Ο Υπουργός Παιδείας στις 19 Μαρτίου άνοιξε την πύλη του Υπουργείου σε νεαρούς διαδηλωτές – υποψήφιους καταληψίες και τους προσκάλεσε σε συζήτηση. Σύμφωνα με τα ΝΕΑ 20 Μαρτίου στη συνομιλία που είχε μαζί τους είπε: ‘’ μας αρέσουν οι κινητοποιήσεις σε βαθμό που απαιτούν πράγματα που μπορούν να γίνουν’’.
Εάν βέβαια το παραπάνω δεν αποτελεί απόσπασμα από ευρύτερη δήλωση που θα έδινε άλλο νόημα στα λεχθέντα από τον Υπουργό, θα έλεγε κανείς ότι όχι μόνο ο λαϊκισμός περισσεύει αλλά ότι λέγονται και πράγματα άστοχα ή και επικίνδυνα για την Παιδεία. Διαφαίνεται δηλαδή ότι το κριτήριο του κ. Υπουργού είναι το τι μπορεί να γίνει στην Παιδεία και όχι το τι πρέπει να γίνει.
Δεν υπάρχει δηλαδή διάκριση μεταξύ της εμπειρικής έναντι της αξιολογικής πρότασης. Συνήθως επιλέγουμε το εφικτό στην Παιδεία, όπως και σε άλλες μορφές του δημόσιου βίου, μεταξύ των αξιολογικά επιθυμητών λύσεων. Αν η πρόταση δεν είναι αξιολογικά επιθυμητή, δεν τίθεται θέμα πρακτικής εφαρμογής όσο και αν αυτή είναι εφικτή. Θα ήτο ατυχές αν κάποιοι απαιτήσουν το γκρέμισμα κάποιου σχολικού κτηρίου και ο Υπουργός θα εξέταζε το εφικτό της ικανοποίησης του αιτήματος και όχι το πρέπον.
Στην κατάσταση βέβαια της συνεχιζόμενης σύγχυσης στο χώρο της Παιδείας μετά και την κατάργηση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου όλα είναι αναμενόμενα. Η έλλειψη άποψης για το τι μέλλει γενέσθαι στην Παιδεία την οποία πρέπει κατ΄ εξοχήν να έχει αυτός που καλείται να γίνει Υπουργός είναι εμφανής στην τελευταία κυβέρνηση με τις καθημερινές δηλώσεις και παλινωδίες.
Αυτό βέβαια συμβαίνει όχι μόνο στο Υπουργείο Παιδείας αλλά και σε άλλα Υπουργεία στα οποία προΐστανται πανεπιστημιακοί δάσκαλοι. Οι επιτυχημένοι κατά γενική ομολογία πανεπιστημιακοί που ηγούνται αυτών των Υπουργείων πέφτουν στο ατόπημα να νομίζουν ότι αυτά που επιβάλλεται να καλλιεργούν στις πανεπιστημιακές αίθουσες δηλαδή την πολυφωνία, τις διαφορετικές απόψεις, την ανάδειξη των μειοψηφικών θέσεων, τις διαφορετικές θεωρίες κ.ά. έχουν το δικαίωμα να τα αναδεικνύουν και όταν αναλάβουν θέσεις ευθύνης και ιδιαίτερα τις υψηλότερες όπως είναι οι Υπουργικές.
Σε αυτό το σφάλμα δυστυχώς έχουν περιπέσει και οι πλείστοι των πανεπιστημιακών δασκάλων και νυν Υπουργών της κυβέρνησης. Δεν μπορούν να αντιληφθούν τη διαφορά μεταξύ της πανεπιστημιακής διδασκαλίας και της διακυβέρνησης της χώρας. Η συμπεριφορά που τους έκανε επιτυχημένους ως πανεπιστημιακούς δασκάλους γίνεται στη θέση που κατέχουν το μείζον μειονέκτημα.
