«Αισθάνομαι πως τα αποθέματα ενέργειάς μου με εγκαταλείπουν» λέει γελώντας η Τζούλιαν Μουρ στη σουίτα του «Soho Hotel» στο Λονδίνο, όπου δίνει συνεντεύξεις από το πρωί για την προώθηση της ταινίας «Still Alice».
Είναι η πρώτη φορά που η 54 ετών Μουρ, μία από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της, αγαπητή από συναδέλφους, κοινό και κριτικούς και τέσσερις φορές υποψήφια για Οσκαρ στο παρελθόν, πρόσθεσε το χρυσό αγαλματάκι στη συλλογή με τις εκατοντάδες διακρίσεις και τα βραβεία που έχει κερδίσει στην ως τώρα καριέρα της. Στην τελετή απονομής των βραβείων Οσκαρ, συγκινημένη, ευχαρίστησε την Ακαδημία λέγοντας πως σύμφωνα με ένα άρθρο που διάβασε οι νικητές μπορούν να ζήσουν ως και πέντε χρόνια παραπάνω, κάτι που, αν είναι αλήθεια, τη χαροποιεί ιδιαίτερα, μια και ο σύζυγός της είναι νεότερος από εκείνη (είναι παντρεμένη με τον κατά εννέα χρόνια μικρότερό της σκηνοθέτη Μπαρτ Φρόιντλιχ, με τον οποίο έχουν έναν γιο και μία κόρη). Συνέχισε λέγοντας ότι δεν υπάρχει η έννοια της «καλύτερης ηθοποιού», εκφράζοντας την εκτίμησή της προς τις συναδέλφους με τις οποίες διαγωνιζόταν, αλλά ήταν εμφανές πως αυτό το βραβείο ήταν κάτι που ήθελε πολύ και που αναμφισβήτητα της άξιζε. Η αφοπλιστική ερμηνεία της στο «Still Alice», που εκτός από Οσκαρ της χάρισε βραβείο BAFTA και Χρυσή Σφαίρα Α’ γυναικείου ρόλου, θεωρείται από πολλούς η καλύτερη της καριέρας της.
Η Τζουλιάν Μουρ φιλά τον κατά εννέα χρόνια νεότερο σύζυγό της, Μπαρτ Φρόιντλιχ, χωρίς να αποχωριστεί το χρυσό αγαλματίδιο. «Ξέρω πια τι αγαπώ περισσότερο στη ζωή μου: την οικογένειά μου και τη δουλειά μου» εξηγεί στο BHMAgazino.

Από το 1988 και το πρώτο της βραβείο ΕΜΜΥ για τη συμμετοχή της στη σαπουνόπερα «As the World Turns» ως σήμερα έχουν μεσολαβήσει συνεργασίες με καταξιωμένους σκηνοθέτες και τολμηροί ρόλοι που η Μουρ υποδύθηκε χωρίς φόβο αλλά με περίσσεια πάθους και ταλέντου. Τα «Στιγμιότυπα» του Ρόμπερτ Αλτμαν, το «Boogie Nights» του Πολ Τόμας Αντερσον, «Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι» των αδελφών Κοέν, «Το τέλος μιας σχέσης» του Νιλ Τζόρνταν, «Ο Παράδεισος είναι μακριά» του Τοντ Χέινς, «Οι ώρες» του Στίβεν Ντάλντρι, «Τα παιδιά είναι εντάξει» της Λίζα Τσολοντένκο και πρόσφατα το «Χάρτες για τα αστέρια» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ είναι μερικές μόνο από τις ταινίες που οφείλουν μεγάλο κομμάτι της επιτυχίας τους στην ερμηνεία της.

