Ενα ταξί με δύο ανθρώπους διασχίζει την Αθήνα. Ο επιβάτης, μια κοπέλα που μόλις έχει φύγει από μια συνέντευξη για δουλειά, ή τουλάχιστον από κάτι που έμοιαζε με συνέντευξη για δουλειά, είναι κουρασμένη, αγχωμένη, στενοχωρημένη, έξαλλη, με αυτή τη σειρά συναισθημάτων. Το ότι έχει μόλις υποστεί έναν νόμιμο εκβιασμό, μια ταπεινωτική προσφορά που σε φυσιολογικές συνθήκες θα προσπερνούσε με αηδία, έχει παίξει τον ρόλο του στη διάθεσή της. Επειτα από καιρό χωρίς δουλειά, μετά τη συνειδητοποίηση πως με 20 ευρώ μπορείς να περάσεις τον μισό μήνα, η κοπέλα άκουσε μια πρόταση για κάτι όλο και πιο σύνηθες στην Ελλάδα της κρίσης: έναν μισθό περί τα 500 ευρώ, ένα παραπάνω από πλήρες ωράριο σε έναν χώρο εργασίας τόσο μακριά από το σπίτι, που η εξίσωση μετακίνηση-ανάγκη θα την άφηνε με τα μισά λεφτά του μισού μισθού από την αρχή του ολόκληρου μήνα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, κανείς δεν θα ασχολιόταν με την πρόταση. Επειδή, όμως, οι κανονικές συνθήκες απουσιάζουν, η πρόταση έμοιαζε να τη δελεάζει και να την αηδιάζει την ίδια στιγμή. Και επειδή δεν υπάρχει σωματική έκφραση που να μπορεί να κρύψει αυτή την εσωτερική σύγκρουση, ο ταξιτζής ρώτησε.
Ο οδηγός, μέλος της πιο συκοφαντημένης φάρας του κόσμου, βλέπει τον προβληματισμό πίσω από το στιβαρό ύφος. Πιάνει κουβέντα με την πελάτισσα η οποία, ορμώμενη από αυτή τη σπάνια έλξη τού να εξομολογείσαι περισσότερα από όσα έχεις εξομολογηθεί στον εαυτό σου σε αγνώστους, του διηγείται την ιστορία. Την ώρα που μιλάει, ο ταξιτζής κλείνει το ταξίμετρο διακριτικά και της ανακοινώνει: «Ξέχνα τη διαδρομή, δεν πληρώνεις. Μου έκανε και μένα καλό που μιλήσαμε. Θα το βρω το καλό από αλλού…». Ενα ταξί με δύο δακρυσμένους ανθρώπους διασχίζει την Αθήνα.
Ηταν μία από τις πολλές ιστορίες που άκουσα αυτές τις ημέρες. Δεν ήταν η σημαντικότερη, δεν ήταν η πιο αντιπροσωπευτική της εποχής, δεν ήταν αυτή που εκφράζει το κυρίαρχο συναίσθημα των καιρών μας. Είχε και λίγη αστική μελαγχολία, και το μεγαλείο της προσφοράς, και την ανατροπή των στερεοτύπων, και την ταξική αλληλεγγύη. Από ιστορίες άλλο τίποτα. Και εορταστικές και αισιόδοξες, και μίζερες, και πολιτικές, και σκανδαλοθηρικές, και προσωπικές, και δημοσιογραφικές. Είναι, όμως, αυτή που αποφάσισα να κρατήσω.
Δημοσιογραφικά, είναι μάλλον λάθος. Πολύ πιο σημαντική ιστορία μοιάζει μία από τις πιο χειρουργικές, ωμές και ενοχλητικές απολογίες της σύγχρονης Ελλάδας, αυτή του πρώην αναπληρωτή διευθυντή Εξοπλισμών Αντώνη Κάντα, ο οποίος, με μια ανατριχιαστική ψυχρότητα, εξήγησε στους δικαστικούς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε, λειτουργεί και θα λειτουργεί το σύστημα. Για επισκέψεις στο γραφείο του με σακ βουαγιάζ με 600.000 ευρώ, για μίζες αξίας εκατομμυρίων ευρώ, για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, για την άλλη όψη της Ελλάδας, η οποία μετά τα Ιμια ξεκίνησε ένα σπάταλο εξοπλιστικό μπαράζ που επιβεβαίωσε πως η επίκληση στον υπερβολικό πατριωτισμό είναι το καταφύγιο των απατεώνων. Διαβάζοντας την απολογία του, «διαβάζεις» σαν ακτινογραφία τον τρόπο του συστήματος. Θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με κάποιους υπουργούς που συχνάζουν σε αμφιβόλου αισθητικής μπουζούκια. Για έναν υπεύθυνο νοσοκομείου που πήρε μια μικρή μίζα 25.000 ευρώ, «για να μη θεωρηθεί μαλ…», δήλωση που ακούγεται ενοχλητική, στην πραγματικότητα, όμως, είναι άλλη μια εθνική ακτινογραφία.
Θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με τον κύριο Στουρνάρα που όταν πιέζεται ανασύρει μάλλον εικόνες από το κοντινό του περιβάλλον και όταν τον ρωτούν με ενοχλητική επιμονή για την τιμή του πετρελαίου, σκέφτεται συνειρμικά θερμαινόμενες πισίνες και όχι συνταξιούχους με πέντε πουλόβερ και μία σόμπα. Θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με τη δημοσκόπηση του «Βήματος» της περασμένης Κυριακής και εκείνο το ενοχλητικό αλλά δικαιολογημένο 55,6% των Ελλήνων που «θα έφευγαν από τη χώρα αν μπορούσαν».
Η ζωή είναι επιλογή. Μπορείς να είσαι μίζερος, μπορείς να είσαι οργισμένος, μπορείς να είσαι ταπεινωμένος από το σύστημα μπορείς να τα βλέπεις όλα ταξικά. Μπορείς να οργίζεσαι, να απελπίζεσαι ή να επιλέγεις να κάνεις αφαίρεση και να ασχολείσαι με τα σημαντικά.
Και το πιο σημαντικό τις πρώτες ημέρες του 2014 είναι αυτό: ένα ταξί με δύο δακρυσμένους ανθρώπους που οι παράλληλες ζωές τους συναντήθηκαν για λίγα λεπτά και απέδειξαν πως το ανθρώπινο είδος, όταν θέλει, μπορεί. Αν χρειάζεται να κρατήσουμε μια ιστορία για τη νέα χρονιά, ας είναι αυτή· δεν κοστίζει τίποτα και τουλάχιστον αυτή η επένδυση αποδίδει.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



