Κυκλοφόρησαν πρόσφατα στην Αμερική δύο νέα βιβλία για τη ζωή και το έργο του μείζονος άγγλου ρομαντικού ποιητή Τζον Κιτς, τα οποία και παρουσιάστηκαν εκτενώς στο τελευταίο τεύχος του New York Review of Books. Το πρώτο της Denise Gigante, The Keats Brothers: The Life of John and George, ανιχνεύει, όπως δηλώνει και ο τίτλος, την ισχυρή (και πολύτιμη, όπως έμελλε να αποδειχθεί για τα αγγλικά γράμματα) σχέση ανάμεσα στα δύο αδέλφια –η οποία μετά την εγκατάσταση του Τζορτζ στην Αμερική το 1818 έγινε επί της ουσίας «επιστολική». Το δεύτερο του Nicholas Roe, John Keats: A New Life, μια συναρπαστική και ενδελεχώς τεκμηριωμένη βιογραφία, φωτίζει την ποιητική εξέλιξη του Κιτς συνδέοντάς την με τις δραματικές συνθήκες της ζωής του –από τον ξαφνικό θάνατο του φυματικού αδελφού του Τομ και την εξοντωτική υποδοχή που επιφύλαξε η κριτική στο έργο του ως τη ρήξη της σχέσης του με τη Φάνι Μπρον (αντικείμενο πρόσφατης ταινίας της Τζέιν Κάμπιον) και το δραματικό τέλος του στη Ρώμη, όταν, όπως έγραψε ο ίδιος, του είχε επιδοθεί το «ένταλμα θανάτου». Πέθανε σε ηλικία μόλις 26 ετών από φυματίωση, έχοντας προλάβει ευτυχώς να συνθέσει μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα της αγγλικής γλώσσας και τις περίφημες «ωδές» του, με πιο γνωστές αυτές «σ’ ένα αηδόνι» και «σε μια ελληνική υδρία».
Η μελέτη της Gigante έρχεται να συμπληρώσει τον τόμο με τις «Επιστολές» του Κιτς προσφέροντας στον αναγνώστη χρήσιμο υλικό για μια πιο ουσιαστική κατανόησή τους. Οι «Επιστολές», ως γνωστόν, θεωρούνται από τα στολίδια της αγγλικής γραμματείας, αφού σε πολλές από αυτές ο Κιτς διατυπώνει τις βασικές αρχές της ποίησής του. Οπως ορθά σημειώνει ο Ελιοτ, είναι «οι πιο σημαντικές που έγραψε ποτέ άγγλος ποιητής», κυρίως γιατί «δεν υπάρχει σχεδόν καμία διατύπωση του Κιτς σχετικά με την ποίηση η οποία δεν θα βγει αληθινή». Στην επιστολή του, για παράδειγμα, προς τον Τζορτζ με ημερομηνία 21-27 (;) Δεκεμβρίου 1917 σημειώνει: «Το επιβλητικό παράδειγμα του Σαίξπηρ αρκεί εν προκειμένω. Και εννοώ κυρίως την αρνητική ικανότητα: την ικανότητα του να αντιμετωπίζει κανείς τις αβεβαιότητες, τα μυστήρια ή τις αμφιβολίες χωρίς να τρέχει ασθμαίνων πίσω από τα γεγονότα ή τη λογική… Και αυτή η ιστορική προοπτική μάς λέει ένα πράγμα: ότι στον μεγάλο ποιητή η Ομορφιά υπερβαίνει τον στοχασμό –ή μάλλον τον συντρίβει». Η έννοια της «αρνητικής ικανότητας» εμπεριέχει, όπως έγραφα παλαιότερα, τον τρόπο με τον οποίο ο Κιτς κατανοεί την ποιητική περσόνα, την ικανότητα να παραμερίσει κανείς τον εαυτό του για να δημιουργήσει χαρακτήρες και αντικείμενα με ανεξάρτητη ζωή. Ο Κιτς, ακολουθώντας το σαιξπηρικό πρότυπο που ήθελε την προσωπικότητα του καλλιτέχνη να διαχέεται μέσα στην περιοχή της τέχνης, πίστευε πως πρώτη ευθύνη του