Η Νινή Ζαχά που πέθανε την Δευτέρα 15 Απριλίου (δείτε θέμα του Βήματος) υπήρξε μια πολυσύνθετη καλλιτέχνιδα. Ξεκίνησε ως παιδί θαύμα της δεκαετίας του ’40 και εξελίχθηκε σε στιχουργό, συνθέτρια, ερμηνεύτρια και μουσικό. Η Ζαχά έπαιζε δεκατέσσερα όργανα και χόρευε θαυμάσια κλακέτες. Ωστόσο, ανήκε στους καλλιτέχνες που δεν έδιναν συχνά συνεντεύξεις.
Προτιμούσε να αφήνει την δουλειά της να «μιλά» στην θέση της. Γι’ αυτό και η συνέντευξη που το 1986 έδωσε στην κυρία Λόλα Νταϊφά για το ραδιόφωνο αποκτά αμέσως ιδιαίτερη σημασία. Η κ. Νταϊφά παραχώρησε την εν λόγω συνέντευξη στο ΒΗΜΑ και ένα μεγάλο απόσπασμα αναδημοσιεύουμε εδώ. Ολόκληρη η συνέντευξη που ξεπερνά τις 8.000 λέξεις είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο της κ. Νταϊφά «Μουσικοί διάλογοι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονοι ορίζοντες».
Ας κάνουμε μια αναδρομή μερικά χρόνια πίσω για να συναντήσουμε την Ουρανία Ζαχαροπούλου, το κοριτσάκι, πριν γίνει η Νινή Ζαχά.
Ν. ΖΑΧΑ: «Το κοριτσάκι πριν γίνει η Νινή Ζαχά γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931. Βαφτίστηκε Ουρανία, αλλά ονομάστηκε από την πρώτη στιγμή Νινή, Ζαχαροπούλου. Από μικρή έχω συνηθίσει να με λένε Νινή, ίσως γιατί πάντα ήμουν μικροσκοπική. Ο πατέρας μου ήταν συνθέτης και ο πατέρας του και ο παππούς του ήταν κι αυτοί συνθέτες. Έτσι, υποχρεωτικά βρέθηκα αμέσως μέσα σε μια ατμόσφαιρα καλλιτεχνική. Βεβαίως ο πατέρας μου ήταν πολύ καλός πιανίστας και μαέστρος. Είχε δική του ορχήστρα.»
Σας είχαν δώσει τον τίτλο το παιδί θαύμα της δεκαετίας του ’40. Εκείνη την εποχή αισθανόσαστε ότι είστε κάτι το ιδιαίτερο ή ήταν ένας τίτλος, που σας τον είχαν βάλει και δε σας άγγιξε καθόλου, και δεν έπαιξε κανένα ρόλο στη ζωή σας;
«Αυτή την ερώτηση, όπως λένε συνήθως στις συνεντεύξεις, χαίρομαι που μου την κάνετε.»
Όταν χαίρεται η Νινή Ζαχά χαίρεται αλήθεια και όχι τυπικά και ευγενικά, έτσι δεν είναι;
«Τουλάχιστον έτσι νομίζω ότι ξέρει ο περισσότερος κόσμος που με γνωρίζει. Χαίρομαι και γι’ αυτό ακόμα, για την παρατήρηση. Εγώ ήμουν ψώνιο πάντα. Το λέω με την έννοια, που πιστεύω πως πρέπει να είναι ένας καλλιτέχνης. Δηλαδή δεν νομίζω πως υπάρχει άνθρωπος στην τέχνη γενικώς, σε όλες τις τέχνες μάλλον, που κάνει κάτι καλό ή καλύτερο ή κάπως καλό, αλλά δεν έχει ψώνιο. Με άλλα λόγια, από πολύ μικρή, μα πάρα πολύ μικρή, μπορώ να πω απ’ τον καιρό που ακόμα δε μιλούσα καλά καλά, είχα μανία με τη μουσική. Όταν ο πατέρας μου έπαιζε με την ορχήστρα του, εγώ έπαιρνα δυο κλαδιά από ένα δέντρο και έκανα ότι έπαιζα δήθεν βιολί δίπλα στο πάλκο, σώνει και καλά ότι είμαι καλλιτέχνης, ότι παίζω κάποιο όργανο. Κάπου μέσα μου πίστευα από 2,5 – 3 ετών ότι θα γινόμουν κάτι σ’ αυτό τον χώρο. Άρα, η επιτυχία η μετέπειτα, μετά απ’ το ’39, που βγήκα στον Αττίκ, ναι μεν μου άρεσε, αλλά δεν μπορώ να πω ότι ήταν έκπληξη και ότι με έκανε να νιώσω κάπως αλλιώτικα απ’ τα άλλα παιδιά. Βέβαια, μπορεί να είναι εγωιστικό αυτό που λέω, σήμερα, αλλά τότε δε θα μπορούσε να είναι εγωιστικό.»
Δε σας έκανε δηλαδή το παιδί με έπαρση, το εγωιστικό;
«Όχι προς Θεού, καθόλου. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, τώρα πια, προσπαθώ να εξηγήσω γιατί εγώ δεν υπήρξα παιδί με καπρίτσια και έτσι δεν καβαλάς το καλάμι όταν δεν σου έρχεται ξαφνικά η επιτυχία.»
Σκεφτήκατε ποτέ ότιθα μπορούσατε να κάνετε κάτι άλλο; Δηλαδή θα μπορούσατε να γίνετε ένας καλός δικηγόρος ή μια καλή φιλόλογος;
«Δεν το σκέφτηκα. Το είχε σκεφτεί πολλές φορές η μητέρα μου, που μου το έλεγε όταν με άκουγε σε συζητήσεις, «εσύ έπρεπε να γίνεις και δικηγόρος», γιατί βεβαίως της άρεσε πάρα πολύ αυτό που ήμουν, αλλά ήθελε να ήμουν και δικηγόρος, γιατί θα κέρδιζα όλες τις δίκες. Αλλά ξέρετε πως βλέπουν οι μητέρες τα παιδιά τους.»
Πιστεύετε ότι το περιβάλλον σας έπαιξε τον ιδιαίτερο ρόλο ή ότι ήσασταν χαρισματικός άνθρωπος;
«Με εξαιρέσεις δεν νομίζω ότι ένας άνθρωπος με ταλέντο σε κάποια τέχνη, μπορεί να πάει πάρα πολύ μπροστά όταν οι δικοί του είναι εχθρικοί σ’ αυτό που κάνει. Οι δικού μου δεν ήταν καθόλου εχθρικοί. Αλλά παράλληλα, ήμουν και πολύ τυχερή και αυτό επίσης είναι ένας μεγάλος παράγοντας στην καριέρα του κάθε καλλιτέχνη.»
Θεωρείτε δηλαδή ότι είναι ουσιαστικός παράγοντας αυτός;
«Βεβαίως. Και αυτό το ξέρω γιατί ασχολούμαι όσο μπορώ περισσότερο με τους νέους και βλέπω ότι πολλά ταλέντα σήμερα δεν έχουν βγει στην επιφάνεια λόγω ακριβώς έλλειψης τύχης. Πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να προχωρήσουν διότι δεν έχουν τύχη. Δε μιλάω ούτε για τα μέσα, ούτε για όλα αυτά τα κυκλώματα. Πιστεύω πολύ στην τύχη.»
Θα μπορούσατε εσείς να γράψετε τραγούδια για τις ταβέρνες, για τα μαγαζιά της Πέτρου Ράλλη ή της Εθνικής Οδού, δηλαδή μπορείτε να γράψετε καψουροτράγουδα;
«Πάλι χαίρομαι γι’ αυτή την ερώτηση, γιατί και εγώ γράφω τραγούδια του έρωτα, αλλά δεν είναι καψουροτράγουδα. Δε θα μπορούσα ποτέ να γράψω κάτι που θα ενοχλούσε κάποιους. Και μιλάω με την έννοια του ερωτικού τραγουδιού. Δηλαδή οι λέξεις που θα χρησιμοποιούσα, λέγοντας τα ίδια πράγματα πιθανώς που ακούγονται στα λεγόμενα καψουροτράγουδα, δε θα ήταν οι ίδιες. Άρα, δε θα τραγουδιόντουσαν σ’ αυτά τα μαγαζιά.»
Ενώ εσείς θα περιγράφατε τις ίδιες καταστάσεις.
«τις ίδιες καθημερινές μας ερωτικές καταστάσεις.»
Έχετε εμφανιστεί σε πολλές πίστες αλλά και σε σκηνές θεατρικές. Θέλετε να θυμηθούμε μαζί ποιο κοινό σάς υποδέχθηκε καλύτερα και πού κατά τη γνώμη σας αρέσατε περισσότερο;
«Εδώ δεν μπορώ να είμαι αντικειμενική. Έχω τόση αγάπη στο ελληνικό κοινό, ειλικρινά, μπορώ να το λέω σήμερα πια, χωρίς κανένα συμφέρον.»
Δεν κολακεύετε δηλαδή.
