Πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει στις απαραίτητες νομοθετικές παρεμβάσεις που αφορούν τις διαρθρωτικές αλλαγές ασκεί η τρόικα, με στόχο την αποδέσμευση των επόμενων δόσεων του προγράμματος οικονομικής στήριξης που βρίσκονται ήδη εκτός χρονοδιαγράμματος.

Ο λόγος γίνεται για μία σειρά από μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται σε σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ, ενώ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βρίσκονται μεταξύ άλλων η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και η περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών.

Όπως επισημαίνει σε ανάλυσή της η Eurobank, η πιστοποίηση του πρωτογενούς πλεονάσματος θα αποτελέσει το σημείο αναφοράς για την ανακοίνωση ενός προσχεδίου των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους σύμφωνα με τις αποφάσεις του Eurogroup της 26/27ης Νοεμβρίου 2012.

«Μέχρι τότε όμως θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η παρούσα αξιολόγηση του 2ου Προγράμματος Σταθεροποίησης της Ελληνικής Οικονομίας, ώστε να αποδεσμευθούν οι δόσεις τουλάχιστον από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) (€3,1δισ. (Δεκ. 2013) + €5,7δισ. (Μάρ. 2014)=€8,8 δισ.).

Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τηλεγράφημα του πρακτορείου ΜNI, το τρίτο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής της περιόδου 2014 -2017 έχει δοθεί από την κυβέρνηση προς έγκριση στην τρόικα.

Με αυτό η Ελλάδα δεσμεύεται για περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ειδικά για τις μόνιμου χαρακτήρα διαθρωτικές αλλαγές που έχει υποδείξει η έκθεση του ΟΟΣΑ και για τις οποίες πιέζει το ΔΝΤ.

Την ίδια στιγμή πάντως συνεχίζεται η συζήτηση στην Ευρώπη για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Σύμφωνα με ειδική μελέτη της Deutsche Bank, η επιμήκυνση των ωριμάνσεων κατά 20 χρόνια ( δηλαδή σε βάθος 50ετίας) του ελληνικού χρέους με παράλληλη μείωση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιορισμένο όφελος 26 δισ. ευρώ σε όρους καθαρής παρούσας αξίας ή 14% του ονομαστικού ΑΕΠ της χώρας.

Η παραπάνω εκτίμηση μάλιστα λαμβάνει υπόψη την παραδοχή ότι το ονομαστικό ΑΕΠ στην Ελλάδα θα κινηθεί σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ μέχρι το 2018 και θα συνεχίσει να αυξάνεται στην συνέχεια με ρυθμό 4,75%, ενώ το κόστος αναχρηματοδότησης της χώρας χωρίς τις παρεμβάσεις διαμορφώνεται στο 5%.

Η γερμανική τράπεζα σημειώνει πάντως πως καθώς τα δάνεια του EFSF (ύψους 133,6 δισ. ευρώ) και τα διμερή δάνεια (GLF), ύψους 52,9 δισ. ευρώ) έχουν ήδη μέση ωρίμανση 30 και 17 έτη αντίστοιχα και τα επιτόκια του EFSF έχουν ήδη μειωθεί, περαιτέρω βελτίωση των όρων δύσκολα θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ έως το 2022, όπως είναι το κριτήριο που έχει θέσει το ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα.

Μία μείωση επιτοκίων στα διμερή δάνεια κατά 0,5% θα οδηγήσει σε ετήσιο όφελος 264,5 εκατ. ευρώ ετησίως, κάτι που ασφαλώς δεν μπορεί να περιορίσει σημαντικά τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ.