Το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ είναι καθορισμένο, η αρχή του όχι. Στις 30 Απριλίου 1975 η Σαϊγκόν, πρωτεύουσα του Νότιου Βιετνάμ, έπεφτε στα χέρια των δυνάμεων των Βιετκόνγκ και οι τελευταίοι αμερικανοί πολίτες και αξιωματούχοι απομακρύνονταν από ελικόπτερα που προσγειώνονταν ως και σε ταράτσες πολυκατοικιών. Η εναρκτήρια ημερομηνία δεν διαθέτει παρόμοια ακρίβεια. Μπορεί να την τοποθετήσει κανείς την περίοδο 1961-1962, όταν η κυβέρνηση του Τζον Κένεντι πολλαπλασίασε από 900 σε 11.300 άντρες τη στρατιωτική παρουσία που στάθμευε στην περιοχή με την ιδιότητα του «συμβούλου» από την εποχή ακόμη που η Γαλλία πάσχιζε να συγκρατήσει τα υπολείμματα της αποικιακής της αυτοκρατορίας στην Ινδοκίνα – προτού τη χάσει οριστικά στη μάχη του Ντιέν Μπιέν Φου το 1954. Μπορεί κανείς να την ανάγει στο 1965, όταν ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον πρόσθεσε εν μία νυκτί 160.000 μάχιμους, έπειτα από το ναυτικό επεισόδιο στον Κόλπο του Τονκίνου, με τη ρητή πλέον εντολή να συνδράμουν έμπρακτα το στρατιωτικό καθεστώς του Νότου έναντι της κομμουνιστικής απειλής που αποτελούσε ο Βορράς. Μπορεί κανείς να πάει πολύ πιο πίσω επίσης, στις απαρχές του ίδιου του Ψυχρού Πολέμου, όταν η αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ενωσης, μεταξύ «Ελεύθερου Κόσμου» και «Σιδηρού Παραπετάσματος», δημοκρατίας και κομμουνισμού, θα μεταφραζόταν σε πολιτικές αψιμαχίες, όπως ο αποκλεισμός του Βερολίνου (1948-1949), ή συγκρούσεις δι’ αντιπροσώπου, όπως ο Πόλεμος της Κορέας (1950-1953).
Το παρελθόν
Το Βιετνάμ ήταν στην ουσία ένας νεοαποικιακός πόλεμος. Συνέπεια του διαχωρισμού του κόσμου σε ζώνες επιρροής των υπερδυνάμεων, αλλά και συνέχεια των «savage wars of peace», κατά τη φράση του βάρδου της Βρετανικής Αυτοκρατορίας Ράντγιαρντ Κίπλινγκ που ο ιστορικός Αλιστερ Χορν δανείστηκε για να περιγράψει τη βαρβαρότητα του Πολέμου της Αλγερίας (1954-1962), οι ψυχροπολεμικές επιχειρήσεις Αμερικανών και Σοβιετικών διεξάγονταν συχνά στα ίδια εδάφη που οι αποικιοκρατικές δυνάμεις είχαν καταστήσει πεδία μαχών προπολεμικά: Ινδοκίνα, Ανγκόλα, Μοζαμβίκη, Αφγανιστάν. Η διαφορά ήταν στην ιδεολογική επένδυση – η ιμπεριαλιστική εξάπλωση στο όνομα της «εκπολιτιστικής αποστολής» των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών είχε αντικατασταθεί από τη φρασεολογία της απελευθέρωσης από τον καπιταλισμό ή τον κομμουνισμό. Στις ΗΠΑ η λογική της «ανάσχεσης» του κομμουνισμού είχε επικρατήσει ως εξωτερική πολιτική από το 1946 με πρώτη της εφαρμογή την επόμενη χρονιά το «Δόγμα Τρούμαν» στα συμφραζόμενα του Ελληνικού Εμφυλίου. Θα συμπληρωνόταν από τη «θεωρία του ντόμινο», τον φόβο της σταδιακής προσχώρησης της Ασίας στο «ανατολικό μπλοκ» έπειτα από την επικράτηση του Μάο στην Κίνα το 1949, κίνδυνο τον οποίο επέσειε ο πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ προκειμένου να τεκμηριώσει το 1954 το διαρκές ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την ευρύτερη του Βιετνάμ περιοχή. Στη σοβιετική πλευρά το «τηλεγράφημα Νόβικοφ» στα τέλη του 1946 χαρακτήριζε την Αμερική ως μια χώρα στο έλεος μονοπωλιακών καπιταλιστών που προσδοκούσαν την παγκόσμια επικράτηση μέσω ενός νέου πολέμου. Με χρήματα και στρατιωτικό υλικό, σε ζούγκλες και ερήμους, στην Αφρική και τη Νότια Αμερική, οι δύο υπερδυνάμεις τον διεξήγαγαν τελικά όχι ευθέως, αλλά μέσω συμμάχων και υποτελών.
