Πρόκειται για αντιγραφή από τον πρώτο στίχο στον απολογισμό (ΚΔ’) του σεφερικού Μυθιστορήματος, όπου ακέραιος ο στίχος αποφαίνεται: «Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης». Δεν πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για σύζευξη αλλά μάλλον για διάζευξη ανάμεσα στην ανεξάντλητη θάλασσα και στην εξαντλημένη αγάπη.
Για την πιθανή αυτή εξήγηση (αν δεν πρόκειται για παρεξήγηση) ευθύνεται η «Δευτέρα Οδύσσεια» του Κ. Π. Καβάφη, με την οποία παιδεύομαι τον τελευταίο καιρό. Στην προκειμένη περίπτωση πρωτεύει το ίδιο το κείμενο του ομώνυμου καβαφικού ποιήματος, το οποίο εφεξής αντιγράφω, παραλείποντας μόνον την προγραμματική του αρχή, που την παρέθεσα και τη σχολίασα την περασμένη Κυριακή:
«Ητο μικρόν το πατρικό του δώμα, / ήτο μικρόν το πατρικό του άστυ, / και όλη του η Ιθάκη ήτο μικρά. // Του Τηλεμάχου η στοργή, η πίστις / της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας, / οι παλαιοί του φίλοι, του λαού / του αφοσιωμένου η αγάπη, / η ευτυχής ανάπαυσις του οίκου / εισήλθον ως ακτίνες της χαράς / εις την καρδίαν του θαλασσοπόρου. / Και ως ακτίνες έδυσαν. //
Η δίψα / εξύπνησεν εντός του της θαλάσσης. / Εμίσει τον αέρα της ξηράς. / Τον ύπνο του ετάραττον την νύκτα / της Εσπερίας τα φαντάσματα. / Η νοσταλγία τον κατέλαβε / των ταξιδίων και των πρωινών / αφίξεων εις τους λιμένας όπου, / με τι χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις. / Του Τηλεμάχου την στοργήν, την πίστιν / της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας, / τους παλαιούς του φίλους, του λαού / του αφοσιωμένου την αγάπην, / και την ειρήνην και ανάπαυσιν / του οίκου εβαρύνθη. / Κι έφυγεν. //
Οτε δε της Ιθάκης αι ακταί / ελιποθύμουν βαθμηδόν εμπρός του / κι έπλεε προς δυσμάς πλησίστιος, / προς Ιβηρας, προς Ηρακλείους στήλας −/ μακράν παντός Αχαϊκού πελάγους −/ ησθάνθη ότι έζη πάλιν, ότι / απέβαλλε τα επαχθή δεσμά / γνωστών πραγμάτων και οικιακών. / Και η τυχοδιώκτις του καρδιά / ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης».
Ακολουθεί στοιχειώδες υπόμνημα για να φανεί η ιδιοφυΐα του προδρομικού αυτού ποιήματος, συνταγμένου σε τρίτο πρόσωπο, σαν ψυχρό μαθηματικό θεώρημα. Αρθρώνεται σε τρίστιχο πρόλογο και σε τρεις ανισόστιχες στροφές.
Η πρώτη, με έντεκα στίχους, εξονομάζει το νησί του νόστου, τα επώνυμά του πρόσωπα και τον λαό του, καταλήγοντας απροσδόκητα στην ομολογία της εξάντλησης. Η μεσαία και εκτενέστερη, με δεκατέσσερις στίχους, φαντάζεται (και νοσταλγεί) τον ανοιχτό θαλασσινό ορίζοντα, επαναφέροντας όλα τα σήματα πλήξης και κορεσμού από την προηγούμενη καθήλωση στην Ιθάκη, για να καταλήξει στην απόφαση της οριστικής φυγής. Η τρίτη και τελική, με δέκα στίχους, σηματοδοτεί την ευφροσύνη που προσφέρει η θάλασσα στην έξοδό της προς τις Ηράκλειες στήλες, με αντίτιμο την κένωση της καρδιάς από κάθε μορφή αγάπης.
Πουθενά στις δύο προκαταβολικές παραπομπές του ποιήματος (στην «Κόλαση» του Δάντη η μία, στον «Οδυσσέα» του Τέννυσον η άλλη) δεν υποδηλώνονται αντίστοιχες αντιδράσεις του ήρωα. Στον Δάντη ο Οδυσσέας έχει ήδη εγκαταλείψει την πρόθεση επιστροφής του στο νησί του νόστου: φεύγοντας από το νησί της Κίρκης, με ελάχιστους και εξαντλημένους πια συντρόφους, πλησιάζει θαλασσοπορώντας στις Ηράκλειες στήλες, αλλά την κρίσιμη στιγμή καταποντίζεται. Στον Τέννυσον η δεύτερη αποδημία του Οδυσσέα πραγματοποιείται με φρόνιμους (διπλωματικούς θα έλεγα) όρους: κληροδοτεί τη βασιλική εξουσία ο πατέρας στον γιο και αποχωρεί οδεύοντας τελικώς στις νήσους των Μακάρων.
Στην ομηρική ωστόσο Οδύσσεια υπάρχουν κάποια γόνιμα σπέρματα της θαλασσινής φύσης και μοίρας του Οδυσσέα. Εντοπίζονται στην πλαστή, αυτοβιογραφική, διήγησή του προς τον Εύμαιο. Παραθέτω (ξ 222-226): «Δεν αγαπούσα εγώ τη γη και τα χωράφια, τα οφέλη του σπιτιού, / δεν με τραβούσαν, όπου προκόβουν τα καλά παιδιά. / Με συγκινούσαν πάντα τα καράβια, το κουπί κι ο πόλεμος / […] Εμένα η αγάπη μου σ’ αυτά προσηλωμένη, θαρρείς / κι ένας θεός τα είχε βάλει στην καρδιά μου. Γιατί / ο καθένας / βρίσκει απόλαυση σ’ άλλα κι αλλού».
Τους πρόσεξε άραγε ο Καβάφης αυτούς τους σημαδιακούς στίχους και μας τους κρύβει; Αν όχι, τότε η ιδιοφυΐα της «Δεύτερης Οδύσσειας» προσαυξάνεται. Σ’ αυτήν εξάλλου ανήκουν και άλλες σπάνιες αρετές αυτού του ποιήματος όπως: το μετέωρο τέλος του, η γενναία απόφαση της μοναξιάς, το θάρρος της κυριολεξίας. Θέματα που θέλουν τον καιρό τους για να τα πεις σωστά. Μόνο που ο καιρός «όσο πάει και λιγοστεύει», καταπώς έγραψε ο Σεφέρης, που μαθητεύοντας στον Αισχύλο ρωτούσε και ξαναρωτούσε (αγνοώντας ακόμη τον Καβάφη): «Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος θα την εξαντλήσει;».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



