Η κουβέντα με τον Γιάννη Πάριο γίνεται στην ηλιόχαρη κουζίνα του σπιτιού του. Μπροστά του, ένα πιάτο με κομμένη ντομάτα και φέτα και ένα ποτήρι λευκό κρασί. Νομίζεις ότι θα ανοίξει το παράθυρο και θα πεταχτεί μέσα ένα γλαροπούλι. Επειτα από 43 χρόνια καριέρας και ενώ ετοιμάζεται για περιορισμένες εμφανίσεις στο Παλλάς (από 14/12) ο Γιάννης Πάριος δεν φαίνεται να έχει ξεχάσει από πού έρχεται: «Στην Πάρο έχω μια φωτογραφία όπου είμαι έντεκα χρόνων και κοιτάζω το πέλαγος. Το κοιτούσα και έλεγα: “Θα το σκίσω”!». Είναι ευγενής, ευθύς, «ντόμπρος», της «πιάτσας», εκκωφαντικά οικείος, όχι για να είναι αρεστός, αλλά επειδή έτσι τού «βγαίνει». Είναι ο σταρ της πίστας που μπορεί ακόμη να τραγουδάει «για πάρτη του». Χτυπάει το χέρι στο τραπέζι, απολαμβάνει, όπως και στη δισκογραφία του, να αποκαλύπτει τις ρωγμές του, αυτοσαρκάζεται: «Γιατί, δηλαδή, άμα έχεις εγγόνι δεν είσαι ερωτικός;». Επειτα από 43 χρόνια λαμπρής καριέρας και με μια φωνή μοναδική (που για πολλούς επισκιάζεται συχνά από ένα ρεπερτόριο δεύτερης διαλογής), ο Γιάννης Πάριος δεν φαίνεται να ξεχνάει πού θέλει, με το πρώτο πλοίο, να γυρίσει.

Περιγράψτε μου μια εικόνα από τα παιδικά σας χρόνια που επιστρέφει συχνά. «Σε μένα τα παιδικά χρόνια δεν επιστρέφουν, γιατί δεν έχουν φύγει ποτέ. Μου τα θυμίζει η Πάρο (σ.σ.: όχι “η Πάρος”) κάθε φορά που πηγαίνω και κάθε φορά που φεύγω. Θυμάμαι τότε που ήμουν γύρω στα έντεκα και δεν είχα καλά παπούτσια. Επαιρνα πάντα αυτά που μου έδινε ο ξάδερφός μου, ο Γιαννάκης, που ζούσε στην Αθήνα. Δεν ήταν κι αυτός ο φουκαράς κανένας πλούσιος, τα έλιωνε, κι εγώ πήγαινα και τους έβαζα χαρτόνια για να μη βρέχονται τα πόδια μου. Μια μέρα, μου λέει ο μπαμπάς μου: “Τα Χριστούγεννα θα σου πάρω παπούτσια”. Εκεί κοντά στον φάρο του πατέρα μου, ένα φορτηγό έπεσε σε φουρτούνα, πέταξαν το φορτίο του, γέμισε η ακτή λάστιχα αυτοκινήτου. Τα μάζεψε ο πατέρας, τα έδωσε έναντι στον τσαγκάρη και του είπε: “Κάνε στον μικρό παπούτσια”. Το βράδυ που μου τα έφερε, παραμονή Χριστουγέννων, δεν κοιμήθηκα καθόλου. Είχα το κεφάλι στην άκρη του κρεβατιού και τα έβλεπα. Περίμενα να ξημερώσει, να τα βάλω στην εκκλησία. Μόλις τα φόρεσα, του είπα: “Eχω ένα παράπονο, ρε μπαμπά, δεν κάνουν γκζ-γκζ”. Μου λέει: “Ετσι κάνει το δέρμα, παιδί μου. Αυτά είναι από λάστιχο. Θα κρατήσουν περισσότερο όμως”».

