Το 2012 βρίσκει τη Θεοδώρα Τζήμου σε διαφορετικούς ρόλους εντός και εκτός κινηματογραφικής παραγωγής – «είναι αυτό που λένε ότι σου έρχονται όλα μαζί ή τίποτα».
Από τον πολυβραβευμένο «Άδικο Κόσμο» του Φίλιππου Τσίτου, στο «Μan at Sea», την ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη που μετά την προβολή της ξαναμονταρισμένη στο τελευταίο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ακόμη αναζητά τη διανομή της στις αίθουσες. Πρόσφατα, ολοκλήρωσε τα γυρίσματα στη μεγάλη μήκους ταινία της Ελίνας Ψύκου με τίτλο «Η επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά».
Στο θεατρικό σανίδι, η ηθοποιός ετοιμάζεται να αναμετρηθεί με τον επικό μονόλογο του Τιμ Κράουτς με τίτλο «My Arm», την ιστορία ενός κοριτσιού που αποφάσισε σε ηλικία δέκα ετών να σηκώσει το χέρι της ψηλά και να το κρατήσει έτσι για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Αυτή είναι και η δεύτερη φορά στην καριέρα της που συναντιέται με τη σκηνοθέτιδα, συγγραφέα και σεναριογράφο Έλενα Πέγκα: «Eίναι ένας άνθρωπος που εμπιστεύομαι, με εμπιστεύεται, υπάρχει μια χημεία μεταξύ μας».
Η πρώτη συνεργασία τους ήταν στο Booze της οδού Κολοκοτρώνη στις αρχές των 00s με το έργο «Όταν χορεύουν οι Gο-Gο Dancers».
Πέρα από «Το Χέρι», η κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου θα είναι το δεύτερο σπίτι της. Μέχρι το τέλος της σεζόν θα βρίσκεται εκεί ως Βούλα στην «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, αλλά και ως «Ωραία Ελένη» στον Τρωίλο και Χρυσηίδα του Σαίξπηρ με την ανατρεπτική ματιά του καταξιωμένου Λιθουανού σκηνοθέτη Οσκάρας Κορσουνόβας. Εκτός του ότι νιώθει τυχερή που δουλεύει σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, η ίδια εξομολογείται στο BHMADONNA ότι «πάντα βρίσκεις κομμάτια σου που εμπεριέχονται σε αυτό που κάνεις, αλλιώς δεν έχει και νόημα. Σαν πλάσμα ο άνθρωπος είναι πολλά διαφορετικά πράγματα, οπότε πάντα υπάρχουν κοινά με μένα και τους ρόλους μου. Δεν μπορώ όμως να πω συγκεκριμένα πως σε αυτό το ρόλο με βλέπω πιο κοντά ή στον άλλο».
Δεν μπορώ να βάλω το θέατρο, το σινεμά ή την τηλεόραση σε σειρά προτεραιότητας. Έχω κάνει λίγη τηλεόραση για αυτό και θα την αφήσω απ’ έξω. Το θέατρο και το σινεμά τα βάζω μαζί. Δεν μπορώ να τα διαχωρίσω. Καθένα έχει το ενδιαφέρον του ξεχωριστά, ενώ και τα δύο είναι πολύ σημαντικά για μένα. Μεταξύ τους αλλάζουν οι κώδικες με ένα τρόπο, αλλά η ουσία τους είναι σχεδόν η ίδια. Μιλώντας όμως για την ποιότητα που τα περιστοιχίζει, βρίσκω μια διαφοροποίηση στο μικροκόσμό τους. Οι σινεματζήδες έχουν μια κανονικότητα που δεν τη βλέπεις στο θέατρο. Τους βρίσκω πιο γοητευτικούς και ενδιαφέροντες. Στο θέατρο συναντάς μια δηθενιά. Και δεν μιλάω για την υποκριτική διαδικασία που και στα δύο βρίσκω ότι είναι εξίσου ενδιαφέρουσα.
Δεν πιστεύω στην έννοια της μούσας. Δεν νομίζω ότι υφίσταται η έννοια αυτή όπως λειτουργεί σήμερα το θέατρο ή το σινεμά. Επίσης, δεν θεωρώ δεδομένο ότι θα δουλεύω με τους δύο αυτούς ανθρώπους (σσ. τους Κωνσταντίνο Γιάνναρη και Μιχαήλ Μαρμαρινό) πάντα. Είναι δύο άνθρωποι που εκτιμώ πάρα πολύ και φυσικά υπάρχει μια χημεία μεταξύ μας για αυτό και γίνονται και έχουν γίνει τόσα μεταξύ μας. Αλλά ως εκεί. Από εκεί και πέρα μου αρέσει να δουλεύω με ανθρώπους που ξέρω και με ξέρουν. Μπορεί να αποβεί γόνιμο αυτό. Και εγώ νιώθω πιο άνετα όταν με ξέρει ο άλλος. Είμαι πιο δημιουργική.
