Ακόμη και η απλή αναφορά στα «ακριβά κρασιά» ίσως αρχικά να μας ξενίζει, αλλά η αλήθεια είναι πως σε όλον τον κόσμο αλλά και στην Ελλάδα των χιλίων προβλημάτων η συγκεκριμένη κατηγορία ζει και βασιλεύει, όσο ανεπίκαιρο ή παράλογο κι αν ακούγεται αυτό. Την ώρα που τα λεγόμενα «φτηνά κρασιά» κάνουν θραύση και τα μεσαίας ή λίγο πιο ακριβής κατηγορίας χάνουν καθημερινά το μερίδιο της αγοράς που τους αντιστοιχούσε, τα «ελιτίστικα», σπάνια, ακριβά κρασιά δείχνουν πως τελικά έχουν σταθερό κοινό.

Το θέλει η περίσταση

Για να γίνω πιο σαφής, η κατηγοριοποίηση στα δικά μου κριτήρια έχει ως εξής: υπάρχουν τα κρασιά που προμηθεύονται οι καταναλωτές για το τραπέζι της εβδομάδας και συνήθως δεν ξεπερνούν τα €10 στο ράφι της κάβας, τα κρασιά για το τραπέζι της Κυριακής που ανεβάζουν τον πήχη της ποιότητας αλλά και της τιμής στο πεδίο των €15-20 και τέλος τα σπάνια, ακριβά κρασιά που προορίζονται για ειδικές περιστάσεις και στοιχίζουν κάποιες εκατοντάδες ευρώ η φιάλη. Βέβαια, τα ακριβά γούστα δεν σημαίνει πως εκδηλώνονται σε καθημερινή βάση ακόμα και αν ο τραπεζικός λογαριασμός από πίσω τους είναι ανθεκτικός. Ή τουλάχιστον όσοι το κάνουν φοβάμαι πως χάνουν την έννοια της ιδιαιτερότητας και της απόλαυσης.

Η εγγύηση των Γάλλων

Ποια είναι και από πού μας έρχονται αυτά τα δυσεύρετα ελιξίρια; Οσο δογματικός κι αν ακούγομαι, το σκοτεινό και καλά φυλασσόμενο τμήμα του κελαριού είναι ξεκάθαρα γαλλική υπόθεση. Ιταλοί και Ισπανοί έχουν κάνει αξιόλογες προσπάθειες αλλά αποτελούν απλές και μεμονωμένες αναφορές στο κελάρι του συλλέκτη. Η μερίδα του λέοντος ανήκει δικαιωματικά στα αμπελοτόπια της Βουργουνδίας και του Μπορντό κατά κύριο λόγο. Λογικό, αν σκεφθεί κανείς την τρομερή συνέπεια και προσήλωση που έχουν δείξει σε βάθος χρόνου για μια δουλειά που τους αποδίδει καρπούς εδώ και αιώνες.

Το σίγουρο Μπορντό

Η περιοχή του Μπορντό ήταν ανέκαθεν η χαρά του συλλέκτη: αξιόπιστοι οίκοι (chateaux), καταταγμένοι ποιοτικά από το μακρινό 1855 και πάνω-κάτω ίδια ποικιλιακή σύνθεση. Ο δυνητικός αγοραστής πρέπει να συνυπολογίσει την αξιοπιστία του οίκου και την αξιολόγηση της χρονιάς και έτσι δεν θα πετάξει ποτέ τα χρήματά του στα σκουπίδια. Αξίζει να σημειωθεί πως ακόμη και στην περίπτωση μέτριας χρονιάς το κρασί μπορεί να μην παλαιώσει όπως θα επιθυμούσαμε αλλά θα καταναλωθεί μια χαρά στη νιότη του. Παρενθετικά, η περιοχή γειτνιάζει με τη Βρετανία που παραδοσιακά αναλάμβανε το εμπορικό και καταναλωτικό κομμάτι.

Βάσανα στη Βουργουνδία

Στη Βουργουνδία οι κανόνες δυσκολεύουν αρκετά: στη θέση του οδηγού είναι η γη (και όχι η αξιοπιστία του οίκου) και η αξιολόγηση έχει γίνει στον αμπελώνα. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως ένας – όχι και τόσο αγαπημένος παραγωγός – μπορεί να μας χαρίσει σπουδαία κρασιά αποκλειστικά και μόνο λόγω του ιδιαίτερου μικροκλίματος του αμπελιού που έχει στην κατοχή του. Οπως καταλαβαίνουμε, ο αγοραστής στην περίπτωση της Βουργουνδίας έχει πολύ δυσκολότερο έργο γιατί πρέπει να γνωρίζει τα καιρικά φαινόμενα, το τοπογραφικό και την εδαφική σύσταση των αμπελώνων της περιοχής, τα κληρονομικά αλλά και τις οινολογικές επιδόσεις της κάθε οικογένειας προτού πλησιάσει την πιστωτική του κάρτα.

