Το σύνολο των ωρών που αφιέρωσε το Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ μέσα στο τρέχον ακαδημαϊκό έτος διαβουλευόμενο σχετικά με ένα νέο Πρόγραμμα Σπουδών είναι επιπέδου ρεκόρ Γκίνες. Ο μαραθώνιος τερματίστηκε πριν από το Πάσχα, επεισοδιακά μεν, πάντως με απόφαση που ελήφθη σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Με ανακοίνωσή του ο σύλλογος των φοιτητών διασαλπίζει τη διαφωνία του, εν τη ρύμη της οποίας ο πρόεδρος του Τμήματος διαπομπεύεται (κατ’ επανάληψη) ως πράκτορας εκφασισμού και αδίστακτος συνοδοιπόρος του πρυτανικού ολοκληρωτισμού. Ο κολοφώνας της φοιτητικής ανακοίνωσης είναι το γνωστό χορωδιακό ρεφρέν «Κάτω τα χέρια από…». Ακολούθησε, κατά τα ειωθότα, κατάληψη του Τμήματος και απώλεια κρίσιμων διδακτικών ωρών, η οποία, αν παραταθεί, θα θέσει εν κινδύνω το εξάμηνο –ενδεχόμενο που πιθανότατα θα αναβαθμίσει την «αιτία καταλήψεως» σε casus belli.
Αυτό το σύντομο χρονικό δεν διεκδικεί κόκκο πρωτοτυπίας. Νεότεροι και πρεσβύτεροι συνάδελφοι, με εξαιρετικό βιογραφικό, ανιδιοτελή ζήλο και μετρήσιμη προσφορά στη διδασκαλία και την έρευνα, ασκούμεθα, χρόνια τώρα, στο παίγνιο αντοχής και επιβίωσης σε συνθήκες που καθορίζονται από μιαν αλληλουχία ανάλογων περιστατικών. Αν υπάρχει φοιτητική πλειοψηφία που δεν εγκρίνει αυτές τις συνθήκες, τότε η πλειοψηφία αυτή είναι τόσο σιωπηλή όσο χρειάζεται για να είναι ανυπόστατη. Υπάρχει όμως μια έξωθεν εκλαϊκευμένη κριτική των πανεπιστημιακών πραγμάτων γενικότερα, και των πανεπιστημιακών ειδικότερα, η οποία σαρώνει αδιάκριτα σιτάρι και ήρα, αμνούς και ερίφια. Και η πιο «καφενειακή» εκδοχή αυτής της κριτικής, αναφλεγόμενη κατά καιρούς σε έντυπους και ψηφιακούς τόπους, χλευάζει την αποτυχία των ελληνικών πανεπιστημίων να φιγουράρουν στα πάνω διαζώματα της διεθνούς κατάταξης.
Θα μπορούσε να προτείνει κανείς, έτσι για να αλλάξει λίγο το τροπάρι, μιαν αντίστροφη διερώτηση: με δεδομένες τις συνθήκες λειτουργίας τους, μήπως αρκετά ελληνικά πανεπιστημιακά τμήματα καταφέρνουν να είναι αναρριχημένα πιο ψηλά από όσο λογικά θα αναμενόταν; Παρά τον κίνδυνο να διεγείρουμε υποψίες συντεχνιακής αυταρέσκειας, να το εξειδικεύσουμε λίγο περισσότερο: είναι δυνατόν, σε πείσμα των ανεπαρκών υποδομών, των οριακά λειτουργουσών βιβλιοθηκών, της δυσμάχητης ρευστότητας των νομοθετικών πλαισίων, και του μισθολογικού καθεστώτος, πολλοί, κυρίως νεότεροι, πανεπιστημιακοί να καταφέρνουν να συχνάζουν με αξιώσεις στη διεθνή βιβλιογραφία αιχμής; Η στατιστικά κατοχυρωμένη απάντηση είναι: Ναι.