Το «Still Alice», σκηνοθετημένο από τους Ρίτσαρντ Γκλέιτζερ και Γουός Γουεστμόρλαντ, είναι βασισμένο στο ομότιτλο best seller μυθιστόρημα που έγραψε το 2007 η αμερικανίδα νευροεπιστήμονας και συγγραφέας Λίζα Τζένοβα. Αφηγείται την ιστορία της Αλις, μιας δυναμικής καθηγήτριας Γλωσσολογίας και ευτυχισμένης συζύγου και μητέρας που στα 50 της χρόνια προσβάλλεται αναπάντεχα από τη νόσο του Αλτσχάιμερ και παρουσιάζει τις συνέπειες που αυτό έχει στη ζωή, στην προσωπικότητα και στην οικογένειά της. Τον σύζυγο της Αλις υποδύεται ο Αλεκ Μπάλντουιν, που η ίδια η Μουρ πρότεινε για τον ρόλο, ενώ τη μικρότερη κόρη τους παίζει η Κρίστεν Στιούαρτ (αρχικά γνωστή από τη σειρά ταινιών «Λυκόφως»).
–Περάσατε τέσσερις μήνες κάνοντας εκτενή έρευνα για τον ρόλο σας. Πώς τα όσα ανακαλύψατε επηρέασαν το σενάριο και την ερμηνεία σας αλλά και ό,τι ήδη γνωρίζατε για το Αλτσχάιμερ;

«Μέχρι να κάνω την ταινία δεν είχα κάποια προσωπική σχέση με την ασθένεια, με την έννοια ότι δεν γνώριζα κάποιον που να την έχει. Αισθανόμουν μεγάλη ευθύνη και ήθελα να είμαι όσο πιο ακριβής και αληθινή γινόταν. Δεν ήθελα να υπάρχει τίποτα στην ταινία που να είναι μυθοπλασία αλλά όλα να προέρχονται από πραγματικά γεγονότα, γι’ αυτό και ήταν αναγκαίο να κάνω ενδελεχή έρευνα.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να καταλάβω πραγματικά την ασθένεια χωρίς τη βοήθεια των ανθρώπων στον Σύλλογο Αλτσχάιμερ που μοιράστηκαν μαζί μου τις εμπειρίες τους με ειλικρίνεια και τόλμη. Πήγα στο Νοσοκομείο Mount Sinai στη Νέα Υόρκη και μίλησα με την υπεύθυνη της έρευνας για το Αλτσχάιμερ, ενώ ένας νευροψυχίατρος με υπέβαλε σε λεπτομερή γνωστικά τεστ. Ομολογώ πως μέχρι να λάβω τα αποτελέσματα ανησυχούσα αρκετά. Επισκέφθηκα ομάδες υποστήριξης ασθενών και τους ρώτησα με ποιον τρόπο ήθελαν να τους «εκπροσωπήσω». Τέλος, πήγα σε μια κλινική με ασθενείς σε προχωρημένο στάδιο και μίλησα με μέλη των οικογενειών τους. Πολλά από αυτά που μου είπαν κατέληξαν στην ταινία. Τα Σαββατοκύριακα μιλούσαμε πάντα με τον Ρίτσαρντ και τον Γουός και δουλεύαμε το σενάριο μαζί εντάσσοντας τα νέα, ενδιαφέροντα πράγματα που είχαν προκύψει.
Δυστυχώς γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για την ασθένεια. Ο περισσότερος κόσμος δεν καταλαβαίνει πως το Αλτσχάιμερ είναι νόσος και όχι μια φυσική εξέλιξη των γηρατειών. Μιλώντας με τόσους ασθενείς συνειδητοποίησα πόσο αναγκαίο είναι να γίνουν βήματα που θα τους βοηθήσουν στην καθημερινότητά τους και δεν θα τους κάνουν να νιώθουν περιθωριοποιημένοι».
–Το γεγονός ότι η ταινία πραγματεύεται κάτι για το οποίο γνωρίζατε πολύ λίγα πράγματα και το οποίο θέλατε να υπηρετήσετε με απόλυτη ακρίβεια ήταν κάτι που σας τρόμαξε αρχικά;
«Ηταν μια πολύ έντονη συναισθηματικά εμπειρία για μένα, αλλά όσο δυνατό κι αν είναι το συναίσθημα πιστεύω πως δεν μπορεί ποτέ να σε βλάψει. Το αντίθετο: σε κάνει να αισθάνεσαι ακόμη πιο ζωντανός. Γι’ αυτό αγαπώ τόσο την ηθοποιία. Με φέρνει κοντά με άλλους ανθρώπους και με συνδέει μαζί τους».
