό κατέστη και πολιτική στρατηγική κατάκτησης αλλά και αναπαραγωγής της εξουσίας. Η πολιτική εκμετάλλευση των συναισθημάτων, η πολιτική τους ριζοσπαστικοποίηση διά μέσου μιας εθνικοαντιστασιακής τους εργαλειοποίησης («δεν θα σκύψουμε το κεφάλι»), ήταν αποτέλεσμα πολιτικού, όχι συνωμοσιολογικού σχεδιασμού, που έχει όνομα: λαϊκισμός. Ο λαϊκισμός δεν είναι «κρυφή ατζέντα», δεν είναι «συνωμοσία», δεν είναι απόκρυφο σχέδιο εξουσιασμού. Αλλά ολοφάνερη, για όποιον έχει τη δυνατότητα να τη δει, ιδεολογικοπολιτική κατασκευή των ελίτ, πολιτικών και διανοουμένων (είτε αναφέρονται στο μεταμοντέρνο «παράδειγμα» της Αντιγόνης είτε όχι), μια ρητορική και εκ των άνω κατασκευή του «λαού», από την οποία απορρέει μια αυταρχική «πολιτική της αντιπολιτικής», η οποία λειτουργεί ως μηχανή παραγωγής των «εχθρών του λαού». Ως πολιτική στρατηγική εξουσίας, αυτή η «πολιτική», ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης και πάντα στο όνομα μιας μαχητικής αντίληψης του «λαού και του έθνους», μπορεί να είναι ιδιαίτερα παραγωγική, γιατί με τον ιδιόμορφο τρόπο της επαναφέρει την «πολιτική» στο προσκήνιο, αλλά με διαστροφικό τρόπο. Και το «δημοψήφισμα», υπό τη μορφή του «plebiscite», εικονογραφεί με παραδειγματικό τρόπο την επάνοδο σε μια πολεμική μορφή της πολιτικής («οι πλούσιοι», «η ολιγαρχία», οι «τράπεζες», «οι ξένοι» κ.λπ.), η οποία σε συνθήκες μετανεωτερικής συναίνεσης τείνει να εκλείψει. Εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε το δεύτερο «μυστικό» του εκλογικού αποτελέσματος της περασμένης Κυριακής, δηλαδή την κατασκευή και σαφή υπόδειξη του «εχθρού», τόσο ως βασικής αιτίας εξήγησης όλων των δεινών όσο και ως προς καταπολέμηση στόχος. Εδώ επίσης είναι που με «φυσικό» τρόπο η «θεωρία της συνωμοσίας» έρχεται να αρθρωθεί με τον λαϊκιστικό λόγο, συνομολογώντας ότι τα κοινωνικά φαινόμενα, ειδικά αυτά της κρίσης, είναι αποτέλεσμα της εμπρόθετης δράσης του «εχθρού».
Η συνοπτική, συγκινησιακή και ηθικολογική ταυτόχρονα, δημοψηφισματική εκδοχή της αντιπολιτικής, η εναντιο-αντιπροσωπευτική της δεξίωση και εφαρμογή, αυτή που σε περίοδο μείζονος κρίσης κεφαλαιοποιεί τα πάθη του αντιστασιακού εθνικισμού, εντός του οποίου νοηματοδοτείται το «κοινωνικό ζήτημα», ο αντιευρωπαϊκός εθνικολαϊκισμός δηλαδή, συνιστά τον βασικό λόγο του εκλογικού αποτελέσματος.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