Είναι αλήθεια ότι ο πατέρας σας ήταν ο πρώτος που πίστεψε σε εσάς; «Ναι, στην Πάρο ήξεραν τον Γιάννη που τραγουδάει, που ψέλνει, που παίζει κιθάρα… Ο πατέρας μου, όμως, ήταν εκείνος που με πίστεψε και εκείνος που μου άφησε το καλύτερο κομμάτι σοφίας. Οταν αποφάσισα να γίνω τραγουδιστής, όλοι αντιδρούσαν. Μόνο η μάνα μου ήταν αμέτοχη, κάπου με πίστευε και εκείνη. Αντιδρούσαν, όμως, οι αδελφές μου, οι γαμπροί μου: “Ελα, ρε Γιάννο, τραγουδιστής θα γίνεις; Χιλιάδες πάνε και δεν τα καταφέρνουν, εσύ θα πετύχεις;”. Κι εγώ έλεγα: “Θα πάω να κάνω αυτό που μου αρέσει και θα πετύχω… Δεν θέλω σώνει και καλά να σπουδάσω!”. Ξέρεις, στα χωριά, στα νησιά ειδικά, ρωτούσαν: “Τι θα γίνει ο γιος σου, κυρα-Μαρουσώ;”. Και έπρεπε να πεις “ή γιατρός ή παπάς ή δάσκαλος, δικηγόρος” σπάνια… Μια μέρα, γυρίζω στον καπετάν Χαραλάμπη: “Μπαμπά, εσύ τι λες;”. Μου απαντά: “Εγώ σου έχω τεράστια εμπιστοσύνη, παιδί μου, μόνο, ό,τι κι αν κάνεις στη ζωή σου, να ξεπεράσεις το μέτριο. Μη γίνεις μέτριος. Λούστρος; Πρώτος λούστρος. Γιατρός; Πρώτος γιατρός. Τραγουδιστής; Πρώτος τραγουδιστής. Στους πρώτους να είσαι πάντα”. Αυτό το κουβαλάω συνέχεια από εκείνον… Ηταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Αν έκανε κάποιος από εμάς αταξία, έλεγε στη μάνα μου: “Ελα, βρε Μαρουσάκι μου, έλα, μικρά είναι, θα μεγαλώσουν, θα γίνουν καλοί άνθρωποι”. Είναι το μεγάλο απωθημένο της ζωής μου που δεν είχα χρήματα για να τον πάρω, να τον σώσω όταν έπρεπε. Είχε κάνει μια εγχείριση και έπαθε σηψαιμία. Από αμέλεια γιατρού… Αλλά ήμουν στρατιώτης τότε, δεν είχα τα χρήματα. Δύσκολα χρόνια».

Στους φίλους που σας κορόιδευαν είχατε πει «Μια μέρα θα πληρώνετε για να με ακούτε». Είχατε από νωρίς το «ψώνιο» ότι θα τα καταφέρετε… «Δεν είχα “ψώνιο”, είχα αυτογνωσία. Δεν είναι ότι ήμουν πάνω στην οικοδομή και τραγουδούσα, και με άκουσε κάποιος και μου είπε: “Τι ωραία φωνή είναι αυτή!”. Αυτογνωσία είχα και τότε που χτύπησα το κεφάλι μου στον τοίχο, στη γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και Μάρνη! Εκανα ράμματα, δες στο μέτωπό μου το σημάδι! Με είχε στείλει τότε ο Γιώργος ο Κατσαρός σε μια μπουάτ. Θυμάμαι που τραγούδησα και, αφού με ξέχασαν δύο-τρεις ώρες, μου έβαλε ένας τύπος ένα εικοσάρι στο χέρι και είπε: “Αντε στο καλό”. Ξεκίνησα με τα πόδια για το σπίτι, το εικοσάρι δεν έφτανε, είχα και την κιθάρα στον ώμο. Και τότε βάρεσα το κεφάλι μου. Από πείσμα! Την άλλη μέρα είπα ότι δεν θα ξαναπάω να τραγουδήσω εκεί, θα το ρισκάρω, θα πάω στον απέναντι. Ρίσκαρα και κέρδισα. Το λέω και στα παιδιά μου. Η ζωή δεν χαρίζεται, κερδίζεται με αγώνα».

