Σκέφτομαι μια δημοσιογραφία που θα σκηνοθετούσε κάτι σαν αλήθεια αλλά τουλάχιστον πιο ειλικρινή. Διότι, το γνωρίζουμε, το ισχύον σύστημα αληθολογίας δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να απευθύνει φιλοφρονήσεις στις αποφάνσεις μας εφόσον «η αλήθεια δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση που έχουμε ξεχάσει πως είναι ψευδαίσθηση». Οπότε τι σημασία θα είχε να ισχυριζόμαστε πως γράφουμε την αλήθεια;
Η σκηνοθεσία λοιπόν των κειμένων μου προϋποθέτει μια γραφή υψωμένη, όπως λένε, «εις τη δευτέρα».
Ετσι, μ’ αυτά και μ’ αυτά, διαβάζοντας τη συνέντευξη του Στουρνάρα στο «Βήμα», παρατήρησα να εμφιλοχωρούν στο λογισμικό της ανάγνωσης τα ονόματα του Γκέντελ και του Μπέιτσον, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο η μουσική του Μπαχ «αντιστοιχεί» –στο γνωστό βιβλίο του Nτάγκλας Χoφστάντερ Gödel Escher Bach –τόσο στα χαρακτικά του Εσερ όσο και στη μαθηματική λογική του Γκέντελ.
Στις δηλώσεις λοιπόν του Στουρνάρα για το 2014 επισύναψα (σε παράφραση) δύο σημεία της θεωρίας του Γκέντελ:
Πρώτο, ότι οι προτάσεις του υπουργού για το 2014 είναι αληθείς, χωρίς όμως να μπορεί να αποδείξει την αλήθεια τους, ώστε, εφόσον δεν είναι αναλώσιμος και οι συνθήκες παραμένουν οι ίδιες, να τις επαναλάβει και το 2015.
Δεύτερο, πως ακόμη και αν ο Στουρνάρας προσέφευγε στο δεύτερο θεώρημα μη πληρότητας του Γκέντελ για να υποστηρίξει πως οι δηλώσεις του για καλύτερες ημέρες ισχύουν, τότε μόνο θα μπορούσε να συμπεριλάβει και τη δήλωση περί της συνέπειας των όσων λέει, υπό τον όρο ότι η θεωρία του θα ήταν ασυνεπής. Οπότε και αναλήθειες θα δικαιούνταν να λέει, και συνεπής να είναι, και να επαναλαμβάνει ετησίως τις δηλώσεις του 2014, έως ότου αναλωθεί. Θα ήταν ο μόνος υπουργός των Οικονομικών που θα κατόρθωνε να διατυπώσει ένα συνεπές σύνολο από αξιώματα (σε μια φυσική γλώσσα) χωρίς καμία απόδειξη, επειδή ακριβώς οι συνθήκες είναι περισσότερο περίπλοκες από τη θέρμανση των πισινών της Εκάλης. Βέβαια ο Στουρνάρας παραδοξολογεί (έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται το «Spiegel»). Και όπως ο Επιμενίδης ο Κρης, έτσι και ο Στουρνάρας θα έλεγε την αλήθεια, και θα έλεγε ψέματα με την ίδια αποφασιστικότητα ενός υπουργού του Αφγανιστάν…
Αυτή την αναγκαία όσο και τρομακτική αντίφαση της ίδιας της γλώσσας (αν ισχυριστώ ότι θα πω την αλήθεια, λέω ψέματα και αν πω ψέματα, λέω την αλήθεια, δηλαδή αυτό το «ψεύδομαι, μιλώ») ο Στουρνάρας την επικυρώνει διότι, όπως και κάθε πολιτικός, μπορεί να υπόσχεται και συγχρόνως να αθετεί μόνο και μόνο επειδή μιλάει ως πολιτικός. Αλλά ακόμη κι αν το επιχείρημα του Στουρνάρα ελεγχθεί, ακόμη κι αν διακρίνουμε στον λόγο του δυο προτάσεις, εκ των οποίων η μια είναι αντικείμενο της άλλης (πρώτη πρόταση: «λέω ό,τι υπόσχονται οι πολιτικοί πως θα πάμε καλύτερα»· δεύτερη πρόταση: «είμαι πολιτικός») ο Στουρνάρας παραμένει ίδιος με το υποκείμενο για το οποίο γίνεται λόγος και έτσι οι δηλώσεις του συνιστούν και μια «διπλή δέσμευση».
Ο ψυχοθεραπευτής Μπέιτσον υποδεικνύει πως η «διπλή δέσμευση» δομεί τη συμπεριφορά σε μια σχέση επικοινωνίας (με τους πολιτικούς) όπου το ρητό μήνυμα αναιρείται από ένα υπόρρητο μήνυμα. Αποτέλεσμα; Εμείς που το ακούμε να βρισκόμαστε στη σύγχυση στην οποία βρισκόμαστε. Παράδειγμα; Ελεγε παλαιότερα ο Βενιζέλος: «Σώσαμε τη χώρα» (ρητό μήνυμα), «εμείς που την καταστρέψαμε» (υπόρρητο μήνυμα), «και γι’ αυτό θα σώσουμε τη χώρα» (σχιζοφρένεια).
Ομως να που η γενικευμένη λανθάνουσα σχιζοφρένεια, εξαιτίας της «διπλής δέσμευσης», δεν προσβάλλει, όπως υποστηρίζει ο Μπέιτσον, τον άρρωστο (εμάς) αλλά τους γονείς του (τους «πατέρες» του Εθνους), τους οποίους περιβάλλει η έρημος του πραγματικού. Ας φανταστούμε τους εαυτούς μας καμήλες…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