«Δεν κολακεύω πια. Υπάρχουν πολλά μέρη στον κόσμο που θυμάμαι με αγάπη το κοινό τους π.χ. τη Σουηδία, όπου όταν πήγα να πρωτοεμφανιστώ, ήταν το βαριετέ τότε της μόδας, τη δεκαετία του ’50 μιλάμε, οι συνάδελφοι μου είπαν «πρόσεξε, εδώ είναι πάρα πολύ, μα πάρα πολύ, κρύοι».
Δηλαδή δεν αντιδρούν, δεν καταλαβαίνει ο καλλιτέχνης αν αρέσει;
«Δε χειροκροτάνε εύκολα. Εγώ έβγαινα στη σκηνή και έκανα τον κόσμο να διασκεδάζει. Δεν τους έκανα, όπως είναι της μόδας τώρα, κάτι κουλτουριάρικο. Έπαιζα όργανα, τραγουδούσα, χόρευα κλακέτες, έδινα κέφι. Αλλά παρ’ όλα αυτά μου είχαν πει «ό,τι και να κάνεις δε θα τους πάρεις μαζί σου, δε θα τους πιάσεις». Εγώ τους έπιασα ίσως διότι προσπάθησα να είμαι η ίδια, που ήμουν και στους Γάλλους ή στους Γερμανούς ή στους Άγγλους. Ήταν ένα κοινό πολύ καλό και πολύ ενθουσιώδες για μένα. Δεν τους ξεχνάω, ακριβώς ίσως διότι μου είπαν ότι είναι τόσο κρύοι.
Σε πολλά μέρη του κόσμου συνάντησα πολύ καλό κοινό. Κοίταξε, ήταν τέτοιο το είδος της δικής μου ατραξιόν εκείνο τον καιρό, γιατί ήμουν η μόνη γυναίκα που έπαιζε τόσα πολλά όργανα, που τραγουδούσε, που χόρευε, που έκανε αστεία με το κοινό, που πολλές φορές έκανε κάτι που δεν το περιμένανε.
Θυμάστε κάτι;
«Στη Σουηδία έγινε κάτι που δεν το έχω πει ποτέ, το θυμήθηκα τώρα, γιατί δε θυμάμαι πολλά απ’ το παρελθόν. Μου αρέσει να ζω πολύ το παρόν.»
Αφού έχετε παρόν και πολύ μέλλον, γιατί να σταματάτε στο παρελθόν;
«Σε όλο το βαριετέ υπήρχε μια μπάντα που έπαιζε ή συνόδευε τα νούμερα, τους ταχυδακτυλουργούς, τα χορευτικά, τα μπαλέτα. Υπήρχε και ένα στιγμιότυπο με τη μπάντα που έπαιζε εμβατήρια. Για να τους ξυπνήσω κάπως, διότι στα πρώτα λεπτά δεν ήταν και τόσο ζεστοί, με το πρώτο χειροκρότημα που άκουσα, άρπαξα ένα κόρνο, όργανο που εγώ δεν έπαιζα ποτέ μου, αλλά επειδή τα είχα καλά με την τρομπέτα και τρομπόνι τα κατάφερα, και άρχισα να τους κάνω με το κόρνο τάχα ότι δε θέλω να ξανατραγουδήσω και αυτοί φουντώσανε και άρχισαν να με χειροκροτούν πολύ πολύ δυνατά.
Και εκεί ακόμα με βοήθησε ο Αττίκ, η πείρα του, αυτό που λέγεται πώς προκαλώ τον κόσμο να έρθει μαζί μου. Αυτό μου το έχει δώσει ο Αττίκ, κανείς άλλος. Αλλά όσο για το καλύτερο κοινό στον κόσμο, δεν μπορώ παρά να το επαναλάβω, εμείς, το δικό μας κοινό.»
Το ελληνικό.
«Οι Έλληνες, οι οποίοι όπως θα έχετε υπόψη σας, επιτρέπουν πάντα να μένουν εκείνοι -βγάζοντας τον εαυτό μου απέξω- που αξίζουν.»
Που δικαιωματικά δηλαδή τους ανήκει το χειροκρότημα.
«Δικαιωματικά τους ανήκει το χειροκρότημα, γι’ αυτούς μιλάω πάντα. Γίνονται μεγάλες φούσκες, μεγάλα πυροτεχνήματα και λέμε, μα μπορεί τώρα το ελληνικό κοινό να δέχεται αυτόν ή αυτήν και να τους κάνει τεμενάδες; Αποκλείεται. Ένα, δύο χρόνια κι έχουν φύγει αυτοί, ενώ παραμένουν οι άλλοι.»