Ενας καθηγητής σάς είχε πει ότι θα γίνετε είτε καλλιτέχνης είτε δημοσιογράφος. Σήμερα γράφετε; «Ναι, γιατί έγραφα καταπληκτικές εκθέσεις. Πάντα γράφω, στίχους».

Κάποιοι μένουν στο συρτάρι; «Ναι, θα μου βρουν πολλά οι γιοι μου. Γιατί από μένα αποκλείεται να βγουν έξω».

Γιατί αποκλείεται; «Δεν θέλω… Δεν ξέρω γιατί δεν θέλω, μπορεί να είμαι κομπλεξικός. Οχι ότι είναι πολύ προσωπικά. Μπορεί να είναι και υπερβατικά, ίσως είναι κάποια πράγματα που λες “αποκλείεται να τα έχει γράψει ο Πάριος”.
Ισως παίζει ρόλο ότι στον κόσμο συστήθηκα ως τραγουδιστής και δεν θέλω να εμφανιστώ ως κάτι άλλο… Για μένα το ταλέντο δεν πρέπει να διαχέεται, αλλά να χαλιναγωγείται. Εκεί που είσαι ικανότερος, αυτό να δείχνεις».

Είναι αλήθεια ότι έχετε διαβάσει πολύ; «Εχω διαβάσει, έχω μια παιδεία, ας πούμε εγκυκλοπαιδική, αλλά έχω πάρει και από το σπίτι μου, από τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Ηταν απλοί άνθρωποι, με την έννοια του χαμόγελου και της αγάπης. Εζησα σε ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη. Ημουν, μάλιστα, το στερνοπούλι τους, ο τελευταίος που υποτίθεται ότι τους είχε μείνει, όταν οι άλλοι έψαχναν την τύχη τους, αλλά και το “μορφωμένο”. Αμα γινόταν καμία κουβέντα και δεν βρίσκαμε λύση μέσα στην οικογένεια, η μάνα μου έλεγε “να ρωτήσουμε και το μορφωμένο”. Και αργότερα, τότε που ήμουν φαντάρος στο Γενικό Επιτελείο και πηδούσα μάντρες για να τραγουδήσω κρυφά στην καλοκαιρινή “Νεράιδα”, διάβαζα. Οταν δεν τραγουδούσα, ήμουν ο τυπάκος της γωνίας, καθόμουν και διάβαζα Καζαντζάκη, Μαρξ, Λουντέμη, ό,τι θες, άκουγα και “έκλεβα” συνεχώς ό,τι μπορούσα».

Από την αρχή της καριέρας σας επιλέξατε να είστε ακομμάτιστος. Δεν πήρατε μέρος ούτε στις μεγάλες μεταπολιτευτικές συναυλίες ούτε στα φεστιβάλ των νεολαίων… Και μέχρι σήμερα κρατάτε αποστάσεις. «Ημουν και είμαι ακομμάτιστος. Για μένα αυτό που μετράει δεν είναι η κονκάρδα ούτε τι ψηφίζεις. Είναι η στάση ζωής. Αυτό χαρακτηρίζει σε ποιον χώρο ανήκεις. Τότε, βέβαια, ήταν μια εποχή που, ήθελες δεν ήθελες, έπρεπε να είσαι πολιτικοποιημένος. Πήγα και εγώ να μπω σε κάποιο κόμμα και βγήκα από την πίσω πόρτα. Σκέφτηκα ότι αυτοί είναι το άσπρο πρόβατο κι εγώ θα ήμουν το μαύρο. Εγώ θα έχω το χέρι στην καρδιά, εκείνοι θα το έχουν σηκωμένο γροθιά».

Τι ήταν εκείνο που σας απώθησε στο πολιτικοποιημένο τραγούδι; «Το ψέμα και η εκμετάλλευση. Γιατί τα έζησα από κοντά».

Δεχθήκατε ποτέ επιθέσεις από τους άλλους, τους «στρατευμένους» συναδέλφους σας; «Οχι, ποτέ. Δεν είχαμε διαφορές με τους συναδέλφους μου. Ηξεραν ποιος είμαι, ήξεραν ότι είμαι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, αλλά ότι δεν είμαι και ηλίθιος. Ελεγαν “Εντάξει, ο Γιάννης δεν μας ενοχλεί…”. Απλώς, τους ενοχλούσε που πουλούσα περισσότερο. Φαίνεται ότι ο κόσμος είχε περισσότερο ανάγκη να ακούσει “σ’ αγαπώ” παρά κάτι άλλο. Είχα δηλώσει κάποτε ότι πολλοί αριστεροί τότε έκρυβαν μέσα στην κομματική εφημερίδα έναν δίσκο μου. Οταν βγάζεις το κορίτσι σου έξω, θα ακούσεις Πάριο, όχι “Σώπα όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες!”».

Κάποτε είχατε πει: «Τι να πω στον κόσμο εγώ ο χορτάτος;». Μήπως αυτή η παλιά σας δήλωση ερμηνεύει σήμερα το μένος του κόσμου απέναντι σε μερικούς πολιτικοποιημένους συναδέλφους σας; «Καταλαβαίνω πού το πας… Στις πράξεις, όμως, δεν συμφωνώ. Ο καλλιτέχνης είναι ένα είδος βουλευτή. Μπορείς να τον αγνοήσεις, να μην πας να τον ακούσεις, αλλά όχι να ασκήσεις βία επάνω του, όχι με αυτόν τον χυδαίο τρόπο».

H νύχτα σάς έφθειρε όλα αυτά τα χρόνια; «Μου έχει αφήσει κάτι κουσούρια στο σώμα μου, στο στομάχι μου, αλλά να με φθείρει ως άνθρωπο, όχι, καμία σχέση. Αν δεν έκανα αυτή τη δουλειά, θα ήμουν ο χειρότερος πελάτης σε αυτά τα μαγαζιά. Δεν πίνω, δεν καπνίζω, είμαι σπιτόγατος, βλέπω ασπρόμαυρες ελληνικές κωμωδίες, βουρκώνω πάντα με την τελευταία σκηνή στο “Δεσποινίς ετών 39”. Οσο για τη νύχτα που λες, αυτό είναι παραμύθι, δεν υπάρχουν διαφορετικοί νόμοι. Ο,τι γίνεται τη νύχτα οργανώνεται από τους ανθρώπους της μέρας».

Ο Νίτσε έχει γράψει ότι «κάθε επάγγελμα, ακόμη και αν διαθέτει χρυσό πάτωμα, έχει από πάνω του ένα μολυβένιο ταβάνι που πιέζει με δύναμη την ψυχή, ώσπου να την παραμορφώσει». Το έχετε νιώσει αυτό; «Συνεχώς. Και είναι τεράστια η ευθύνη τού να σπρώχνεις προς τα πάνω, να μην αφήσεις το μολυβένιο ταβάνι να κατέβει».

Κατηγορούν τους περισσότερες καλλιτέχνες της γενιάς σας ότι κατατρύχονται από αυτή την αγωνία παραμονής στην κορυφή και γι’ αυτό αναλώνονται σε λάθος επιλογές. Εσείς βιώνετε σήμερα αυτή την αγωνία; «Οποιος νομίζει ότι είναι στην κορυφή είναι γελασμένος. Δεν υπάρχει κορυφή, υπάρχουν κορυφές. Είναι ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Καζαντζάκης, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης. Αυτοί είναι οι κορυφές. Αν μας σφυρίξουν και μας δεχτούν και εμάς τους νεότερους, θα είναι μεγάλη τιμή. Τα υπόλοιπα είναι μπούρδες. Ασε που η κορυφή πονάει κιόλας, άμα καθήσεις μόνος σου. Το ωραιότερο που μπορείς να κάνεις είναι να έχεις φτιάξει μια δική σου, μικρή κορυφή και να κατέβεις λίγο στην πεδιάδα να την καμαρώσεις. Εγώ το μόνο που έχω φτάσει να πω είναι ότι δεν ντρέπομαι για ό,τι έχω κάνει. Ως εκεί».