Υπάρχει μια τρομολαγνεία σε σχέση με την κρίση. Φυσικά και με απασχολεί το οικονομικό, όπως όλους, και σαφώς υπάρχει το πρακτικό γεγονός ότι πλέον δεν υπάρχουν χρήματα. Θέατρα κλείνουν, έχουν μειωθεί οι αμοιβές μας ή γίνονται αρκετές δουλειές χωρίς λεφτά, αλλά θεωρώ ότι υπάρχει και ένα κομμάτι τρομοκρατίας μέσα σε όλο αυτό που μας κάνει να διογκώνουμε αυτό που μας συμβαίνει.
Η τέχνη οφείλει να παίρνει θέση και να έρχεται αντιμέτωπη με οτιδήποτε κοινωνικό συμβαίνει. Επειδή νιώθουμε μια επικινδυνότητα, δεν υπάρχει ασφάλεια, για κάποιο λόγο αυτό είναι ένα γόνιμο πεδίο για να γίνουν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Πιο χειροπιαστά, πιο χειροποίητα, πιο απλά και ίσως πιο ουσιαστικά ως αποτέλεσμα.
Από όταν ήμουν στο σχολείο ένιωθα ότι είχα μέσα μου μια ενέργεια που έπρεπε κάπως να τη διοχετεύσω. Μου άρεσε να «δείχνομαι», στις σχολικές γιορτές και στα παιχνίδια που παίζουμε ως παιδιά. Στα πάντα.
Το ότι έγινα ηθοποιός ήταν όλο θέμα συγκυριών. Καταρχήν, βαριόμουν το διάβασμα στο σχολείο. Στην τρίτη Λυκείου που έπρεπε να πάρω μια απόφαση για το αν θα έδινα πανελλήνιες ή όχι, βρέθηκα σε ένα θεατρικό χώρο και κάπως έτσι ήρθαν τα πράγματα.
Δεν υπάρχει κάτι για το οποίο μετανιώνω για να πω ότι πάω πίσω και ξαναρχίζω από την αρχή κάπως αλλιώς. Έχω κάνει πολλά λάθη, αλλά αν τα χρησιμοποιήσεις σωστά, ξέρεις να τα παίρνεις μαζί σου.
Το να σηκώσεις το χέρι ψηλά είναι διαμαρτυρία. Σηκώνω το χέρι για να με δει κάποιος. Έχω βρει πάρα πολλές φράσεις που έχουν μέσα τους το χέρι: από πρώτο χέρι, από χέρι σε χέρι, δίνω ένα χέρι βοηθείας, βάζω το χέρι μου στη φωτιά, δεν μου κοβόταν καλύτερα το χέρι, με το χέρι στην καρδιά, τα λέω ένα χεράκι, χέρι-χέρι, νίπτω τας χείρας μου και πολλές άλλες.
Θα σήκωνα το χέρι μου ψηλά για τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, για τους ανθρώπους που αγαπώ. Για να προστατέψω κάτι που εγώ θεωρώ πολύ σημαντικό. Την αγάπη.
Δεν ξέρω ποιο είναι το πιο τρελό πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου. Τι σημαίνει τρελό; Δεν μπορώ να σκεφτώ έτσι. Εμένα μου φαίνονται κανονικά ότι έχω κάνει. Τώρα αν σου διηγηθώ κάτι κι εσύ μου πεις, «α, τι τρέλα έκανες», εγώ δεν το αντιλαμβάνομαι ως τρέλα εκείνη τη στιγμή, αλλά ως κάτι πολύ σημαντικό.
Φυσικά και διαβάζω τις κριτικές. Ό,τι θεωρώ πως μπορώ να το χρησιμοποιήσω, το χρησιμοποιώ. Αλλά δεν θα πεθάνω κιόλας αν είναι κακές. Μού είναι απόλυτα συνειδητό πως σε κάποιους ανθρώπους θα αρέσω και σε κάποιους δεν θα αρέσω και προχωράω με αυτό.
Με κυνηγάει το μικρόφωνο. Δεν διαχωρίζω το τραγούδι από το λόγο. Με ένα τρόπο ο λόγος είναι τραγούδι και το τραγούδι είναι αφήγηση. Δεν αισθάνομαι ότι κάνω κάτι διαφορετικό όταν κρατάω ένα μικρόφωνο ή υποδύομαι κάτι, φέρω ένα κείμενο.