Η Παιδεία έχει χαρακτηριστεί ως το πεδίο μάχης αντιμαχόμενων ιδεολογιών. Ο σκοπός και οι στόχοι ενός εκπαιδευτικού συστήματος, το περιεχόμενό του, ο τρόπος οργάνωσής του, αλλά και η αξιολόγησή του, αποτελούν πεδίο σύγκρουσης ομάδων με διαφορετικές ιδεολογίες. Στη χώρα μας μεγάλες ομάδες άσκησης πίεσης για τη διαμόρφωση εκπαιδευτικής πολιτικής αποτελούν οι ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών, τα πολιτικά κόμματα, το πάλαι ποτέ Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων, η εκκλησία κ.ά.
Όλοι αυτοί κάνουν κατά καιρούς εισηγήσεις για τη διαμόρφωση ενός εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο θεωρούν ως το περισσότερο κατάλληλο για τη χώρα και για τα τέκνα τους. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι δεν μπορούν όλες αυτές οι ομάδες να ικανοποιηθούν, διότι πολλές φορές οι προτάσεις κάποιων από αυτές είναι αντίθετες από τις προτάσεις κάποιων άλλων. Η ομάδα π.χ. που θέλει την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών από τα σχολεία ή την προαιρετική παρακολούθησή του έρχεται σε αντίθεση με εκείνη η οποία θεωρεί την Χριστιανική θρησκεία ως ένα από τα βασικά μαθήματα της διαμόρφωσης του νεαρού πολίτη. Η άποψη του εκάστοτε Υπουργού Παιδείας καθορίζει και τη βαρύτητα αποδοχής και συζήτησης των προτάσεων των παραπάνω ομάδων. Τελικά βέβαια η κυβέρνηση που αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία της κοινωνικής βούλησης είναι αυτή που έχει το θεσμικό δικαίωμα να καθορίζει την εκπαιδευτική πολιτική.
Κάποιος βέβαια θα μπορούσε εδώ να παρατηρήσει ότι και οι νεαροί διαδηλωτές – καταληψίες αποτελούν μια ομάδα πίεσης για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και ο κ. Υπουργός είχε τη θεσμική υποχρέωση να τους ακούσει. Ο κ. Υπουργός όμως ασφαλώς γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον από τη θητεία του στο Πολυτεχνείο το πλέον πολύπαθο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας την ιδεολογία αυτών των μειοψηφικών ομάδων και πόσο θετικές και εποικοδομητικές είναι οι προτάσεις τους.
Οι ομάδες αυτές κατά πάγια τακτική προβάλλοντας αιτήματα αντιμεταρρυθμίσεων και κατά βίαιο τρόπο, όπως αυτά που ζήτησαν από τον κ. Υπουργό, έχουν ως στόχο την απορρύθμιση και την ανακοπή της εξέλιξης της Παιδείας και τελικά την κατάρρευσή της για λόγους που πηγάζουν από την ιδεολογία τους. Ουδέποτε δηλαδή τα τελευταία χρόνια έκαναν θετικές προτάσεις αλλά ούτε είδαν και θετικά την οποιαδήποτε αλλαγή στην Παιδεία. Αντίθετα πολέμησαν τις αλλαγές, κάτι βέβαια που έκανε και ο κ. πρωθυπουργός στη νεαρή του ηλικία.
Μετά από τα παραπάνω είναι φανερό πως η πράξη του κ. Υπουργού να δεχτεί και να συνομιλήσει με τους επίδοξους καταληψίες ήταν άνευ ουσίας ως συμβολή στη βελτίωση της Παιδείας ενώ συγχρόνως ανέδειξε αδυναμίες προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτον την έλλειψη άποψης του κ. Υπουργού όσον αφορά τον χειρισμό των εκπαιδευτικών θεμάτων και δεύτερον τη σημειολογικά ιδεολογική συγγένεια του κ. Υπουργού με όλες αυτές τις ομάδες, των οποίων η τακτική είναι η αποδόμηση των όποιων θετικών αλλαγών έχουν θεσμοθετηθεί στην Παιδεία τα τελευταία χρόνια.
* Ο Κώστας Μουντάκης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου



