«Δεν ξέρω πώς να σας το εξηγήσω» είπε η γυναίκα του γιατρού.

Η Ελλη έγνεψε ενθαρρυντικά.

«Θέλω να κρατήσουμε το κλασικό ύφος, τις μπουαζερί. Αλλά να έχουν μοντέρνα γραμμή τα έπιπλα. Καταλαβαίνετε τι εννοώ;».

«Απολύτως» είπε η Ελλη. «Το στυλ Λιεζ είναι πολύ της μόδας στο Λονδίνο. Ολες οι εφοπλιστικές οικογένειες της Ελλάδας έχουν στα σαλόνια τους μπουαζερί με χρυσές μαρκετερί και έπιπλα σε μίνιμαλ ύφος. Δηλώνεις έτσι δύο πράγματα ταυτόχρονα: ότι έχεις χρήματα και ότι είσαι απλός άνθρωπος».

Η γυναίκα του γιατρού αναστέναξε ανακουφισμένη και ξέσφιξε το χερούλι της τσάντας Hermès. Κάθησε βαθιά στον δερμάτινο καναπέ, στη μέση του τεράστιου σπιτιού που είχε αγοράσει ο άνδρας της, χάρη στην άνθηση της εξωσωματικής γονιμοποίησης. «Ναι, ναι, ακριβώς αυτό. Τι σημαίνει Λιεζ; Είναι κάποιο θέρετρο;».

Η Ελλη τής εξήγησε υπομονετικά: ο Κριστιάν Λιεζ είχε κατακτήσει τους Ελληνες του Λονδίνου, ήταν σίγουρη αξία. Τον είχε συναντήσει και η ίδια προσωπικά, στο σπίτι του στο Παρίσι. Ηταν ο άνθρωπος που είχε διακοσμήσει το σκάφος του Ρούπερτ Μέρντοκ, το ατελιέ του Βαλεντίνο στην Πλας Βαντόμ και το σπίτι του Λάρι Γκαγκόζιαν στο Σεντ Μπαρτς.

Στην περιγραφή της σκόπιμα παρέλειψε τις φριχτές λεπτομέρειες: το σπίτι του Λιεζ ήταν γεμάτο με κέρατα ελαφιών, τα οποία καυχιόταν ότι είχε σκοτώσει τελετουργικά στα νιάτα του, φορώντας κοστούμια του 18ου αιώνα, στριμώχνοντας τα άμοιρα ζώα, κάνοντας βαθιές υποκλίσεις μπροστά τους – «μπροστά στο θαύμα της ζωής» της είχε πει – και σκοτώνοντάς τα μετά με ξίφος.

Τα τελευταία δύο χρόνια η Ελλη δούλευε στο ελληνικό παράρτημα ενός μεγάλου αρχιτεκτονικού γραφείου στην Μποντ Στριτ. Είχε μάθει σε ποιο σημείο πρέπει να σταματάς με τους Ελληνες που επένδυαν σπασμωδικά τα χρήματά τους σε ακίνητα στο Μέιφερ και στο Νάιτσμπριτζ: τους υπόσχεσαι ένα αντίγραφο των εφοπλιστικών σπιτιών, κάτι από τον αέρα των ατρόμητων Ελλήνων που κυβερνούσαν το βρετανικό ναυτικό στα χρόνια των Ναπολεόντειων πολέμων. Κατόπιν τους καθησυχάζεις, λέγοντας ότι εν μέσω ελληνικής κρίσης οι γνώστες της κατάστασης επενδύουν στον χρυσό, στο ελβετικό φράγκο, αλλά κυρίως στην αγορά ακινήτων στο Λονδίνο. Υστερα τους φτιάχνεις ένα σπίτι με ιταλικούς καναπέδες και ντουλάπες χωρίς χερούλια. Προσθέτεις εδώ κι εκεί ταγιαρισμένους καθρέφτες ή γυάλινες ροζέτες. Τους συνοδεύεις για να δείτε μαζί μαντεμένιες μπανιέρες που καταλήγουν σε περίτεχνες οπλές λιονταριού. Και τους προτείνεις να βάλουν πάνω από το μαρμάρινο τζάκι μονοχρωματικά έργα που γυαλίζουν ευχάριστα, σαν δειγματολόγια του οίκου Verner Panton.

Ο έλληνας γιατρός είχε αγοράσει τη μονοκατοικία σε αστρονομική τιμή χωρίς ν’ ανοιγοκλείσει βλέφαρο. Η Ελλη είχε πολύ καιρό να δει τέτοια πολυτέλεια. Αποικιακό ύφος στα αετώματα, κολόνες και περιστύλια, πόρτες με καΐτια και ταγιαρισμένα τζάμια.

«Με τα έπιπλα τι θα κάνουμε;» ρώτησε.

«Ποια έπιπλα;».

«Ο καναπές που κάθεστε είναι γνήσιος Chesterfield».

«Α, αυτός. Οχι, δεν θέλω κάτι τόσο βαρύ εδώ. Να τον βάλουμε στο πλέι ρουμ;».

Ποιος θα έπαιζε εκεί και τι είδους παιχνίδια, αναρωτήθηκε η Ελλη. Οι κόρες του γιατρού σπούδαζαν στο Ρέντινγκ και στο Σίτι, ιστορία της τέχνης και ναυτιλιακά αντίστοιχα. Μπορούσε με κλειστά μάτια να περιγράψει το προφίλ της οικογένειας: ο μπαμπάς δούλευε από το πρωί ως το βράδυ χωρίς να κόβει αποδείξεις στις ασθενείς του, φουσκώνοντάς τες με ορμόνες. Η μαμά αγόραζε τσάντες-τρόπαια. Η μεγάλη κόρη προσπαθούσε να ξεφύγει κάνοντας κάτι ωραίο και άχρηστο. Η μικρή, πιο ρεαλίστρια, πρέπει να είχε ακούσει από τους συμμαθητές, στο ακριβό της σχολείο, για τον καθηγητή που δίδασκε γόνους εφοπλιστικών οικογενειών στο Σίτι. Ονειρευόταν να διευρύνει τον κύκλο της με τις σωστές γνωριμίες.

Ανασήκωσε τη βαριά βελούδινη κουρτίνα και κοίταξε έξω, στην πίσω αυλή. Οι κουτσουλιές των περιστεριών τής θύμισαν τον δικό της φοιτητικό κοιτώνα στη Γιούστον Σκουέρ. Τη βρώμικη μοκέτα, τους χαλασμένους πίρους στα παράθυρα, τη λυσσαλέα της ανάγκη να σπουδάσει αρχιτεκτονική για να αποδείξει κάτι. Κι από κεί, μ’ ένα άλμα της σκέψης, σκέφτηκε τους γονείς της, δημόσιους υπαλλήλους που είχαν χάσει το ένα μετά το άλλο όλα τα επιδόματα και της είχαν περιγράψει στο τηλέφωνο τη δραματικότητα της κατάστασης. «Δεν μπορούμε να πληρώσουμε το μεταπτυχιακό σου. Δεν υπάρχει δραχμή». Ετσι της είχαν πει, «δραχμή», και η Ελλη αστειεύτηκε λέγοντάς τους να μη φαντάζονται τα χειρότερα και να κλείσουν επιτέλους την τηλεόραση. Ο πατέρας της μουρμούρισε: «Δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω. Πρέπει να βρεις δουλειά». Κι έτσι μια ωραία μέρα παράτησε στη μέση το μεταπτυχιακό της με τίτλο «Το μπάνγκαλοου και η έννοια της αρχιτεκτονικής κλίμακας ως κοινωνιολογικό φαινόμενο στις παραθεριστικές κατοικίες των Βρετανών».

Οι μεσίτες, όταν αντάλλασσαν κλειδιά για να δείξουν διαμερίσματα στους πελάτες τους, έλεγαν: «Πάλι σε Ελληνες θα το δείξεις;». Τον τελευταίο χρόνο είχε αυξηθεί κατακόρυφα η ζήτηση ακριβών ακινήτων στο κέντρο του Λονδίνου. Μεγαλοδικηγόροι, πλαστικοί χειρουργοί, ιδιοκτήτες αντιπροσωπειών ή σουπερμάρκετ, κατασκευαστές και πολιτικοί που είχαν πάρει αμύθητες μίζες, τραγουδιστές και λογής λογής σταρ, οι ίδιοι άνθρωποι που πριν από μερικά χρόνια θα αγόραζαν μονοκατοικίες στην Εκάλη, σκάφη και εξοχικά με πισίνες υπερχείλισης, έβγαζαν τώρα τα λεφτά τους στο Λονδίνο. Χάρη στη μανία τους να επενδύσουν γρήγορα και να διακοσμήσουν τα σπίτια τους, η Ελλη βρήκε δουλειά. «Ή πρέπει να μάθουμε ελληνικά όλοι μας ή να προσλάβουμε Ελληνες» χαριτολογούσε το αφεντικό της, ένας μεσήλικος άγγλος αρχιτέκτονας με πολύ λευκό δέρμα και σπασμένα αγγεία στη μύτη.

«Ακούσατε τι σας ρώτησα;» είπε η γυναίκα του γιατρού.

Η Ελλη συνέχισε να κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. «Οχι, συγγνώμη, δεν σας άκουσα» δικαιολογήθηκε. «Σκεφτόμουν πώς θα επέμβουμε στον εξωτερικό χώρο…».

«Σας ρώτησα τι εννοούσατε προηγουμένως με το αποικιακό ύφος στη διακόσμηση».

Η Ελλη σήκωσε τους ώμους. «Αν θέλετε τη γνώμη μου, πιστεύω ότι πρέπει να διαλέξετε. Είναι υπέροχο αυτό το μαόνι παντού, οι σκάλες που τρίζουν…».

«Ανατριχιάζω!» φώναξε η γυναίκα του γιατρού. «Είναι φριχτό, σαν να γυρνοβολάνε ποντίκια…».

«Ναι, αλλά, ξέρετε, αυτή είναι η ιστορία του σπιτιού, το τρίξιμο, ο χρόνος που περνά. Θα μπορούσαμε, αν θέλετε, να αξιοποιήσουμε τα νεοκλασικά στοιχεία και να τονίσουμε αυτές τις αρχιτεκτονικές προεξο…».

«Οχι» είπε η γυναίκα του γιατρού, στυλώνοντας τα πόδια της. «Θέλω αυτό το Λιεζ, πώς το είπατε».

«Ναι, ασφαλώς» απάντησε η Ελλη. Η οικογένεια του γιατρού τούς είχε έρθει συστημένη από το μεσιτικό Φόξτονς και το αφεντικό τής είχε πει: «Μην αρχίσεις τις τρέλες σου πάλι, να σεβαστούμε το ύφος και λοιπά. Κάνε τους υποκλίσεις, ό,τι θέλουν».

Είχε μάθει από μικρή να κάνει υποκλίσεις. Είχε μπει στο καλύτερο και ακριβότερο σχολείο της Αθήνας με υποτροφία. Είχε συναναστραφεί παιδιά που έφερναν όπλα στην τάξη, που έλεγαν φράσεις όπως «ο μπαμπάς μου καθαρίζει εδώ». Οι πατεράδες τους είχαν πράγματι «καθαρίσει» κάνοντας δωρεές στην περιφέρεια Ανατολικής Αττικής, ζητώντας σε αντάλλαγμα μια θέση βουλευτή για τα βλαστάρια τους. Οι πρώην συμμαθητές της είχαν αγοράσει τα θέματα στο IB και ήταν σήμερα βουλευτές ή εφοπλιστές νέας κοπής. Σύχναζαν στο Αubaine ή στο Joe’s Cafe. Είχαν σπίτια στην Αντίπαρο, αλλά συνωστίζονταν – σκέφτηκε χαιρέκακα η Eλλη – σε μια μικρή παραλία όλοι τους. Στις διακοπές τους, όπως και στα ιδιωτικά κλαμπ του Λονδίνου, ήθελαν να είναι μόνοι τους. Μεταξύ τους. Μια ανέμελη ελληνική μαφία.

«Σκεφτόμουν να το νοικιάσω σε Ελληνες, για να γλιτώσω την Εφορία, ξέρετε. Λένε πως εδώ η Εφορία τσακίζει».

Οχι όσο το στυλ Λιεζ, ήθελε να της πει η Ελλη, αλλά συγκρατήθηκε. Υπόκλιση, σκέφτηκε. Κάνε μια μικρή, ασήμαντη υπόκλιση. «Οι Λονδρέζοι πληρώνουν 22% στην Εφορία».