Ωστόσο, οι γραμμές αυτές δεν γράφονται για να τιμήσουν μοναχικούς ήρωες και αυταπαρνητές, ούτε, βέβαια, για να «ασπρίσουν» τους τοίχους όπου είναι γραμμένη η μίζερη πλευρά της ελληνικής πανεπιστημιακής πραγματικότητας. Γράφονται επειδή με τις εκδηλωμένες προθέσεις της η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Παιδείας μοιάζει να μην κατανοεί ότι το «μεταρρυθμιστικό» πνεύμα που πλανάται τώρα επί των πανεπιστημιακών υδάτων δεν υπόσχεται ενθάρρυνση του Καλού και του Τίμιου που, σχεδόν αδόκητα και ανεξάρτητα από τις διαδοχικές νομοθετικές αλλαγές, εμφώλευε και συνεχίζει να εμφωλεύει στους μυχούς της Ανώτατης Παιδείας.
Δεν είναι εύκολο να αποτιμήσει κανείς την ουσιαστική συμβολή των νεοπαγών Συμβουλίων Ιδρύματος, αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που η εθελούσια εμφάνιση αναγνωρισμένων προσωπικοτήτων στη σύνθεση αυτού του οργάνου χαιρετίστηκε ως ευοίωνο βήμα πέρα από τα «εντροπικά» φαινόμενα της διοίκησης του ελληνικού πανεπιστημίου. Δεν είναι η πρώτη φορά που, από παραδοσιακή αδράνεια, τέτοια βήματα παρ’ ημίν μένουν μετέωρα, αλλά τώρα υπάρχει γρανιτώδες σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο, αν ερμηνεύουμε σωστά, το συγκεκριμένο όργανο που προσθέτει αποτελεσματικότητα διαχείρισης και εξωστρέφεια αλλού, εδώ απλώς αφαιρεί μονάδες δημοκρατίας. Δεν θα ήταν δύσκολο να θέσει εδώ κανείς τον δάκτυλο επί τον τύπον της ιδεοληψίας, και μάλλον επιβάλλεται να το κάνουμε αν ανακαλέσουμε μια προηγούμενη έκρηξη απαξίωσης, σύμφωνα με την οποία «κάποιος κάπου κάτι είδε στην Αμερική, νόμισε ότι κατάλαβε και ήρθε να μας το επιβάλει και εδώ». Ασφαλώς, σε εμάς δεν περνάνε «αμερικανιές» –εκτός, ίσως, αν τις έχει εκτελωνίσει ο Καμμένος.
Μετά από ανάλογα ώριμη σκέψη, επανενσκήπτει και το άσυλο –φυσικά χάριν της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Ελπίζαμε ότι αυτό το ανούσιο εννοιολογικό κέλυφος δεν θα επανέκαμπτε, αλλά αφού επανακάμπτει ας συσταθεί μια μεικτή επιτροπή από σοφούς της νομικής, της εγκληματολογίας, της κοινωνιολογίας κ. λπ. που θα διυλίζει τον κώνωπα ή, αναλόγως, θα καταπίνει την κάμηλον όταν θα καλείται να αποφανθεί αν τα υποκείμενα της ελεύθερης διακίνησης είναι πράγματι υψιπετείς ιδέες ή αξιόποινα ΑΤΙΑ –και ας προβλεφθούν καλού κακού μερικά κονδύλια για τα μερεμέτια που θα χρειάζονται κάθε φορά που η διακίνηση, εκτός από ελεύθερη, θα είναι και λίγο φουριόζα.
Αλλά, ίσως, η πιο εμβληματική αναστροφή στο νομοσχέδιο για την Παιδεία είναι εκείνο το «αιώνιε, δεύρο μέσα». Οχι ότι η συμπαθής, κατά το λεγόμενο, τάξη των κεκοιμημένων θα μπλοκάρει την πανεπιστημιακή μηχανή (σε αυτό συμφωνούμε με τον κύριο υπουργό), αλλά η εμφατική συμπάθεια για τη μακαριότητα της αιώνιας ακινησίας μοιάζει με συνειρμική παραπομπή στο γενικότερο κυβερνητικό τέμπο.
Τώρα κάποιοι εκδηλώνουν ήδη φόβους για οπισθοδρόμηση των πανεπιστημίων στα οικεία κακά προηγούμενων δεκαετιών. Αλλά να το επαναλάβουμε: το μέγιστο κακό θα είναι να αποθαρρυνθεί κι άλλο το καλό που επιβιώνει μέσα στο ελληνικό πανεπιστήμιο.
Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