–Η ταινία αυτή ήταν μια πρόκληση όχι μόνο για εσάς αλλά και για τους σκηνοθέτες καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν τις πρακτικές δυσκολίες που έθετε η ασθένεια του Ρίτσαρντ Γκλέιτζερ. (Το 2011 διαγνώστηκε με πλευρική αμυοτροφική σκλήρυνση – ALS ή νόσο Λου Γκέρινγκ, την ασθένεια από την οποία υποφέρει ο Στίβεν Χόκινγκ – και πλέον μιλάει μόνο μέσω μιας εφαρμογής σε tablet.) Πώς αυτό επηρέασε τα γυρίσματα;
«Οι δυο τους είναι ζευγάρι και στη ζωή. Αυτά που πραγματεύεται η ταινία – τι εκτιμάμε περισσότερο στη ζωή, πώς συνδεόμαστε με τους ανθρώπους που αγαπάμε – είναι πράγματα που εκείνοι είχαν να αντιμετωπίσουν και σε προσωπικό επίπεδο. Οταν ο Ρίτσαρντ έμαθε πως ήταν άρρωστος, ο Γουός τον ρώτησε πώς ήθελε να περάσουν τον χρόνο που τους απέμενε και εκείνος απάντησε: «Κάνοντας ταινίες». Υπήρχε το αίσθημα του επείγοντος στο να γίνει αυτή η ταινία, μια και δεν ήξεραν πώς η ασθένεια θα επηρέαζε τις ικανότητές του. Την πρώτη φορά που τον γνώρισα μπορούσε ακόμη να μιλήσει και ήταν πολύ ενεργός. Οταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα, βρισκόταν σε αναπηρικό καροτσάκι και επικοινωνούσε μόνο μέσω του iPad του. Παρ’ όλες τις πρακτικές δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει, ήταν κάθε μέρα εκεί δίνοντάς μας κουράγιο και έμπνευση να συνεχίσουμε».
–Ολοι κατά καιρούς έχουμε σκεφθεί πως συχνά χρειάζεται ένα δυσάρεστο γεγονός για να μας «ταρακουνήσει» και να μας κάνει να επανεκτιμήσουμε τη ζωή μας. Αυτό στην ταινία είναι ακόμη πιο έντονο, γιατί παρακολουθούμε το ταξίδι της Αλις μέσα από τα δικά της μάτια, κάτι που μας επιτρέπει να νιώσουμε πώς βιώνει εκείνη τα όσα της συμβαίνουν.
«Ναι, είναι αλήθεια και είναι αυτό που με έκανε να θέλω να κάνω την ταινία. Η Αλις επιλέγει να αντιμετωπίσει την ασθένειά της και ό,τι αυτή φέρνει, βήμα-βήμα, μέρα με τη μέρα. Είναι ένα μεγάλο μάθημα ζωής. Πάντα προσπαθούμε να προβλέψουμε τα πάντα και σχεδιάζουμε το μέλλον φτιάχνοντας λίστες με όσα θέλουμε να κάνουμε. Αλλά αυτός ο τρόπος σκέψης δεν μας βοηθά. Το να κοιτάζουμε, μπροστά σε ό,τι πρόκειται να έρθει, ή πίσω, σε ό,τι έχει ήδη συμβεί, δεν μας αφήνει να ζήσουμε το τώρα. Το έχουν πει τόσοι πριν από μένα. Ο Σαίξπηρ μιλάει γι’ αυτό στον «Μάκβεθ»: «Ολα τα χθες μας φώτισαν τρελούς στον δρόμο προς τη σκόνη του θανάτου». Το σήμερα, το τώρα είναι το μόνο που στην πραγματικότητα έχουμε».

