«Βρισκόμαστε σε ένα κτίριο που συμβολίζει, κατά κάποιον τρόπο, την πορεία της ελληνικής οικονομίας» είπε μεσοβδόμαδα στο «Βήμα» ο οικονομολόγος και μέλος της κίνησης των «58» κ. Αρίστος Δοξιάδης, αναφερόμενος στο «The Cube» (Ο κύβος), όπου στεγάζονται κυρίως μικρές επιχειρήσεις τεχνολογίας, στο κέντρο της Αθήνας. Το «JEREMIE Openfund», ένα Κεφάλαιο Επιχειρηματικών Συμμετοχών στο οποίο συμμετέχει ο ίδιος και το οποίο επενδύει ακριβώς σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, συστεγάζεται εκεί, «σε έναν χώρο που την περίοδο της “φούσκας” ανήκε σε μια χρηματιστηριακή εταιρεία». Το βιβλίο του «Το αόρατο ρήγμα: Θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία» (Ικαρος, 2013) βρίσκεται εδώ και καιρό στις πρώτες θέσεις των ευπωλήτων –δικαίως, είναι ένα από τα πλέον χρήσιμα δοκίμια πολιτικής οικονομίας των τελευταίων ετών. Οχι για την οικονομία γενικώς αλλά για το ιδιόμορφο σύστημα της ημεδαπής ειδικώς. Ο κ. Δοξιάδης αναλύει πώς λειτουργεί η ελληνική οικονομία στην πράξη με τα διανοητικά εργαλεία της νεοθεσμικής σχολής και –το κυριότερο –καταθέτει προτάσεις για το πέρασμα «από τη στρεβλή ευμάρεια της μεταπολίτευσης σε μια παραγωγική και εξωστρεφή ανάπτυξη».
Φαίνεται, κύριε Δοξιάδη, ότι και η τριμερής των δανειστών δεν κατάλαβε πώς λειτουργεί η ελληνική οικονομία στην πράξη. Δεν βρέθηκε, πιθανώς, και κάποιος να τους το εξηγήσει…
«Δεν το κατάλαβαν οι δανειστές μας αλλά δεν το είχαν καταλάβει ούτε οι έλληνες τεχνοκράτες ούτε οι πολιτικοί μας. Ακόμη και ένας καλός έλληνας οικονομολόγος μπορεί να χάσει την μπάλα αναλύοντας την ελληνική περίπτωση που βρίσκεται ανάμεσα στον δυτικό καπιταλισμό και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Ισχύουν ορισμένα πράγματα εδώ που πρέπει να σκεφτούμε. Το ένα είναι το πολύ μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε το είδος των επιχειρήσεων που μπορούν να σταθούν εύκολα στον διεθνή ανταγωνισμό, να καινοτομούν συστηματικά και να αυξάνουν την παραγωγικότητά τους ώστε να δίνουν καλύτερους μισθούς, όπως συμβαίνει στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Το δεύτερο είναι ότι έχουμε πάρα πολλούς επιχειρηματίες, γεγονός που έχει δυνητικά και πλεονεκτήματα. Στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος των αμοιβών των εργαζομένων είναι εκτός των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, έχουμε πάρα πολλούς αυτοαπασχολουμένους, πολλούς που αμείβονται με μπλοκάκι, άτομα με περιστασιακή εργασία κτλ. Το μέσο κόστος εργασίας δεν θα μπορούσε να πέσει μόνο μέσω των συλλογικών συμβάσεων, πρέπει να συμβούν και άλλα πράγματα στην οικονομία. Αυτό άργησε να το καταλάβει η τρόικα. Βλέποντας ότι ο ΣΕΒ και η ΓΣΕΕ δεν τα έβρισκαν, άρχισε μετά το 2011 να πιέζει σκληρά προς αυτή την κατεύθυνση, με αποτέλεσμα η μείωση αυτή να γίνει και γρήγορα και απότομα».