«Ξέρετε, είμαστε Ελληνες, δεν είμαστε χαζοί. Υπάρχουν τόσοι κύπριοι επιχειρηματίες, έτσι δεν είναι; Μπορούν να πληρώσουν “μαύρα” για να νοικιάσουν ένα τέτοιο διαμέρισμα».

Η Ελλη δεν απάντησε.

Η γυναίκα του γιατρού χάιδεψε την τσάντα της και σηκώθηκε από τον καναπέ βγάζοντας μια κραυγή ευχαρίστησης. «Αχ, έχετε ακούσει αυτό το ανέκδοτο;».

«Ποιο ανέκδοτο;».

«Λένε ότι το Λονδίνο θα αλλάξει όνομα, θα το πουν New Athens» είπε η γυναίκα του γιατρού και έσκασε στα γέλια.

Οπως λέμε Νέο Ηράκλειο, σκέφτηκε η Ελλη και έκανε μια προσπάθεια να χαμογελάσει κι αυτή.

«Και γιατί όχι δηλαδή;» συνέχισε η άλλη. «Αφού η Ελλάδα καταρρέει. Υπάρχει η αφελής εντύπωση ότι εμείς θα τη σώσουμε. Εμείς;».

Αυτό ονομάζεται προσωπική ευθύνη, σκέφτηκε η Ελλη. Κοίταξε εξεταστικά τον πολυέλαιο για να μην προδοθεί.

«Γιατί δηλαδή να έχουν σπίτια στο Λονδίνο μόνο οι χιώτες καπεταναίοι;» επέμεινε η γυναίκα του γιατρού και έγειρε προς το μέρος της Ελλης: «Εχω διαβάσει τα πάντα γι’ αυτούς στα περιοδικά. Ζούσαν στο Ορκαρντ Κορτ, χα, και νόμιζαν ότι ήταν κάποιοι επειδή παρέθεταν δείπνα στη βασιλική οικογένεια. Καλούσαν μετά τον Κάρολο στο σκάφος τους για διακοπές και πίστευαν ότι θα γίνουν φιλαράκια. Ομως δεν αρκεί η οικονομική δύναμη, αγαπητή μου, χρειάζεται και φινέτσα».

Μιλούσε σαν να κάτεχε το μυστικό της φινέτσας, σαν να περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να καλέσει και αυτή τον Κάρολο σπίτι της σερβίροντας το δείπνο επάνω σε ασημένια σουπλά, το κρασί σε ασημένιες καράφες, υψώνοντας το ποτήρι της στη σωτηρία της Ελλάδας, η οποία εξαρτιόταν πάντα από κάποιον άλλο. Κάποιον που δεν έκανε καλά τη δουλειά του.

Η Ελλη θυμήθηκε αυτό που της έλεγε ο πατέρας της όταν ήταν νέα και κάπως άμυαλη και μεγαλοπιανόταν κι εκείνη, λόγω του σχολείου της, χωρίς λόγο: Στην Ελλάδα τα πολλά λεφτά τα παντρεύεσαι, τα κληρονομείς ή τα κλέβεις.

«Πάμε τώρα;» είπε η γυναίκα του γιατρού ανυπόμονα. «Εχω ραντεβού με τον άνδρα μου στο Harry’s Bar».

Η Ελλη υποκλίθηκε ελαφρά, επειδή πάνω απ’ όλα ήθελε να τελειώσει το μεταπτυχιακό της. Προσπαθούσε εκεί να αποδείξει ότι η ανώτερη τάξη της Αγγλίας περνούσε τις διακοπές της, τις πιο ανέμελες μέρες του χρόνου, σε μπάνγκαλοου. Η λέξη μπάνγκαλοου ήταν ινδική, σήμαινε «μικρό εξοχικό στα βουνά». Η υπόθεσή της ήταν ότι οι κατακτητές Βρετανοί είχαν ασυνείδητα εμπνευστεί από τους κατακτημένους Ινδούς. Πράγμα που ταίριαζε γάντι σε όσα συνέβαιναν τον τελευταίο χρόνο στην Ευρώπη. Δεν ήξερε ακόμη πώς και γιατί ταίριαζε. Αλλά καταλάβαινε – ένιωθε – ότι πλησιάζει στον πυρήνα μιας συνταρακτικής αλήθειας.