Η σύγκρουση
Οι ΗΠΑ έχασαν έναν ασύμμετρο πόλεμο σε στρατιωτικό επίπεδο γιατί ένας τακτικός στρατός συχνά αδυνατεί να καταστείλει έναν ανταρτοπόλεμο όπου η κατάτμηση των αντιπάλων του σε ευέλικτα μικρά αποσπάσματα εξισορροπεί την υπεροχή του σε εξοπλισμό – τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Οι παροχές σε ανθρώπινο δυναμικό από την Κίνα (περίπου 320.000 στρατιώτες συνολικά την περίοδο 1965-1969) και σε στρατιωτικό υλικό από τη Σοβιετική Ενωση υπήρξαν ιδανικό συμπλήρωμα για το ηθικό, την αποφασιστικότητα και την εκμετάλλευση των γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων της χώρας από πλευράς Βιετκόνγκ – όπως ακριβώς θα συνέβαινε μια δεκαετία αργότερα στο Αφγανιστάν με τους πόλους των υπερδυνάμεων αντεστραμμένους και τους μουτζαχεντίν στον ρόλο των ατάκτων. Κυρίως όμως οι ΗΠΑ ηττήθηκαν γιατί ο πόλεμος σε καιρό ειρήνης, ευμάρειας και κοινωνικών μεταβολών δεν ήταν διόλου δημοφιλής στη νέα γενιά που κλήθηκε να σηκώσει το βάρος του. Αν και οι βιετναμέζικες απώλειες ήταν τεράστιες (ανακριβείς ακόμη και σήμερα, οι στατιστικές δίνουν 450.000-1.100.000 νεκρούς για το Βόρειο Βιετνάμ και 450.000-750.000 για το Νότιο), στον ορισμό αυτό της ασύμμετρης σύγκρουσης μέτρησαν βαρύτερα εκείνες των Αμερικανών: οι 58.000 νεκροί ήταν ένα τίμημα που η αμερικανική κοινωνία υπήρξε εξαιρετικά απρόθυμη να πληρώσει.
