Εγινε, στα 47 της, η πρώτη γυναίκα διευθύντρια του «Monde», αλλά το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Η Ναταλί Νουγκερέντ αναγκάστηκε να παραιτηθεί, μετά από «ανταρσία» των συντακτών. Οι δημοσιογράφοι δεν ανέχθηκαν άλλο ούτε το ύφος –λένε ότι ο αυταρχισμός της θυμίζει Πούτιν –ούτε την οικονομική αναδιάρθρωση που σχεδίαζε για την ιστορική γαλλική εφημερίδα.

Την περασμένη εβδομάδα, επτά στελέχη παραιτήθηκαν μετά από διαφωνίες για τη νέα ηλεκτρονική εφαρμογή για ταμπλέτες, αλλά κυρίως για τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στο προσωπικό και τις φημολογούμενες απολύσεις.
Η ενοποίηση της έντυπης και της ψηφιακής έκδοσης προκάλεσε πανικό: δίνουν και παίρνουν οι φήμες για μεγάλη μείωση προσωπικού και όλοι παραπονιούνται ότι θα έχουν διπλή δουλειά με τα ίδια λεφτά.

Η Νουγκερέντ ήταν βετεράνος στο ρεπορτάζ αλλά πρωτάρα στα παιχνίδια εξουσίας που απαιτούσε μια τόσο υψηλή θέση. Απ’ ό,τι φάνηκε δεν μπόρεσε να κρατήσει τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στους μετόχους και στο προσωπικό και τελικά έχασε την εμπιστοσύνη και των δύο.

Υπέβαλε παραίτηση μόλις έναν χρόνο αφότου κέρδισε τη θέση του διευθυντή με ρεκόρ υποστήριξης 80% στην ψηφοφορία των συντακτών. Ο δημοφιλής προκάτοχός της Ερίκ Ιζραελεβίτς είχε μόλις πεθάνει ξαφνικά από καρδιακή προσβολή μέσα στο γραφείο του.

Η αποχώρησή της είναι το τελευταίο κεφάλαιο σε μια σειρά από κρίσεις στην πιο σεβαστή εφημερίδα της Κεντροαριστεράς στη Γαλλία.
Τα τελευταία χρόνια, η «Le Monde» βούλιαξε στα χρέη, όπως πάμπολλα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε όλον τον κόσμο που δίνουν αγώνα επιβίωσης εν μέσω της οικονομικής κρίσης και του ανταγωνισμού από τις δωρεάν ιστοσελίδες του Διαδικτύου.

Ετσι, το 2010 ο «Monde» αναγκάστηκε να πουλήσει την πλειοψηφία των μετοχών στους γάλλους πολυεκατομμυριούχους Πιερ Μπερζέ, Ξαβιέ Νιέλ και Ματιέ Πιγκάς, μια τριανδρία γνωστή από τα αρχικά των επωνύμων ως BNP. Απέλυσαν τον τότε διευθυντή Ερίκ Φοτορινό, τον αντικατέστησαν με τον Ιζραελεβίτς και μετά με τη Νουγκερέντ, που θεωρήθηκε πολλά υποσχόμενη και έτοιμη να οδηγήσει τον «Monde» στην εποχή των νέων ψηφιακών μέσων.

Η εφημερίδα είναι ιστορική. Κυκλοφόρησε, με δύο σελίδες, μέσα στη ναζιστική κατοχή και έχει καταφέρει από το 1944 να εδραιώσει τη φήμη και το κύρος του πιο αξιόπιστου εντύπου στη Γαλλία, μαζί με τη συντηρητική «Le Figaro».

Η πρώτη μεγάλη κίνηση της Νουγκερέντ ήταν η έκδοση του καθημερινού οικονομικού ενθέτου Eco&Entreprise. Αλλά η μεγάλη πρόκληση είναι το Internet. Η ιστοσελίδα της «Le Monde» (www.lemonde.fr) συνδυάζει το ελεύθερο περιεχόμενο με το συνδρομητικό, το οποίο παρέχει επιπλέον άρθρα, αναλύσεις, αρχειακό υλικό, βίντεο και έρευνες προς 15 ευρώ τον μήνα.

Με περισσότερους από 2 εκατομμύρια επισκέπτες τον μήνα, είναι η μεγαλύτερη ιστοσελίδα ενημέρωσης στη Γαλλία. Σήμερα διαθέτει 43.000 μοναδικούς ψηφιακούς συνδρομητές και 67.000 αναγνώστες συνδρομητές, οι οποίοι πληρώνουν για διπλή πρόσβαση στην έντυπη και στην ψηφιακή έκδοση.

Η ημερήσια κυκλοφορία της εφημερίδας ανέρχεται σε 314.000 φύλλα –1,9 εκατομμύρια άνθρωποι τη διαβάζουν κάθε μέρα. Αλλά ο μεγαλύτερος στόχος για τα επόμενα χρόνια είναι να τριπλασιαστούν ή και να τετραπλασιαστούν οι συνδρομητές της ψηφιακής έκδοσης.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, σχεδόν ταυτόχρονα με τη Νουγκερέντ απολύθηκε και η πρώτη γυναίκα διευθύντρια των «New York Times».
Η 60χρονη Τζιλ Εϊμπραμσον έγραψε τη δική της ιστορία στην αμερικανική δημοσιογραφία το 2011, όταν έγινε η πρώτη κυρία που ανέλαβε τα ηνία σε μια κορυφαία εφημερίδα, που θεωρείται όμως πολύ «ανδροκρατούμενη» για τα δεδομένα της σύγχρονης εποχής. Ελάχιστες γυναίκες έχουν αναλάβει επιτελικές θέσεις στους «Times» της Νέας Υόρκης.
Αμερικανικά ΜΜΕ και κάποιες σπόντες της ίδιας της Εϊμπραμσον αφήνουν να εννοηθεί ότι την ενοχλούσε σφόδρα ο σεξισμός στην εφημερίδα. Φαίνεται μάλιστα ότι είχε διαμαρτυρηθεί πολλές φορές για το γεγονός ότι ο μισθός της ήταν πολύ μικρότερος από του προκατόχου της Μπιλ Κέλερ.
Η θητεία της θεωρείται, πάντως, επιτυχημένη. Στα τρία χρόνια που διηύθυνε την εφημερίδα οι «New York Times» επέστρεψαν στην κερδοφορία, κέρδισαν 800.000 νέους διαδικτυακούς συνδρομητές και οκτώ βραβεία Πούλιτζερ.
Τη διαδέχεται ο Ντιν Μπάκετ, μέχρι πρότινος «νούμερο δύο» της εφημερίδας και ο πρώτος αφροαμερικανός διευθυντής της.

HeliosPlus