Υπάρχει η αίσθηση για σας ότι ενώ είστε πάντοτε επαγγελματίας, στην καριέρα σας στερείστε στρατηγικής και οράματος. Λένε ότι ήσασταν πάντα λίγο «χύμα», δεν κυνηγήσατε «στόχους», δεν κάνατε ελιγμούς, δεν είπατε «μετά θα κάνω έναν δίσκο με αυτόν τον συνθέτη»… «Αλήθεια είναι. Στη δουλειά ήμουν πάντα στρατιώτης. Εχω δουλέψει πολύ περισσότερο από άλλους που μπορεί να έχουν χρήματα, έχω δουλέψει χρόνια ατελείωτα. Το έχω πληρώσει μάλιστα και με αίμα, στην κυριολεξία, έκοψα το στομάχι μου δύο φορές… Υπερευαισθησία, όπως θες πες το. Ποτέ, όμως, δεν προγραμμάτιζα. Δεν έλεγα “θα πάω έξω από την πόρτα του τάδε… ” Το ωραιότερο πράγμα μου το είχε πει μια φορά ο Χατζιδάκις. Ημασταν στο παλιό αεροδρόμιο, αυτός πήγαινε Κρήτη με τους τραγουδιστές του, εγώ περίμενα να φύγω για Θεσσαλονίκη. Καθόμουν μόνος μου. Στεκόταν στην άλλη πλευρά της αίθουσας, τον είδα από μακριά, του χαμογέλασα. Ξαφνικά, τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου. Κοίταξα γύρω και είπα μέσα μου: “Κάπου πάει, αποκλείεται να έρχεται σε μένα”. Ηρθε κοντά μου. Σηκώθηκα. Μου είπε: “Τι κάνετε, κύριε Πάριε;”. Εγώ τα είχα χαμένα. “Καλά, κύριε Χατζιδάκι” ψέλλισα. “Το εννοώ το ‘κύριε’ που σας λέω. Είστε ο μοναδικός τραγουδιστής που δεν με έχει ενοχλήσει ποτέ, έστω και τηλεφωνικά. Και να ξέρατε πόσο το ήθελα! Καλό σας ταξίδι”. Είχα μείνει “παγωτό” εγώ. Δεν μπορούσα να μιλήσω, σκεφτόμουν συνέχεια αυτή την κουβέντα. Ούτε το αεροπλάνο φοβήθηκα εκείνη την ημέρα!».

Σήμερα δεν μετανιώνετε; «Μα στη ζωή μου μού έβγαιναν περισσότερο οι αυθορμητισμοί. Σε αυτούς υπήρχε η μεγαλύτερη αλήθεια μου. Και μην υποτιμάμε τον κόσμο, τη βλέπει την αλήθεια, την ακούει, την ανακαλύπτει στα γραπτά σου, στα τραγούδια σου…».

Μου είπατε για τον Χατζιδάκι, εγώ όμως θα σας ρωτήσω για εκείνη την ανεκπλήρωτη εις το διηνεκές συνεργασία με τον Θεοδωράκη… «Την παλιά; Για να είμαι ειλικρινής, δεν ανακατευόμουν τότε. Αισθανόμουν πάντα δέος απέναντί του. Δεν ήταν, όμως, στο χέρι μου… Την περίοδο εκείνη, άλλωστε, ήταν πολλοί γύρω μου. Σειρήνες από τον χώρο της δουλειάς που προσπαθούσαν να με σπρώξουν κοντά του ή να με πάνε μακριά του… Εδώ που τα λέμε, ήταν και μια εποχή που είχε “γκώσει” ο κόσμος με τόσο Θοδωράκη και φοβόμουν μη σκεφτούν: “Αντε, κι αυτός Θεοδωράκη θα μας πει;”. Και ας ήταν ερωτικός ο δίσκος εκείνος. Δεν μετάνιωσα όμως. Ο χρόνος με αντάμειψε, γιατί αργότερα συναντήθηκα με τον Μίκη».

