Η ένταση κυριαρχεί στις σχέσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης με εταίρους και δανειστές με αποτέλεσμα να επικρατούν η καχυποψία και τα συνεχή μπρος πίσω.

Κάθε νέα συμφωνία αμφισβητείται την επομένη και δικαίως δημιουργείται η αίσθηση ότι άπαντες δίνουν ένα αγώνα επιβολής και επικράτησης, με όρους καθαρά επικοινωνιακούς, που ερεθίζουν τους πολίτες και δυσκολεύουν ολοένα και περισσότερο το έργο των πολιτικών.
Ιδιαιτέρως με τους Γερμανούς τα πράγματα δείχνουν να έχουν ξεφύγει.
Στο Βερολίνο μιλάνε για τους Έλληνες με απολύτως απαξιωτικό τρόπο, οι εφημερίδες τους μας στέλνουν στον ψυχίατρο και γενικώς κινούνται ωσάν να δέχονται πολεμική επίθεση.
Και στην Αθήνα αντιστοίχως πολλοί νιώθουν ότι οι Γερμανοί έχουν ξεφύγει, ότι ο Σόιμπλε είναι ένας στυγνός εκβιαστής, που δεν φθάνει που μας επιτίθεται συνεχώς, συνωμοτεί ταυτόχρονα με πρόθυμους Έλληνες γερμανόφιλους για να ανατρέψει τη νεοεκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση.
Σε αυτό το κλίμα διαρκούς έντασης και αντιπαράθεσης, η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, που επιτεύχθηκε με τόσους κόπους και εκατέρωθεν υποχωρήσεις, παραμένει σχεδόν ανενεργή ,δεν έχει ακόμη δώσει αποτελέσματα, παρά μόνον αμφισβητήσεις.
Οι εταίροι ζητούν συγκεκριμένα μέτρα για να την επιβεβαιώσουν και αντιστοίχως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παραμένει αρνητική σε πιστωτικές διευκολύνσεις, διατηρώντας το ρόλο του βασανιστή της νέας κυβέρνησης.
Τα τελευταία μέτρα τα αντιμετώπισαν απαξιωτικά και όταν σε αυτά προστέθηκαν άλλα τόσα οι αρμόδιοι υπουργοί Οικονομικών δήλωσαν αναρμόδιοι και τα παρέπεμψαν στα τεχνικά κλιμάκια εμπειρογνωμόνων, στην «Ομάδα Βρυξελλών» όπως ονομάστηκε από τον Μοσχοβισί, η οποία όμως απαίτησαν να στείλει αντιπροσώπους και στην Αθήνα.
Επαφές επί επαφών, διαβουλεύσεις και συγκρούσεις έλαβαν χώραν ολόκληρη την περασμένη Τρίτη, προκειμένου να διευκρινισθεί αν θα έλθουν και πως θα έλθουν στην Αθήνα οι εμπειρογνώμονες και αν τελικά η «Ομάδα Βρυξελλών» είναι το κατάλληλο σχήμα διαπραγμάτευσης.
Τώρα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διεκδικεί φυσική παρουσία στην Αθήνα για να διαπιστώσει τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και το χρηματοδοτικό κενό πριν αποφασίσει οτιδήποτε για την Ελλάδα.
Με αποτέλεσμα να πυροδοτεί την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια, κλονίζοντας τους πάντες και τα πάντα, αποσταθεροποιώντας την οικονομία και τις επιχειρήσεις, όσες τέλος πάντων επιβίωσαν στα πέντε χρόνια της μεγάλης ύφεσης.
Η ελληνική πλευρά αποδέχεται ένα σχήμα διαπραγμάτευσης για το μέλλον και οι Γερμανοί επιμένουν εμμονικά σε σχήμα διαπραγμάτευσης για το παρελθόν.
Οι δικοί μας θέλουν μια καινούργια αρχή και οι εταίροι θέλουν να ξαναπιάσουν το νήμα από εκεί που το άφησε ο Αντώνης Σαμαράς, ώστε να εγκλωβίσουν τον κ.Τσίπρα σε υποχωρήσεις διαρκείας, ικανές να τον εξουθενώσουν και εντέλει να τον απομειώσουν πολιτικά.
Αυτή είναι διελκυστίνδα της παρούσης περιόδου και σε αυτό το κλίμα καχυποψίας ξεκινούν την Τετάρτη στις Βρυξέλλες οι νέες διαπραγματεύσεις για την εφαρμογή της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση έχει κάνει μεγάλη στροφή και είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει κι άλλο, να συζητήσει μέτρα ικανά να διασφαλίσουν τη σταθερότητα των δημοσίων οικονομικών και επιπρόσθετα που θα επιτρέψουν την ενίσχυση της ανάκαμψης. Και ιδιωτικοποιήσεις είναι διατεθειμένη να δεχθεί και ξεχωριστά φορολογικά μέτρα να λάβει που οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν τολμούσαν καν να συζητήσουν.
Χωρίς ωστόσο υπέρβαση του κλίματος καχυποψίας δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση μέχρι τις 20 Απριλίου και ούτε μπορούν να τεθούν βάσεις για μια ουσιαστική διαπραγμάτευση και οριστική λύση τον Ιούνιο.
Κατά μια εκδοχή, η μεγάλη διαπραγμάτευση του Ιουνίου είναι αυτή που περιπλέκει την κατάσταση. Οι εταίροι μας θέλουν στα γόνατα μέχρι τον Ιούνιο, δεσμευμένους και ανίκανους για οτιδήποτε, παρά μόνο εξαρτημένους και επαίτες ενός νέου δανείου 30-40 δισ. ευρώ, που θα μας δεσμεύσει οριστικά και αμετάκλητα.
Αν αυτό είναι το θέμα κι αν επιλογή των ευρωπαίων είναι μια φθηνή Ελλάδα, τότε αξίζουν τώρα χίλιες συγκρούσεις με τον Σόιμπλε και την παρέα του. Γιατί απλούστατα μετά δεν θα υπάρχει ούτε χώρος, ούτε χρόνος.