Οι μελλοντικοί ερευνητές της ελληνικής κοινωνίας ίσως θεωρήσουν το 2013 και τον χειμώνα του 2013-2014 χρονικά σημεία καμπής στην καταπολέμηση της διαφθοράς. Παρ’ ότι για λόγους εντυπωσιασμού ορισμένα κόμματα και μέσα ενημέρωσης τονίζουν τι δεν έγινε, π.χ. την πράγματι ελλιπέστατη αξιοποίηση της λίστας Λαγκάρντ από τις αρμόδιες αρχές, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το περασμένο έτος εκδόθηκαν καταδικαστικές αποφάσεις για έναν άλλοτε πανίσχυρο υπουργό Αμυνας και έναν άλλοτε δημοφιλέστατο δήμαρχο Θεσσαλονίκης. Για διαφορετικής βαρύτητας αδικήματα, παύθηκε ο δήμαρχος Ιθάκης και κρίθηκε οριστικά έκπτωτος ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας. Η Βουλή ψήφισε την άσκηση δίωξης εναντίον ενός πρώην υπουργού Οικονομικών για το θέμα της λίστας Λαγκάρντ, ενώ ξεκίνησε και η δίκη κατά πρώην υπουργού Μεταφορών για το σκάνδαλο της Siemens. Στο τέλος του 2013 συνελήφθη διάσημος πρώην υπουργός και γόνος πολιτικής οικογένειας που κυκλοφορούσε με αυτοκίνητο με πλαστές κρατικές πινακίδες, καθώς και ένας πρόεδρος δημόσιου νοσοκομείου για χρηματισμό. Τον Ιανουάριο του 2014 έγιναν νέες συλλήψεις και ασκήθηκαν ποινικές διώξεις με βάση τις καταγγελίες πρώην ανώτατου στελέχους του υπουργείου Αμυνας και την έρευνα για τα δάνεια του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.
Εκτός από την πρόοδο σε υποθέσεις «υψηλής διαφθοράς», υπήρξαν μέτρα περιορισμού και της «χαμηλής διαφθοράς». Ενδεικτικά, λειτούργησαν υγειονομικές επιτροπές που επανεξέτασαν ύποπτες περιπτώσεις απονομής συντάξεων αναπηρίας και πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι, έχοντας υποπέσει σε βαριά παραπτώματα, απολύθηκαν από τα άλλοτε αμελή πειθαρχικά συμβούλια.
Οι σχετικές επιτυχίες της μάχης κατά της διαφθοράς οφείλονται στην ωρίμαση των υποθέσεων που χρόνιζαν, τη δραστηριοποίηση νέων εισαγγελικών θεσμών (εισαγγελέας κατά της διαφθοράς, οικονομικοί εισαγγελείς) μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και τη βουβή πίεση της κοινωνίας που υφίσταται πολυετή μέτρα λιτότητας με την υποψία ότι όσοι πλούτισαν παράνομα μένουν στο απυρόβλητο.
Πράγματι, σε ό,τι αφορά τη διαφθορά, με λίγες εξαιρέσεις, η κοινωνία κινήθηκε στο γνωστό συναισθηματικό τρίγωνο κυνισμού, απελπισίας και συνενοχής. Αλλωστε η απόσταση από το μοιρολατρικά επαναλαμβανόμενο αξίωμα «όλοι τα παίρνουνε» στον χρηματισμό υπαλλήλων από συναινούντες πολίτες είναι πολύ μικρή. Οι εξαιρέσεις όμως είναι υπαρκτές. Ηδη πριν από το 2013 είχαν δραστηριοποιηθεί ομάδες πολιτών που κατασκεύασαν ιστοσελίδες συλλογής στοιχείων για τη διαφθορά (www.teleiakaipavla.gr, www.edosafakelaki.org), καθώς και μη κυβερνητικοί οργανισμοί όπως η «Διεθνής Διαφάνεια – Ελλάς» και το Ιδρυμα Μαραγκοπούλου.
Είναι πάντως προφανές ότι η έκταση της διαφθοράς δεν περιορίζεται δραστικά ούτε η κοινωνία αλλάζει με τις βελτιωμένες επιδόσεις των αρμόδιων αρχών και τις κοινωνικές πρωτοβουλίες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η καλύτερη καταπολέμηση των συμπτωμάτων της διαφθοράς δεν απαλείφει τις αιτίες του προβλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η πολυνομία και η πολυπλοκότητα της νομοθεσίας, η αδράνεια των μηχανισμών ελέγχου της δημόσιας διοίκησης και του πολιτικού συστήματος, η έλλειψη πόρων των ελεγκτικών μηχανισμών, η έλλειψη πολιτικής βούλησης καταπολέμησης της διαφθοράς και η συνακόλουθη αίσθηση ατιμωρησίας η οποία στο παρελθόν διακατείχε υψηλόβαθμους αξιωματούχους και αναδείχθηκε στις πρόσφατες δίκες τους.
Μεσοπρόθεσμα είναι δυνατό να αναιρεθούν αυτές οι αιτίες του προβλήματος, όπως ήδη έχει συμβεί σε πολιτικοδιοικητικά συστήματα πιο διαφανή από το δικό μας. Ωστόσο, θα είναι πολύ δυσκολότερο να αναιρεθούν δύο βαθύτερες αιτίες της διαφθοράς.
Η πρώτη αιτία είναι η αναπαραγωγή των αμαρτωλών σχέσεων μεταξύ κομμάτων, μέσων μαζικής ενημέρωσης και μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ιδίως κάθε φορά που διεξάγονται εκλογές το λεγόμενο «πολιτικό χρήμα» ρέει, ενώ οι σχέσεις μεταξύ των τριών αυτών πόλων συσφίγγονται. Ως προς αυτό, η απλουστευτική απάντηση είναι η εκ θεμελίων ανατροπή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η σοβαρότερη απάντηση απαιτεί πειράματα εμπλουτισμού του κοινοβουλευτισμού, με νέες μορφές πολιτικής συμμετοχής «από τα κάτω», χωρίς όμως υπονόμευσή του με τους γνωστούς «αγώνες έξω από τη Βουλή» που ακυρώνουν τους νόμους της δημοκρατίας στους δρόμους και στις πλατείες. Ακόμα δυσχερέστερη θα είναι η απάλειψη της άλλης βαθιάς αιτίας της διαφθοράς, δηλαδή της εμπεδωμένης νοοτροπίας ότι δεν υπάρχει όριο στην εξυπηρέτηση συγγενών και φίλων και ότι οι υποχρεώσεις προς αυτούς πάντοτε υπερτερούν των υποχρεώσεων του πολίτη. Σε ό,τι αφορά τέτοιες νοοτροπίες, παρά τα πρόσφατα βήματα προόδου, ο δρόμος για τον περιορισμό της διαφθοράς θα είναι μακρύς.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