Η επισήμανση του Γκίκα Χαρδούβελη την προηγούμενη Κυριακή, από τις σελίδες του «Βήματος», ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) «κρατάει τα κλειδιά» των εξελίξεων στην Ελλάδα ήταν μία από τις πιο ειλικρινείς δηλώσεις των τελευταίων μηνών από στέλεχος της κυβέρνησης. Τα λόγια του υπουργού Οικονομικών δεν ειπώθηκαν «στον αέρα».
Ηδη στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων ο ρόλος που θα διαδραματίσει την επομένη των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου ο Μάριο Ντράγκι χαρακτηρίζεται καθοριστικός. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ είναι ο άνθρωπος που ίσως βρεθεί αντιμέτωπος με τις πιο κρίσιμες αποφάσεις σε ό,τι αφορά την Ελλάδα τους προσεχείς μήνες.
Τα ομόλογα και η «επόμενη ημέρα»
Οι λόγοι είναι απλοί. Εστιάζονται στην πολιτική αβεβαιότητα που τροφοδοτεί σειρά σεναρίων για το «ελληνικό πρόβλημα». Πολλοί εξ αυτών, όχι όλοι όμως, σχετίζονται με ορισμένες προεκλογικές διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με την «επόμενη ημέρα». Αυτές αφορούν κυρίως την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων που έχει η Αθήνα έναντι των επίσημων πιστωτών της τους επόμενους μήνες, συγκεκριμένα τον Μάρτιο και ιδιαίτερα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Τότε λήγουν ομόλογα που πρέπει να αποπληρωθούν προς το ευρωσύστημα, δηλαδή την ΕΚΤ και άλλες εθνικές κεντρικές τράπεζες, και πλησιάζουν τα 7 δισ. ευρώ.
Ακόμη και αν η Ελλάδα μπορέσει να ξεπεράσει τον «κάβο» του Μαρτίου μέσω της λύσης των εντόκων γραμματίων, το εμπόδιο του Ιουλίου και του Αυγούστου αναδύεται πολύ υψηλό. Είναι για τον λόγο αυτόν, μεταξύ άλλων, που η ΕΚΤ επέμενε για εξάμηνη παράταση του τρέχοντος Μνημονίου. Αυτή η διασφάλιση δεν υπάρχει –τουλάχιστον προς το παρόν. Και όπως έλεγε γερμανική πηγή πριν από μερικές ημέρες, «το πραγματικό ορόσημο για την Ελλάδα είναι ο Ιούνιος. Η μη πληρωμή της ΕΚΤ δεν αποτελεί λύση, ούτε καν επιλογή. Συνιστά αυτοκτονία».
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί, de facto, επαφές με τη Φρανκφούρτη. Ο δίαυλος είναι συγκεκριμένος και δοκιμασμένος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η επαφή είναι διαρκής. «Γνωρίζουν πού να μας βρουν και το αντίθετο» τονίζουν ενημερωμένοι κύκλοι. «Υπάρχουν όμως ακόμη βαθιές διαφορές απόψεων σε μια σειρά ζητημάτων» προσθέτουν.
Το πρόβλημα φυσικά δεν εντοπίζεται μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ. Στην έδρα της ΕΚΤ εμφανίζονται έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάθε είδους εξέλιξη, είτε αυτή αφορά καθυστέρηση συγκρότησης κυβέρνησης είτε δεύτερη προσφυγή στις κάλπες, καθώς και να συζητήσουν με οποιονδήποτε «σοβαρό διαπραγματευτικό εταίρο». Ακόμη και η υπομονή όμως έχει τα όριά της.
Αν η ΕΚΤ, κάποια στιγμή μετά τις εκλογές, συνειδητοποιήσει ότι το πρόγραμμα προσαρμογής έχει εκτροχιαστεί, δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να αποδέχεται ως ενέχυρο τα έντοκα γραμμάτια των ελληνικών τραπεζών με αντάλλαγμα την παροχή ρευστότητας. Αυτή η διευκόλυνση σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να δίνουν έντοκα γραμμάτια ως 3,5 δισ. ευρώ στην ΕΚΤ με αντάλλαγμα την παροχή ρευστότητας. Σήμερα, το Δημόσιο έχει εκδώσει έντοκα γραμμάτια συνολικού ύψους περίπου 15 δισ. ευρώ.
Σε περίπτωση όμως που αυτά τα έντοκα γραμμάτια καταστούν «μη επιλέξιμα», οι τράπεζες θα χρειαστεί να καταφύγουν στον Μηχανισμό Εκτακτης Ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance – ELA). Ο ελιγμός αυτός, υπό τις σημερινές συνθήκες, δεν θα είναι εύκολος. Και τούτο διότι η πρόσβαση στον ELA απαιτεί έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, για την ακρίβεια τη μη διατύπωση αντιρρήσεων από τουλάχιστον το 1/3 των μελών του. Αν όμως μια νέα κυβέρνηση δώσει την εντύπωση ότι όλες ή και μερικές από τις συμφωνίες που περιλαμβάνονται στο τρέχον Μνημόνιο ακυρώνονται ή ανατρέπονται, «θα έχουμε μεγάλο πρόβλημα».
Κρίσιμοι Ιούλιος και Αύγουστος
Το άλλο σημείο που επισημαίνεται αφορά το ορόσημο των ομολόγων που πρέπει να αποπληρωθούν προς την ΕΚΤ στα τέλη Ιουλίου και στα τέλη Αυγούστου. Το ενδεχόμενο μιας μονομερούς απόφασης αυτά να μην πληρωθούν ή να ζητηθεί από την ευρωτράπεζα η ανανέωσή τους, άποψη που συζητούν κύκλοι εντός του ΣΥΡΙΖΑ, αποκλείεται κατηγορηματικά.

«Δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα»
είναι η απάντηση ανθρώπων που γνωρίζουν. Ο λόγος είναι ότι μια τέτοια κίνηση θα συνιστούσε νομισματική χρηματοδότηση και ο κίνδυνος να συρθεί η ΕΚΤ πάλι στα δικαστήρια –όπως συνέβη και με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (Outright Monetary Transaction – OMT) –πολύ υψηλός.
Μια μονομερής απόφαση μη πληρωμής αυτών των ομολόγων θα συνιστούσε πιστωτικό γεγονός και ουσιαστικά πτώχευση, γεγονός που θα είχε καταστροφικές συνέπειες. Δεν είναι μόνο ότι θα προκαλούσε αντιδράσεις και από άλλους κατόχους ελληνικών ομολόγων. Είναι ότι θα μπορούσε να σημάνει την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. «Ορισμένοι πολιτικοί στην Ελλάδα τείνουν να ξεχνούν ότι η ευρωζώνη μπορεί να χειριστεί σήμερα πολύ καλύτερα μια τέτοια εξέλιξη» είναι η σχετική προειδοποίηση…

Ερωτηματικά
Η ποσοτική χαλάρωση και η Αθήνα

Στα μέσα Ιανουαρίου το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) αναμένεται να εκδώσει την απόφασή του για το κατά πόσον το πρόγραμμα ΟΜΤ που είχε ανακοινώσει ο Μάριο Ντράγκι το 2012 (στο πλαίσιο της στρατηγικής απόφασης να κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να διασώσει το ευρώ) είναι συμβατό με τις κοινοτικές Συνθήκες. Υπενθυμίζεται ότι το ΔΕΚ επελήφθη της υπόθεσης μετά την παραπομπή της σε αυτό από το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης.
Η απόφαση του ΔΕΚ είναι κρίσιμη διότι εκτιμάται πως θα αποτελέσει οδηγό προκειμένου ο πρόεδρος της ΕΚΤ να προχωρήσει στην επόμενη μεγάλη κίνησή του: την ανακοίνωση ενός προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης» για την αγορά κρατικών ομολόγων. Στις 22 Ιανουαρίου συνεδριάζει η ΕΚΤ επί του θέματος, αν και παραμένει άγνωστο αν η σχετική απόφαση θα ληφθεί τότε ή κάποια στιγμή αργότερα εντός του πρώτου τριμήνου του 2015.
Θα μπορούσε η Ελλάδα να επωφεληθεί από την εμφάνιση του «πραγματικού μπαζούκα» της ΕΚΤ; Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι εύκολη. Αν ληφθεί μια απόφαση γρήγορα, ως τα τέλη Φεβρουαρίου, τότε δύσκολα θα εξαιρεθεί η Ελλάδα. Αν η απόφαση καθυστερήσει (π.χ. λάβει χώρα τον Μάρτιο), τα δεδομένα μπορεί να μεταβληθούν, ιδιαίτερα αν η χώρα δεν βρίσκεται σε πρόγραμμα προληπτικής πιστωτικής γραμμής (ECCL).
Η εξαίρεση της Ελλάδας από ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ –που αναμφίβολα θα μείωνε σημαντικά τα spreads των ελληνικών ομολόγων –θα είχε και άλλες συνέπειες, καθώς η Ελλάδα ίσως να μην ήταν η μοναδική χώρα της ευρωζώνης που θα εξαιρούνταν. Την ίδια στιγμή όμως ο Μάριο Ντράγκι έχει να αντιμετωπίσει τις επιφυλάξεις του Γενς Βάιντμαν.
Ο επικεφαλής της Bundesbank εκτιμά ότι από τη στιγμή που ο ισολογισμός της ΕΚΤ θα αυξηθεί σχεδόν κατά 1 τρισ. ευρώ με ένα πρόγραμμα QE πρέπει να είναι «καθαρός». Ισως λοιπόν χρειάζεται το ρίσκο της αγοράς κρατικών ομολόγων να το αναλαμβάνει η αντίστοιχη εθνική κεντρική τράπεζα και όχι η Φρανκφούρτη –όπως συμβαίνει και στο πρόγραμμα αγοράς καλυμμένων ομολόγων. Αυτό σημαίνει ότι το βάρος για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα θα πρέπει να το σηκώσουν η Τράπεζα της Ελλάδος και, κατ’ επέκταση, ο έλληνας φορολογούμενος…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