Ακούω τα πάντα. Από βορειο-ηπειρώτικα κλαρίνα μέχρι πανκ. Από ελληνικές μπάντες μου αρέσουν οι Expert Medicine, για να στηρίξουμε και λίγο το ελληνικό στοιχείο. Aπό ξένες, οι αγαπημένοι μου αυτή την εποχή είναι oι A Place To Bury Strangers. Πεθαίνω…
Δεν ξεχωρίζω στιγμές στην καριέρα μου. Κάθε φορά, ό.τι κάνω εκείνη τη στιγμή μού φαίνεται πολύ έντονο και ανεξίτηλο. Κι ευτυχώς δηλαδή, γιατί τότε θα βαριόμουν.
Σε δέκα χρόνια από σήμερα, σε επαγγελματικό επίπεδο θα ήθελα να συνεχίσω να δουλεύω με ανθρώπους που εκτιμώ. Σε προσωπικό επίπεδο θα ήθελα λίγο να ησυχάσω με τον εαυτό μου. Να με αποδεχτώ πιο πολύ, όπως και να αποδεχτώ και τους γύρω μου. Υπάρχουν μερικά κομμάτια του εαυτού μου που δεν τα αποδέχομαι ακόμα. Την τεμπελιά μου και το θυμό μου.
Η απόλυτη ευτυχία για μένα αλλάζει κάθε στιγμή. Δεν είναι ένα πράγμα. Βασικά να είμαι απορροφημένη σε αυτό που κάνω 100%, ό,τι κι αν είναι αυτό.
Με αηδιάζει η γκρίνια αδιανόητα. Δεν ξέρω πώς να τη διαχειριστώ, σε όλα τα πράγματα. Ξαφνικά γίνονται όλα αυτά επειδή υπάρχει κρίση. Φυσικά και υπάρχει κρίση. Το θέμα είναι πως εσύ το διαχειρίζεσαι αυτό. Μην γίνεσαι θύμα μιας ιδέας. Φτάσαμε εδώ που φτάσαμε από μια συνέχεια πραγμάτων, είμαστε υπόλογοι για αυτό όπως και υπεύθυνοι, δεν μας την έστειλε κάποιος.
Όταν οι άνθρωποι είναι ευγενικοί χαμογελάω. Έχω παρατηρήσει πως επειδή η εποχή είναι λίγο περίεργη νιώθουμε κάπως πιο κοντά ο ένας στον άλλον. Σαν δηλαδή, εγώ και εσύ που δεν γνωριζόμαστε να έχουμε μια συνενοχή μεταξύ μας ότι τραβάμε το ίδιο ζόρι.
Είμαι στο Facebook, αλλά βαριέμαι αδιανόητα να μπω. Δεν είναι καθόλου μέρος της ζωής μου. Από βαρεμάρα κι από χαζομάρα, μπορεί να μπω σε αυτό μια φορά το μήνα.
Τα social media με ένα τρόπο, ναι, βοηθάνε στην προβολή μιας δουλειάς αν σκεφτείς ότι οι άνθρωποι καταναλώνουν αρκετό χρόνο στο να ασχολούνται με αυτά. Είναι πλέον φυσικό επακόλουθο η προβολή μιας δουλειάς να γίνεται πια έτσι.
Δεν ξέρω τι σημαίνει επιλεκτική. Εγώ απλώς επιλέγω να διαλέγω να είμαι εκεί που θέλω. Και προσπαθώ να είμαι συνεπής απέναντι στις επιλογές μου.
Δίνω σημασία στην εμφάνισή μου, αλλά όχι δεν ασχολούμαι με τη μόδα. Ένα ρούχο μπορεί να είναι αγαπημένο γιατί μου θυμίζει κάτι, γιατί το συνδέω με ένα πρόσωπο. Μπορεί να είναι ένα παλτό της γιαγιάς μου το οποίο μου έχει κάνει δώρο. Μόνο όταν τα αντικείμενα ή τα ρούχα συνδέονται με καταστάσεις ή με ένα πρόσωπο έχουν σημασία για μένα.
«Το χέρι» του Τιμ Κράουτς κάνει πρεμιέρα στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου στις 13 Φεβρουαρίου, για 16 μόνο παραστάσεις.
«Η αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα παίζεται στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου μέχρι τις 6 Μαΐου. Παράλληλα, στις 3 Μαρτίου θα ξεκινήσουν και οι παραστάσεις του έργου του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ «Τρωίλος και Χρυσηίδα» σε σκηνοθεσία του Οσκάρας Κορσουνόβας.

![Golden visa: Μειώνονται το ενδιαφέρον – Τι φρενάρει η ζήτηση [πίνακες]](https://www.tovima.gr/wp-content/uploads/2025/12/26/18644925-90x90.jpg)