Ακριβές απορίες

Το ερώτημα που γεννάται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αν μπορούν τα κρασιά αυτού του πεδίου τιμής να αντεπεξέλθουν στις προσδοκίες μας και τι διαφορετικό έχουν από τα αντίστοιχα με τον ίδιο ποικιλιακό χαρακτήρα και την αισθητά χαμηλότερη τιμή. Αν υποθέσουμε πως όντως γευστικά είναι κατά πολύ ποιοτικότερα από τα ανταγωνιστικά κρασιά, τι τα κάνει τόσο διαφορετικά; Και τελικά αυτοί οι λίγοι που τα χαίρονται είναι σε θέση να τα εκτιμήσουν;

Υψηλή απόλαυση

Καταθέτοντας την προσωπική μου εμπειρία, ομολογώ πως όσες φορές έχω δοκιμάσει τα λεγόμενα Grand Cru δεν το έχω μετανιώσει. Ειδικά τις πρώτες φορές τα προσέγγιζα με πολύ καχύποπτη διάθεση, αν και στο τέλος η γευστική εμπειρία με άφηνε με το στόμα ανοιχτό. Κατά κανόνα ένα τέτοιο κρασί έχει συγκεκριμένη καταγωγή. Προέρχεται από συγκεκριμένο κομμάτι γης του οποίου η εδαφική σύσταση και ο προσανατολισμός προσδίδουν γευστική πολυπλοκότητα και μοναδικότητα που ακόμη και τα γειτονικά κτήματα δεν θα καταφέρουν ποτέ. Πάντα υπάρχει και μια οικογένεια που συμπορεύεται με το κτήμα και συνήθως είναι ιδιαίτερα ταπεινή ως προς την κατανομή της αίγλης του οινοποιείου. Η Κορίν Μεντζελόπουλος, ιδιοκτήτρια του Chateau Margaux, είχε πει κάποτε το μνημειώδες: «Δεν μας ανήκει το Chateau Margaux, εμείς του ανήκουμε». Στη Βουργουνδία πάλι όσες φορές κι αν ρώτησα τους παραγωγούς για τις τεχνικές τους η απάντηση ήταν εξίσου αποστομωτική: «Κάνουμε τα απολύτως απαραίτητα».

Οι νόμοι της αγοράς

Στο οικονομικό σκέλος, το κρασί φεύγει από το οινοποιείο σε τιμή αισθητά υψηλότερη από των αντίστοιχων γειτονικών κτημάτων. Η τιμολόγηση γίνεται με γνώμονα τα ποιοτικά γευστικά χαρακτηριστικά, την ιστορία, τη φήμη και την εντοπιότητα του κτήματος. Αυτό είναι και το σημείο που η σκυτάλη πάει στους εμπόρους, οι οποίοι με τη σειρά τους λαμβάνουν υπ’ όψιν τη σπανιότητα του κρασιού, τη ζήτηση, τους κανόνες της αγοράς με λίγα λόγια και καθορίζουν την τελική τιμή. Σημαντικό ρόλο στη διαδικασία που περιγράφω παίζουν και οι οινοκριτικοί – όπως ο Ρόμπερτ Πάρκερ – που με μια θετική τους αξιολόγηση μπορούν να προσθέσουν αρκετές δεκάδες ευρώ στην τελική τιμή.

Τα δώρα των ευζωιστών

Κάπου εδώ έρχεται και η στιγμή των καταναλωτών, που για να είμαστε ειλικρινείς μόνο κατά τύχη δεν αγοράζουν. Ισα ίσα που περιμένουν ειδικά τις καλές χρονιές με ανυπομονησία. Τη στιγμή που τα κρασιά φθάνουν στο κατώφλι τους, έχουν την έκφραση των παιδιών μπροστά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Θα ήθελα όμως να επισημάνω πως η ευθύνη για τη σχέση ποιότητας-τιμής του εν λόγω κρασιού βαραίνει αποκλειστικά και μόνο τον άνθρωπο που θα τραβήξει τον φελλό. Είμαι σίγουρος πως προτού το επιλέξει συμβουλεύθηκε τον τραπεζικό του λογαριασμό. Οσον αφορά τους οίκους στων οποίων τα κρασιά αναφέρομαι δεν θα τους έβαζα στη διαδικασία αμφισβήτησης ταυτότητας. Δεν κέρδισαν την αίγλη και την καταξίωση μέσα σε ένα βράδυ, αντιθέτως άντεξαν την πίεση της διάκρισης και της κορυφής στο πέρασμα των χρόνων.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 8 Mαρτίου 2015.