–Εχετε παίξει σε ανεξάρτητες ταινίες αλλά και σε κάποια blockbusters, όπως το «Ο χαμένος κόσμος: Τζουράσικ Παρκ» και το «The Hunger Games: Επανάσταση». Με τι κριτήρια επιλέγετε τους ρόλους που υποδύεστε;

«Μου αρέσει να υπάρχει ποικιλία στις ταινίες που κάνω. Αν έχω ένα ταλέντο για κάτι, αυτό είναι η ανάγνωση σεναρίων. Πιστεύω ότι έχω πολύ καλό ένστικτο για να καταλάβω αμέσως αν ο ρόλος και η ταινία είναι κάτι που αξίζει να πω το ναι. Θυμάμαι ότι όταν διάβασα το σενάριο για το «Boogie Nights» του Πολ Τόμας Αντερσον και για τα «Στιγμιότυπα» του Ρόμπερτ Αλτμαν, αμέσως ένιωσα πως ήταν ξεχωριστά. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο είδος γραφής, γι’ αυτό και δέχθηκα αμέσως να συμμετάσχω».
–Κάποιες συνάδελφοί σας πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν αρκετοί καλοί γυναικείοι ρόλοι στο Χόλιγουντ. Ποια είναι η δική σας άποψη;
«Πιστεύω πως γενικά δεν υπάρχουν πολλοί καλοί ρόλοι, είτε είσαι άνδρας είτε γυναίκα ηθοποιός. Σκοπός της βιομηχανίας του Χόλιγουντ δεν είναι να δημιουργεί ενδιαφέροντες ρόλους για εμάς αλλά να παράγει ταινίες που θα πουληθούν σε όλον τον κόσμο. Πολύ συχνά αυτού του είδους οι ταινίες δεν βασίζονται στη γλώσσα και στο κείμενο αλλά στη δράση. Εμείς οι ηθοποιοί πρέπει να έχουμε πάντα τα μάτια μας ανοιχτά για ευκαιρίες. Νιώθω πολύ τυχερή για τους ρόλους που μου έχουν προσφέρει».
–Μέσω των ρόλων που υποδύεστε η δουλειά σας απαιτεί να μπαίνετε στη θέση άλλων, συχνά πολύ διαφορετικών από εσάς ανθρώπων. Αυτό αισθάνεστε πως σας βοηθά να καταλαβαίνετε καλύτερα τους άλλους;
«Είναι ο λόγος για τον οποίο αγαπώ τόσο την ηθοποιία. Αυτό που κάνει ένας ηθοποιός, το να προσπαθεί να καταλάβει τους χαρακτήρες που υποδύεται και να δει τα πράγματα από τη δική τους οπτική, είναι αυτό που πρέπει όλοι να κάνουμε στη ζωή μας. Οσα μας χωρίζουν δεν μας βοηθούν. Πρέπει να προσπαθούμε να έρθουμε κοντά στη διαφορετικότητα του άλλου».
–Πρόσφατα στην εκπομπή «Late Show» του Ντέιβιντ Λέτερμαν μιλήσατε για την, όπως την ονομάσατε, «κανονική Τζούλι», το κομμάτι του εαυτού σας που ζει μια απλή ζωή όπως όλοι οι άλλοι. Σίγουρα υπάρχουν στιγμές στη ζωή και στην καριέρα σας που διαφέρουν πολύ από την καθημερινότητα των περισσότερων ανθρώπων. Εχετε αισθανθεί ποτέ ότι λόγω της δημοσιότητας χάνετε αυτή την πλευρά του εαυτού σας με το πέρασμα του χρόνου;

«Η «κανονική Τζούλι» είναι ένας κανονικός άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι. Δεν φοβάμαι το πέρασμα του χρόνου ή τα γηρατειά. Το αντίθετο: μου αρέσει που μεγαλώνω, γιατί όσο μεγαλώνεις και οι εμπειρίες σου αυξάνονται τόσο ανακαλύπτεις ποιος πραγματικά είσαι, τι σου αρέσει και γιατί κάνεις αυτό που κάνεις. Ξέρω πια τι αγαπώ περισσότερο στη ζωή μου: την οικογένειά μου και τη δουλειά μου. Το πέρασμα του χρόνου με έκανε να καταλάβω καλύτερα τι αρέσει στην «κανονική Τζούλι»».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 01 Μαρτίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