«Ο κύριος όγκος των πληροφοριών που συλλέγει η Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (NSA) μέσω των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων δεν έχει αισθητό αποτέλεσμα στην πρόληψη τρομοκρατικών ενεργειών», κατέληξε η ανάλυση 225 περιπτώσεων τρομοκρατίας εντός των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Σύμφωνα με τη μη κερδοσκοπική οργάνωση New America Foundation που εδρεύει στην Ουάσινγκτον, στις περισσότερες από τις 225 περιπτώσεις οι παραδοσιακές μέθοδοι επιβολής του νόμου και αστυνομικής έρευνας παρείχαν το έναυσμα για να ανοίξει η υπόθεση.
Η έρευνα αυτή, που δόθηκε στη δημοσιότητα τη Δευτέρα, επιβεβαιώνει σύμφωνα με την «Washington Post» τα ευρήματα επιτροπής που όρισε ο Λευκός Οίκος και η οποία κατέληξε τον Δεκέμβριο ότι το αντιτρομοκρατικό πρόγραμμα της NSA «δεν υπήρξε ουσιώδες στην πρόληψη επιθέσεων» και ότι πολλά από τα στοιχεία που έφερε στο φως «θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν αποκτηθεί εγκαίρως με την βοήθεια παραδοσιακών δικαστικών παραγγελιών».
Σύμφωνα με το πρόγραμμα αυτό, η NSA συγκεντρώνει «μεταδεδομένα» σχεδόν για κάθε Αμερικανό (δηλαδή στοιχεία για τους αριθμούς που καλεί κάποιος, την ώρα και διάρκεια των τηλεφωνημάτων και το σημείο απ’ όπου γίνεται η κλήση, όχι όμως το περιεχόμενό της). Το πρόγραμμα παρακολούθησης των τηλεφωνημάτων έγινε γνωστό τον Ιούνιο ύστερα από τις αποκαλύψεις του πρώην πράκτορα Εντουαρντ Σνόουντεν. Εκτοτε έχει ξεσπάσει έντονη δημόσια συζήτηση για τη νομιμότητα και την χρησιμότητα του προγράμματος αυτού καθώς για τις επιπτώσεις στην ιδιωτική ζωή των πολιτών.
Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα διαβουλεύεται για το μέλλον του προγράμματος του οποίου την αναγκαιότητα υπερασπίζονται οι υπηρεσίες πληροφοριών. Ο πρώην διευθυντής της CIA Μάικλ Μορέλ για παράδειγμα είπε ότι «και μία μόνο επιτυχία να σημειώσει είναι ανεκτίμητο».
Η New America Foundation βρήκε ότι το πρόγραμμα είχε επιτυχία μόνο σε μια υπόθεση, στην περίπτωση του ταξιτζή Μπασαάλι Μοαλίν από το Σαν Ντιέγκο που καταδικάστηκε επειδή έστειλε χρήματα σε τρομοκρατική οργάνωση στη Σομαλία. Η υπόθεση δεν περιείχε καμία απειλή για τρομοκρατική ενέργεια εντός των ΗΠΑ.
«Το γενικότερο πρόβλημα των αξιωματούχων των αμερικανικών αντιτρομοκρατικών υπηρεσιών δεν είναι ότι χρειάζονται μεγαλύτερο όγκο πληροφοριών από τα προγράμματα μαζικής παρακολούθησης αλλά ότι δεν κατανοούν επαρκώς ούτε μοιράζονται ευρέως τις πληροφορίες που ήδη κατέχουν και οι οποίες έχουν προκύψει από συμβατικές τεχνικές επιβολής του νόμου και συλλογής πληροφοριών», αναφέρει η έκθεση της New America Foundation.
Σε τουλάχιστον 48 από τις 225 περιπτώσεις που εξετάστηκαν, παραδοσιακά εντάλματα παρακολούθησης χρησιμοποιήθηκαν για να συλλεχθούν στοιχεία μέσω της υποκλοπής τηλεφωνημάτων και email.
Περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις προέκυψαν ως αποτέλεσμα παραδοσιακών ερευνητικών εργαλείων. Το πιο κοινό ήταν πληροφορίες που έδωσαν στις αρχές μέλη του περιβάλλοντος ή της οικογένειας του υπόπτου. Άλλες μέθοδοι περιλάμβαναν την χρήση πληροφοριοδοτών ή πληροφορίες που προέκυψαν στην έρευνα υποθέσεων άσχετων με την τρομοκρατία.