Υστερα από τόσα χρόνια ύφεσης, θεσμικά μιλώντας, άλλαξαν πράγματα ουσιωδώς;
«Οταν μιλάμε για θεσμούς πρέπει να περιλαμβάνουμε σε αυτούς ακόμη και τις μικρές ρυθμίσεις σε μια παράγραφο μιας εγκυκλίου, επί παραδείγματι, που μπορούν να κάνουν όμως τη μεγάλη διαφορά. Σε αυτό το επίπεδο έχουν αλλάξει πράγματα. Στον ιδιωτικό τομέα είναι πλέον πιο εύκολο να ιδρύσεις επιχείρηση, είναι σχετικά πιο εύκολο να κάνεις εξαγωγές από γραφειοκρατική σκοπιά, ακόμη και να πληρώσεις ευκολότερα τους φόρους μπορείς, από διαδικαστική σκοπιά βεβαίως –γιατί κατά τα άλλα η φορολογία έχει “βαρύνει” πάρα πολύ. Οι διαδικασίες είναι σημαντικό θέμα γιατί επιβάρυναν πολύ τις μικρές επιχειρήσεις. Στον δημόσιο τομέα έχουν γίνει επίσης αρκετές προσπάθειες στην καταγραφή και την τυποποίηση της πληροφορίας. Στο επίπεδο αυτό τα αποτελέσματα δεν φαίνονται από τη μια μέρα στην άλλη αλλά έχει ήδη γίνει μια δουλειά βάσης που, αν δεν τη σαμποτάρουμε μόνοι μας όταν φύγει η τρόικα, είναι μια σημαντική κληρονομιά που θα βοηθήσει το κράτος να λειτουργήσει καλύτερα. Τους τελευταίους μήνες προχωρεί και η απελευθέρωση επαγγελμάτων και υπηρεσιών, παρά το γενικό κατενάτσιο αυτών που πλήττονται».
Αρκούν αυτά;
«Ολοι μιλούν –και σωστά –για τις μακροοικονομικές δυσκολίες, για το ότι δεν υπάρχει ρευστότητα στις τράπεζες, για την υψηλή φορολογία και για την αβεβαιότητα αναφορικά με το δημόσιο χρέος. Αυτά είναι πραγματικά προβλήματα και δεν τα υποβαθμίζω σε καμία περίπτωση. Πλην όμως σε όλες τις οικονομίες οι αλλαγές γίνονται εν τέλει στη βάση. Οπότε, ακόμη και αν η κατάσταση δεν καλυτερεύσει αισθητά στα πεδία που σας προανέφερα, το γεγονός ότι έχουν βελτιωθεί μερικές ρυθμίσεις της αγοράς δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να δουλέψουν αλλιώς. Θα μας πάρει σίγουρα περισσότερο χρόνο να δούμε απτά αποτελέσματα όσο δεν έχουμε χρήματα στις τράπεζες αλλά αυτά θα τα δούμε έτσι κι αλλιώς γιατί οι οικονομίες, όπως και η δική μας, προσαρμόζονται. Πρέπει, και το τονίζω αυτό, να παρακολουθούμε πώς αντιδρούν τα υποκείμενα μέσα στην οικονομία –όταν λέω υποκείμενα δεν εννοώ τους πολιτικούς προφανώς αλλά τους ανθρώπους στη βάση, τους επιχειρηματίες και τους εργαζομένους. Οταν αλλάζει το περιβάλλον αλλάζει και η συμπεριφορά. Αυτό είναι περίπου κανόνας στην οικονομία αλλά δεν φαίνεται να το έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη».
