Εχουμε φθάσει σε ένα σημείο καμπής στην πορεία προς τη μεταρρύθμιση του ελεγκτικού επαγγέλματος στην ΕΕ. Η Επιτροπή Juri υπερψήφισε ένα φιλόδοξο σχέδιο στοχεύοντας στη «μεταρρύθμιση των ελεγκτικών υπηρεσιών στην ΕΕ με στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών». Δυστυχώς, ενδέχεται στην πράξη οι επιδιωκόμενες μεταρρυθμίσεις να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών με τρόπους που δεν έχει προβλέψει η Επιτροπή.
Ποιες είναι οι προτεινόμενες αλλαγές; Προτείνεται η ως ανά 10 έτη εναλλαγή των ελεγκτικών εταιρειών με δυνατότητα παράτασης για ως 10 επιπλέον έτη (ως 20 έτη συνολικά) για όλες τις Οντότητες Δημοσίου Ενδιαφέροντος (PIEs) βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων. Η ρύθμιση αυτή θα καθιερωθεί σταδιακά μέσα από μια μεταβατική περίοδο 5-7 ετών. Επίσης προβλέπεται ότι οι αμοιβές για μη ελεγκτικές υπηρεσίες της εταιρείας που πραγματοποιεί τον έλεγχο μιας PIE δεν μπορεί να ξεπερνούν σε συνολική αξία το 70% της αμοιβής του ελέγχου. Επιπλέον, εισηγείται έναν αναθεωρημένο κατάλογο των μη επιτρεπόμενων μη ελεγκτικών υπηρεσιών, ο οποίος είναι πολύ πιο περιοριστικός από τον Κώδικα Δεοντολογίας της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών (IFAC).
Οι ανωτέρω προβλέψεις θα τεθούν σε εφαρμογή από το 2016 για τα κράτη-μέλη, ενώ το κάθε κράτος-μέλος καλείται να επιλέξει σε τοπικό επίπεδο τη μέγιστη περίοδο εναλλαγής ελεγκτών, τη δυνατότητα ή μη της παράτασής της, το μέγιστο ποσοστό αμοιβών μη ελεγκτικών υπηρεσιών κ.ά.
Η ΕΥ έχει εκφράσει την αντίθεσή της στην υποχρεωτική εναλλαγή ελεγκτών. Ωστόσο, αν αυτό αναδεικνύεται ως η συλλογική βούληση των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, φυσικά θα τη σεβαστεί.
Αν όμως επιθυμούμε πραγματικά να ελαχιστοποιηθεί η αναταραχή και θέλουμε να διαφυλάξουμε τη σταθερότητα των κεφαλαιαγορών της ΕΕ, είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη μια σειρά κρίσιμα ζητήματα:
Πρώτον, η μεταβατική περίοδος και το κόστος θα πρέπει να εξετασθούν προσεκτικά. Με βάση τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το οικονομικό κόστος της αλλαγής ελεγκτών για περισσότερες από 30.000 PIEs θα ξεπεράσει τα 16 δισ. ευρώ. Αν αυτό δεν πραγματοποιηθεί σταδιακά στη βάση μιας μακρύτερης μεταβατικής περιόδου, η αναστάτωση στην αγορά της ΕΕ θα μπορούσε να είναι ακραία. Οπως διαπιστώθηκε στην Ολλανδία, η οποία ήδη υιοθέτησε πολλές από αυτές τις αλλαγές, οι εταιρείες δεν περιμένουν ως την τελευταία στιγμή για να ορίσουν νέους ελεγκτές. Συνεπώς, οποιαδήποτε μεταβατική περίοδος συμφωνηθεί ενδέχεται να συμπιεστεί στην πράξη από τις δυνάμεις της αγοράς. Το να απαιτούμε από έναν τόσο μεγάλο αριθμό εταιρειών να αντικαταστήσουν τους ελεγκτές τους σε μόλις 5-7 χρόνια μπορεί να οδηγήσει σε ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκονται.
Δεύτερον, πρέπει να αποφευχθούν οι διαφορετικές μεταβατικές περίοδοι, αλλιώς ενδέχεται να αντιμετωπίσουμε ένα μωσαϊκό μεταβατικών περιόδων στην ΕΕ.
Τρίτον, σύμφωνα με τις προτάσεις της ΕΕ, όσες θυγατρικές είναι PIEs, όπως π.χ. τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, θα υποχρεωθούν να αντικαταστήσουν τους ελεγκτές τους. Στην πορεία του χρόνου οι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι ενδέχεται να ελέγχονται ταυτόχρονα από πολλές διαφορετικές εταιρείες.
Τέταρτον, οι ελεγκτικές εταιρείες θα πρέπει να αναλάβουν το κόστος διατήρησης πολύ μεγάλου αριθμού και άρτια εκπαιδευμένων στελεχών για να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στην εναλλαγή, γεγονός το οποίο τελικά θα αυξήσει το κόστος του ελέγχου.
Είναι συνεπώς προς το συμφέρον των επενδυτών οι προτάσεις που τελικά θα υιοθετηθούν να είναι λογικές, καλά ισορροπημένες και σύμφωνες με τη διεθνή πρακτική. Μεταρρυθμίσεις προς τη λάθος κατεύθυνση θα μπορούσαν να βλάψουν ανεπανόρθωτα τις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές και οικονομίες με σημαντικό κόστος για την ποιότητα του ελεγκτικού έργου.
Ο κ. Βασίλης Καμινάρης είναι Partner EY, επικεφαλής του Ελεγκτικού Τμήματος Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