ποιητή είναι να δημιουργήσει Ομορφιά –κατά συνέπεια, πως οι προσωπικές ιδέες και πεποιθήσεις του πρέπει να ανασταλούν ή να αποκαλυφθούν μόνο μερικώς έτσι ώστε να αναδειχθεί πλήρως η αισθητική δυναμική του έργου (άποψη που αργότερα ενστερνίστηκε και ο Πεσόα δημιουργώντας τους δεκάδες «ετερώνυμούς» του). Πολλά από τα όψιμα ποιήματά του εξερευνούν τη ρομαντική ελπίδα μιας ενορατικής και φαντασιακής συμμετοχής σε μια ουσιαστικότερη πραγμάτωση της ύπαρξης δίνοντας έκφραση στην ανθρώπινη λαχτάρα για μια καλύτερη και πληρέστερη ζωή, ενώ ταυτόχρονα παραμένουν κριτικά εναργή: αναγνωρίζουν πως τα όνειρα είναι μόνο όνειρα και πως στον μόνο κόσμο που ζούμε και γνωρίζουμε οι αξίες βρίσκονται σε τραγική σύγκρουση μεταξύ τους. Οπως έγραψε στον Υπερίονα: «Ο ποιητής κι ο ονειροπόλος είναι διαφορετικοί / αλλιώτικοι, εντελώς αντίθετοι / ο ένας χύνει βάλσαμο στον κόσμο / ο άλλος του είναι βάρος».
Από τη βιογραφία του Roe, από την άλλη, μαθαίνουμε πολλά για τις καθημερινές αγωνίες του Κιτς, για τις διαρκείς ανατροπές στα επαγγελματικά του σχέδια, για το τρομακτικό του άγχος ως προς την αξία του έργου του. Αρχικά ονειρευόταν να γίνει γιατρός ή αλλιώς να μπαρκάρει στο πρώτο Indiaman που θα ‘βρισκε (εμπορικά πλοία που ταξίδευαν από την Αγγλία προς την Ινδία). Λίγο μετά σκέφτηκε να γίνει θεατρικός συγγραφέας ή δημοσιογράφος και να γράφει πύρινα άρθρα στο London Magazine για την «ακατάβλητη δύναμη της Poesy». Κάποια στιγμή του πέρασε από τον νου να εγκαταλείψει το ψυχρό, αφιλόξενο νησί και να διεκδικήσει τη δόξα σε άλλο πεδίο –να πολεμήσει με τον Μπολίβαρ στις ζούγκλες της Βραζιλίας· ο συμβολαιογράφος της οικογένειας όμως τον συμβούλεψε να αφήσει κατά μέρος τα αφελή αυτά όνειρα και να επιλέξει ένα επάγγελμα ασφαλές και κερδοφόρο: εκείνο του καπελά! Στο μεταξύ έγραφε, έγραφε νυχθημερόν, αμφιβάλλοντας όμως ως το τέλος για τη δύναμη της ποίησής του. Πίστευε πως μετά θάνατον θα ξεχαστεί. Στον τάφο του ήθελε να γραφτεί η φράση: «Ενθάδε κείται κάποιος που τ’ όνομά του ήταν γραμμένο στο νερό». Το νερό όμως αποδείχτηκε πέτρα και το τραγούδι του αηδονιού του πιο μελωδικό, πιο ανθεκτικό απ’ όσα είχαν συνθέσει άλλοι «δαφνοστεφείς» φίλοι του. Στο τελευταίο ποίημα γραμμένο λίγες ημέρες πριν από το μοιραίο (ημιτελές κι αυτό όπως ο Υπερίων) απειλεί τον μελλοντικό αναγνώστη πως μέσα από τον τάφο το παγερό του χέρι θα τον στοιχειώνει αν δεν προσφέρει το αίμα της δικής του καρδιάς για να το ζωντανέψει πάλι.
Και ιδού που τώρα χαμογελάει με νόημα, σαν να λέει: «Σ’ ευχαριστώ για όσα έγραψες για μένα, όμως έβαλα κι εγώ το χέρι μου».
Ο κ. Χάρης Βλαβιανός είναι ποιητής και διευθυντής του περιοδικού «Ποιητική». Διδάσκει Πολιτική Θεωρία και Ιστορία των Ιδεών στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