Δεδομένου ότι αναδύεται, όπως γράφετε, μια νέα οικονομία, ποια μορφή πρέπει να λάβει, πιστεύετε, το ελληνικό κράτος στη μετά τα μνημόνια εποχή;
«Νομίζω ότι, ως προς το κοινωνικό του σκέλος, πρέπει να προγραμματίσει παροχές πολύ ευρύτερες από ό,τι είχε αλλά με ίσους κανόνες για όλους. Οι ευνοϊκές εξαιρέσεις, όπου υπάρχουν, θα πρέπει να αφορούν τους πραγματικά αδύναμους. Είχαμε φτιάξει ένα ακριβό κοινωνικό κράτος ως προς τις δαπάνες, οι οποίες όμως δαπάνες κατευθύνονταν σε λάθος μέρη, στα πιο ισχυρά κοινωνικά στρώματα, σε ομάδες συμφερόντων της μεσαίας τάξης ενώ ένα μεγάλο μέρος τους χανόταν μέσα στη γραφειοκρατία και τη διαφθορά. Χρειαζόμαστε, επομένως, ένα κράτος με απλούς κανόνες στις γενικές του παροχές, βασικά πακέτα διαθέσιμα για όλους. Ενα τέτοιο κράτος δεν θα είναι κατ’ ανάγκην πιο ακριβό από αυτό που είχαμε ως τώρα. Αυτό που θα συμβεί είναι ότι κάποιες επαγγελματικές ομάδες θα χάσουν ορισμένα από τα προνόμιά τους και πολύς κόσμος που δεν είχε τίποτε θα αποκτήσει κάτι και αυτός».
Ποια πρέπει να είναι η σχέση του κράτους με την παραγωγή; Μπορούμε να στηριχτούμε μονάχα στον τριτογενή τομέα της οικονομίας;
«Θεωρώ ότι το κύριο πρόβλημά μας στην παραγωγή είναι η υπερβολική παρέμβαση του κράτους, η οποία έτσι κι αλλιώς ήταν χωρίς στρατηγικό στόχο. Επιπλέον, δεν μπορούμε να βασιστούμε μόνο σε αυτά που συνήθως αποκαλούμε “συγκριτικά πλεονεκτήματά” μας, δηλαδή τον τουρισμό –το μοναδικό πράγμα που πάει καλά σήμερα, πρέπει πάση θυσία να τον διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού -, τη γεωργία και τη ναυτιλία, η οποία είναι εν πολλοίς μια εξωγενής εισροή για την οικονομία μας. Οπως δείχνει η παγκόσμια εμπειρία, οι χώρες γίνονται πλούσιες όχι όταν εξειδικεύονται σε δυο-τρεις κλάδους αλλά, ίσα-ίσα, όταν διαφοροποιούνται σε πολύ περισσότερους. Ολες οι πλούσιες οικονομίες, με την εξαίρεση των χωρών που έχουν πολύ πετρέλαιο, έχουν σημαντική βαριά και ελαφριά βιομηχανία, μεγάλη γκάμα καλών υπηρεσιών, ακολουθούν τη λεγόμενη οικονομία γνώσης και ακόμη και η γεωργία τους είναι πολύ παραγωγική. Αυτό πρέπει να επιδιώξουμε και εμείς. Θα χρειαστούμε κάποιου είδους βιομηχανία η οποία ίσως να μην είναι βαριά, αλλά να είναι, για παράδειγμα, μεταποίηση των αγροτικών μας προϊόντων. Μπορούμε ακόμη να έχουμε εργοστάσια που θα σχεδιάζουν και θα παράγουν μικρές σειρές προϊόντων, από αντικείμενα πολυτελείας μέχρι εξειδικευμένες συσκευές, όλα αυτά προς εξαγωγή. Τέτοιου είδους πράγματα μπορεί να τα κάνει η Ελλάδα. Είναι μέσα στις δυνατότητές μας η ανάπτυξη μιας οικονομίας με μονάδες μικρής και μεσαίας κλίμακας αλλά υψηλής παραγωγικότητας. Το μπορούμε γιατί έχουμε και το επιστημονικό και το δημιουργικό δυναμικό να το επιτύχουμε. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε δουλειές μεγάλης κλίμακας γιατί αυτές χρειάζονται μεγάλες αλυσίδες παραγωγής. Εκεί ίσως να μην μπορούμε να ανταγωνιστούμε».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



