Περίπου 50 μαύρα παιδιά έπεσαν θύματα των ρατσιστικών διαθέσεων μία βραζιλιάνικης οικογένειας φιλοναζιστών τη δεκαετία του 1930 που τα κρατούσαν ως σκλάβους στο ράντσο τους. Την απίστευτη ιστορία έφερε στο φως το BBC, μετά από ερευνά που διεξήγαγε ο βραζιλιάνος καθηγητής Ιστορίας, Σίντνεϊ Αγκιλάρ Φίλιο.
Η Βραζιλία όπως είναι γνωστό είχε ισχυρούς δεσμούς με τους Γερμανούς Ναζί πολύ πριν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι δύο χώρες συνεργάζονταν σε οικονομικά θέματα, ενώ οι Βραζιλιάνοι διέθεταν το πολυπληθέστερο φασιστικό κόμμα εκτός Ευρώπης, το διαβόητο Αcao Integralista Brasileira, με 40.000 μέλη. Ένα από τα μέλη αυτά ήταν και ο επιφανής βιομήχανος Ρενάτο Ρότσα Μιράντας, η οικογένεια του οποίου είχε ένα ράντσο 160 χιλιόμετρα δυτικά του Σάο Πάουλο. Ο Ρενάτο και οι δυο γιοι του, Οτάβιο και Οσβάλντο, αγόραζαν μαύρα παιδάκια από ορφανοτροφείο του Ρίο, τα οποία κρατούσαν σκλαβωμένα στο αγρόκτημα.
«Η διαδικασία έγινε σε τρεις δόσεις. Το πρώτο κύμα αποτελούνταν από 10 παιδιά και έλαβε χώρα το 1933. Η οικογένεια έκανε αίτηση να φροντίσει τα παιδιά αυτά, υποσχόμενη «λαγούς με πετραχήλια» – πράγμα που ουδέποτε συνέβη», τόνισε ο Φίλιο.
Αντιθέτως, η μόνη ελευθερία που είχαν αυτά τα παιδιά ήταν να παίζουν πού και πού ποδόσφαιρο. Ο Αρζεμίρο ντος Σάντος, πρώην ποδοσφαιριστής των ομάδων της Φλουμινένσε και της Βάσκο Ντε Γκάμα τη δεκαετία του 1940, αποκάλυψε πως εκείνος ήταν ένα από τα παιδιά που είχαν αιχμαλωτίσει οι Ναζί.
«Υπήρχαν φωτογραφίες του Χίτλερ στις οποίες μας ανάγκαζαν να χαιρετάμε ναζιστικά. Τότε δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Εμείς το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να κλωτσάμε μια μπάλα. Είχαμε ένα τοπικό πρωτάθλημα, ήμασταν καλή ομάδα και δεν υπήρχε πρόβλημα. Τότε δεν υπήρχαν επαγγελματίες, ήμασταν όλοι ερασιτέχνες και οι αγώνες γίνονταν μόνο σε τοπικό επίπεδο και υπήρχαν πολλά ράντσα που έπαιζαν με αυτό τον τρόπο», είπε ο 89χρονος Ντος Σάντος μιλώντας στο BBC και προσθέτοντας πως «διοργανώνονταν ναζιστικές παρελάσεις στο γήπεδο της Βάσκο Ντε Γκάμα προς τιμήν του τότε δικτάτορα της Βραζιλίας, Γκετούλιο Βάργκας».
Ο 89χρονος θυμάται πως «φυσικά υπήρχαν και τιμωρίες, αν δεν ήμασταν φρόνιμοι. Μας χτυπούσαν με ένα εξάρτημα στην παλάμη που το αποκαλούσαν «παλματόρια» ενώ δεν μας έδιναν φαγητό».
Το ράντσο σήμερα έχει αλλάξει χέρια. Ο νέος ιδιοκτήτης, ο Ζοζέ Ρικάρντο Ρόσα Μασιέλ ο οποίος με τη βοήθεια του Φίλιο άρχισε να συγκεντρώνει περισσότερες πληροφορίες για το παρελθόν του αγροκτήματος του. Ο Μασιέλ βρήκε μία φωτογραφία από την δεκαετία του ’30 στην οποία απεικονίζονταν μία ποδοσφαιρική ομάδα με μια σημαία στην οποία ήταν σχεδιασμένη η σβάστικα, τούβλα στο χοιροστάσιο όπου είχαν χαραγμένες σβάστικες καθώς και φωτογραφίες της εποχής όπου ακόμη και στις αγελάδες υπήρχε στάμπα με σβάστικα!
Θυμίζουμε πως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πολλοί από τους αρχιτέκτονες του Ολοκαυτώματος κατάφεραν να καταφύγουν σε πολλές λατινοαμερικανικές χώρες, ξεγελώντας τη δικαιοσύνη για δεκαετίες μέχρι το τέλος της ζωής τους. Κάπως έτσι απέφυγε τη σύλληψη κι ένας από τους χειρότερους Ναζί εγκληματίες πολέμου, ο διαβόητος γιατρός Γιόζεφ Μένγκελε ο οποίος πραγματοποίησε εκατοντάδες βάναυσα ιατρικά «πειράματα» σε ασθενείς και υγιείς στο στρατόπεδο εξόντωσης του Aουσβιτς. Παρά τις φήμες ότι είχε βρει καταφύγιο κάπου στην Βραζιλία ή στην Χιλή, ουδέποτε βρέθηκαν τα ίχνη του.
Τελικά ο εγκληματίας γιατρός του Γ΄ Ράιχ πέθανε στη Βραζιλία το 1979, αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι συνέχισε και εκεί τα πειράματα του Άουσβιτς, παρά το ότι λίγα χρόνια πριν είχε κυκλοφορήσει ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Τα Παιδιά από τη Βραζιλία» με θέμα τις προσπάθειες του Μένγκελε να δημιουργήσει διαμέσου της διαδικασίας ευγονισμού μια νέα Άρια φυλή στη Βραζιλία.