Αλήθεια, τον άλλο τον Πάριο, που έχει τραγουδήσει «Πετροβολούσα τη ζωή» και «Ενα γέρικο καράβι», γιατί τον παραγκωνίσατε; «Εγώ τον παραγκώνισα; Ασ’ τα αυτά. Αυτά δεν λέγονται».

Ο Σταύρος Ξαρχάκος, με τον οποίο συνεργαστήκατε, είχε πει για εσάς ότι «οι παραγωγοί ασέλγησαν και εγκλημάτισαν πάνω σε αυτή τη σπουδαία φωνή…». «Πόσο δίκιο έχει ο Σταύρος! Να, η απάντηση σε αυτό που ρώτησες πριν. Το σινάφι… Δεν είμαι, όμως, άνθρωπος που τα ρίχνει στους άλλους. Εγώ με αδίκησα. Επρεπε να είμαι λιγάκι πιο πραγματιστής, λιγάκι πιο σκληρός και δίκαιος με τον εαυτό μου. Ηταν και οι εποχές τέτοιες. Ηταν τόσο συγκεχυμένα όλα τότε, που μέσα σε μια στιγμή μπορούσες να διαπράξεις το μεγαλύτερο λάθος ή να κάνεις την πιο σωστή κίνηση, και τα δύο να τα κουβαλάς σε όλη σου τη ζωή. Ημουν κι εγώ από τη φύση μου “χύμα” όπως είπες. Αλλά ήμουν συνεπής, ακόμη και στο “χύμα” μου. Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι έκανα παρέα με τον Λοΐζο. Ημασταν φίλοι, βγαίναμε έξω, πηγαίναμε γήπεδο και βρίζαμε, ο Μανώλης μάλιστα, έτσι τον έλεγα, ήταν ΠΑΟΚ. Ποτέ, όμως, δεν του είπα: “Ρε συ, εντάξει, κάνουμε παρέα και τα λοιπά, δεν κάνουμε και έναν δίσκο;”. Είχα κι αυτό το κομπλεξικό: “Αν του μπει στο μυαλό ότι εγώ έκανα παρέα μαζί του για αυτό;”. Ετσι, δεν το είπα ποτέ».

Το θέλατε όμως; «Σαν τρελός! Αυτή είναι άλλη ιστορία. Είναι κάποια πράγματα που δεν λέγονται».

Γιατί δεν λέγονται; «Γιατί είμαι αξιοπρεπής. Εχω μάθει τις ευθύνες να τις αποδίδω κατευθείαν στον άνθρωπο που έχω απέναντί μου, όχι να τις δημοσιοποιώ».

Σας καταλογίζουν ότι η διαχρονικότητά σας βασίζεται στη φωνή και όχι στο ρεπερτόριό σας… «Μεγάλη τιμή για μένα! Προτιμώ να μπω εγώ ο ίδιος στην κιβωτό που λέγεται “τραγούδι” παρά να μπουν τα τραγούδια μου και εγώ να τους κουνάω το μαντίλι από την προβλήτα!».

Αυτή η φωνή, όμως, δεν έπρεπε να πει και τα μεγάλα τραγούδια; «Το “μεγάλα” είναι υποκειμενικό. Διαχρονικά όμως; Ο κόσμος τα καθορίζει αυτά και όχι τρεις, πέντε, δέκα ειδικοί που θεωρούν ότι μεγάλο είναι αυτό που νομίζουν εκείνοι και όχι αυτό που αποδέχεται ο κόσμος. Εγώ είμαι λαϊκός. Εκείνοι τι είναι; Εγώ είμαι γιατρός και κάνω το αγροτικό μου, δεν έχω διαλέξει ειδικότητα. Εκείνοι τι είναι; Ειδικεύονται στη νευροχειρουργική και στις μεταμοσχεύσεις;».

Καταφέραμε να κάνουμε μια συζήτηση χωρίς να αναφερθεί αυτό το περίφημο «ο τροβαδούρος του έρωτα» που προκαλεί σε πολύ κόσμο αλλεργία. «Σε μένα να δεις! Μερικές φορές βλέπω τον εαυτό μου με χλαμύδα και λύρα και φτερωτά αγγελάκια πίσω μου… Δεν μπορείς, ωστόσο, να ελέγξεις τον καθένα τι ταμπέλα θα σου βάλει. Το “τραγουδιστής της αγάπης”, όμως, δεν με ενοχλεί…».

Σας πικραίνει που σήμερα, στην ωριμότητά σας, δεν έχετε «στεριώσει» δίπλα σε κάποιον; «Το αποδέχομαι. Οχι ότι είμαι μια χαρά, μη λέω μπούρδες! Υπάρχουν νύχτες που θέλω να πω φωναχτά κάτι, που θέλω επιλεκτικά κάποιον, που ανοίγω όλες τις τηλεοράσεις για να ακούω θόρυβο. Προτιμώ, όμως, να είμαι μόνος από το να πληγώνω έναν άνθρωπο».

Πώς θέλετε να σας θυμούνται; «Αυτό που με νοιάζει είναι πώς θα με θυμούνται τα παιδιά μου. Θέλω να λένε πως είχαν έναν καταπληκτικό πατέρα. Αυτό που λέω εγώ για τον δικό μου. Το μόνο που πέτυχα στη ζωή μου. Σύζυγος δεν είμαι καλός. Σύντροφος ήμουν καλός, όσο διαρκούσε. Αλλά καλός πατέρας δεν έπαψα να είμαι. Και δεν το κάνω επειδή πρέπει, αλλά επειδή πιστεύω ότι δεν έχω πολυτιμότερο πράγμα από τα παιδιά μου».

Σήμερα, στα 66 σας χρόνια, νιώθετε ότι έχετε απολέσει ένα κομμάτι του παλιού εαυτού σας; Ζηλεύετε καθόλου τον Πάριο των 20, των 30 ετών; «Ισα ίσα, πολύ θα ήθελα τότε να είχα αυτό που έχω τώρα. Δεν “ωρίμασα”, γιατί τη φιλοσοφία της ζωής μου ακόμη την ψάχνω. Ωριμάζω, ναι. Αυτό, όμως, που έχω πλέον ως μότο είναι ότι “είμαι κάτι γιατί ξέρω ότι δεν είμαι τίποτε”. Το έχω συνειδητοποιήσει αυτό. Βλέπω ορισμένους οι οποίοι αποφασίζουν να γράψουν για τη ζωή τους. Το έχουν προτείνει και σε μένα, το έχουν κάνει μάλιστα και εν αγνοία μου, αλλά δεν θα το έκανα ποτέ. Υπάρχουν άνθρωποι καθημερινοί, με ζωή πολύ πιο δυνατή από τη δική μου. Αν κάνω μια βόλτα στην Πάρο και βρω έναν ψαρά, η ζωή του θα δώσει υλικό για ολόκληρο σίριαλ. Η δική μου δεν κάνει για τίποτε, απλώς έχει πάνω της “νέον”, φωτίζεται περισσότερο».

* Ο Γιάννης Πάριος θα βρεθεί στη σκηνή του Παλλάς, στην «αυτοβιογραφική» μουσική παράσταση με τίτλο «Ολα μου τα σ’ αγαπώ» (από τις 14 Δεκεμβρίου).