Ανατρέχοντας κανείς στο ψηφιακό αρχείο εκδόσεων όπως ο «New Yorker» μπορεί να ανασυστήσει το εκρηκτικό μείγμα μιας δηλητηριασμένης πολιτικής και κοινωνικής ατμόσφαιρας. Η ραγδαία απώλεια δημοτικότητας του Δημοκρατικού προέδρου Τζόνσον που τον ανάγκασε, αν και είχε εκλεγεί με ποσοστό 61,1% το 1964, να αποχωρήσει από την εκστρατεία για την επανεκλογή του το 1968, ο αντίκτυπος της σφαγής αμάχων Βιετναμέζων στο Μι Λάι το 1969, η απόπειρα «βιετναμοποίησης» του πολέμου από τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο Νίξον το 1970 με τη σταδιακή απόσυρση αμερικανικών δυνάμεων, η ένταση των βομβαρδισμών που κατά τον αρχηγό του επιτελείου της αμερικανικής αεροπορίας Κέρτις Λε Μέι θα έστελναν το Βιετνάμ «ξανά στη Λίθινη Εποχή», οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις, η βίαιη καταστολή τους, η άρνηση πλήθους νέων σε ηλικία στράτευσης να υπηρετήσουν, οι βομβιστικές επιθέσεις της ακροαριστερής ομάδας των Weathermen κατά ομοσπονδιακών κτιρίων συνθέτουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς τις φυλετικές συγκρούσεις στα αστικά γκέτο από το Γουάτς του Λος Αντζελες ως την ίδια την Ουάσιγκτον, τον ηθικό κατήφορο του Γουότεργκεϊτ και την ταπεινωτική παραίτηση του Νίξον, αντιλαμβάνεται το συνολικό μέγεθος της εσωτερικής κρίσης. Η ανύψωση του Πενταγώνου από χίπις, σαμανιστές και άλλους πρωταγωνιστές της αντικουλτούρας στις 21 Οκτωβρίου 1967 που ο Νόρμαν Μέιλερ περιγράφει στις «Στρατιές της νύχτας» (εκδ. Καστανιώτη) μοιάζει σήμερα ως το πιο ακίνδυνο επεισόδιο μιας ατμόσφαιρας ακήρυκτου εμφύλιου.
Το τραύμα
Το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ ήταν η αρχή της μεταθανάτιας ζωής του. Το «Born in the USA» του Μπρους Σπρίνγκστιν είναι μια καλή αφετηρία για την αποτίμηση της γεύσης που άφησε στους σύγχρονούς του: ο αφηγητής μπλέκει σε κάποια βρωμοδουλειά, βλέπει τον στρατό ως διέξοδο διαφυγής, τον στέλνουν να σκοτώσει «κιτρινιάρηδες», χάνει τον κολλητό του στο Κε Σαν, γυρίζει στην Αμερική της ανεργίας, ψάχνει άδικα δουλειά στα διυλιστήρια. Ο 35χρονος το 1984 Σπρίνγκστιν, στα 26 του, όταν εκκενωνόταν η Σαϊγκόν, γράφει από τη σκοπιά του μέσου στρατιώτη, νέου γύρω στα 19, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, εργατικής καταγωγής, επαρχιωτικής προέλευσης, χωρίς εχέγγυα για το μέλλον. Μια εμπειρία που με διάφορες παραλλαγές θα εξιστορούσαν δεκάδες ταινίες, από τον «Ελαφοκυνηγό» του Μάικλ Τσιμίνο (1978) ως το «Γεννημένος την 4η Ιουλίου» (1989) του Ολιβερ Στόουν, εκατοντάδες βιβλία και χιλιάδες βετεράνοι. Η κληρονομιά του Βιετνάμ υπήρξε πανταχού παρούσα και διαρκώς διαμφισβητούμενη: ο πόλεμος ήταν «βρώμικος», όσοι συμμετείχαν σε αυτόν «κορόιδα», όσοι επέστρεψαν «απροσάρμοστοι», το μνημείο των πεσόντων του που θεμελιώθηκε το 1982 στην Ουάσιγκτον ένας «ακαλαίσθητος τοίχος» – και αντίστροφα, οι αντιπολεμικοί διαδηλωτές «μαστούρηδες», οι αρνητές στράτευσης «αντιαμερικανοί» και ούτω καθεξής. Για να συμφιλιωθεί η κοινή γνώμη με το τραύμα της ήττας, να ξεπεραστούν τα χάσματα και οι λεπτομέρειες να λειανθούν στον αμερικανικό ορίζοντα της μνήμης, θα χρειαζόταν τελικά ένα άλλο τραύμα, αυτό της 11ης Σεπτεμβρίου, και άλλοι πόλεμοι, αυτοί του Αφγανιστάν και του Ιράκ. Σήμερα, σαράντα χρόνια από το τέλος του, το Βιετνάμ έχει υποχωρήσει στις αναμνήσεις μιας γενιάς που γερνά, στις σελίδες των υποσημειώσεων ενός αιώνα που μένει πίσω μας.
* Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Απριλίου 2015



