Ιούλιος του 1977. Πλησίαζε η τρίτη επέτειος από το πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο και την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, όταν ο τότε πολιτικός συντάκτης του «Βήματος» Σταύρος Π. Ψυχάρης επέστρεφε από τη Λευκωσία έχοντας λάβει μια συνέντευξη η οποία προκάλεσε πολύ μεγάλη αίσθηση όταν δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» την ημέρα της επετείου, την Κυριακή 24 Ιουλίου, υπό τον τίτλο: «Ο Πρόεδρος Μακάριος ιστορεί: Πώς γλίτωσα απ Δ τον θάνατο».

Για πρώτη φορά ο Μακάριος εξιστορούσε αναλυτικά την πορεία του από τη στιγμή που άκουσε τους πρώτους πυροβολισμούς στο προεδρικό ώσπου έφθασε στο Λονδίνο μέσω Μάλτας. Μιλούσε για όλους και για όλα: για εκείνους που τον φυγάδευσαν, για τις διαδρομές που ακολούθησε, για το αυτοκίνητο που έμεινε από βενζίνη κατά τη διαφυγή του, για τις αντιδράσεις του λαού, για τα συνθηματικά που χρησιμοποίησε… Και εξέφραζε τις σκέψεις του για τη χούντα που θέλησε να τον σκοτώσει φέρνοντας την καταστροφή, για τους Αμερικανούς και τον Κίσινγκερ, για τους Αγγλους, για το πώς και γιατί πήρε τελικά την απόφαση να φυγαδευτεί από την Κύπρο.

Η συνέντευξη του Μακαρίου στο «Βήμα» ήταν μια δημοσιογραφική επιτυχία πρώτου μεγέθους. Εκείνη τη στιγμή ουδείς μπορούσε να γνωρίζει ότι σύντομα θα λάμβανε διαστάσεις μαρτυρίας με μοναδική ιστορική σημασία, καθώς έμελλε να είναι και η τελευταία συνέντευξη του Μακαρίου. Μόλις λίγες ημέρες αργότερα, στις 3 Αυγούστου 1977, ο κύπριος ηγέτης θα έφευγε ξαφνικά από τη ζωή σε ηλικία 64 ετών από έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Η τελευταία του εκείνη συζήτηση με «Το Βήμα» είχε υπάρξει τόσο βαθιά προσωπική που ο Μακάριος είχε μιλήσει, σχεδόν προφητικά, ακόμη και για τον ίδιο τον θάνατό του. Ωστόσο το σχετικό με τον θάνατο μέρος της συνομιλίας δεν δημοσιεύθηκε μαζί με τη συνέντευξη. Εμελλε να δημοσιευθεί λίγες ημέρες αργότερα, στο φύλλο του «Βήματος» την Πέμπτη 4 Αυγούστου 1977, την επομένη του ξαφνικού θανάτου του που πάγωσε τον Ελληνισμό, με τίτλο: «Και όταν αποφασίσω να πεθάνω, χίλιοι Μακάριοι θα συνεχίσουν τον αγώνα»… «Δεν πιστεύω ότι θα πεθάνω από φυσιολογικό θάνατο» έλεγε, παρά το γεγονός ότι είχε υποστεί έμφραγμα. «Καλά, Μακαριότατε, μήπως όμως χρειάζεται λίγη προσοχή;» ήταν η τελευταία ερώτηση. Και η τελευταία απάντηση: «Ακουσα τους γιατρούς, έκοψα το τσιγάρο». Και ο συντάκτης του «Βήματος» σημείωνε: «Και το θεωρούσε μεγάλο κατόρθωμα. Κάπνιζε τρία πακέτα άφιλτρα την ημέρα»…

Ο αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακάριος είχε πει, μεταξύ πολλών άλλων, σε εκείνη την ιστορική τελευταία συνέντευξή του στο «Βήμα»:

«Δεν μπορώ να πω με θετικότητα ότι οι Αμερικανοί ήξεραν για το πραξικόπημα και δεν το εμπόδισαν, ούτε και να πω ότι το ενεθάρρυναν. Λέγω μονάχα ότι ο δρ Κίσινγκερ με διαβεβαίωσε για το αντίθετο λέγοντας πως δεν είχε κανέναν λόγο η αμερικανική κυβέρνηση να θέλει την ανατροπή μου. Εκείνο που ξέρω είναι ότι σε ένα τηλεγράφημα, που εστάλη στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών από στέλεχος της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στην Αθήνα, αναφερόταν ότι υπήρχαν διαβεβαιώσεις από υπεύθυνο της στρατιωτικής κυβερνήσεως των Αθηνών πως δεν θα γινόταν πραξικόπημα».

«Στις 08.20 δεχόμουν 30μελή ομάδα παιδιών από το Κάιρο, αγόρια και κορίτσια ηλικίας μεταξύ 13 και 17 ετών που είχαν έρθει στην Κύπρο ως προσκεκλημένοι και φιλοξενούμενοί μου. Ηταν ελληνόπουλα που ανήκαν σε μια χριστιανική κίνηση, τη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων. Αφού χαιρέτησα τα παιδιά, το καθένα χωριστά με χειραψία, ο επικεφαλής της ομάδος, ένα αγόρι 17 ετών περίπου, άρχισε να με προσφωνεί διαβάζοντας από χειρόγραφο. Δεν πρόλαβε να προχωρήσει στην προσφώνησή του όταν ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Το παιδί τρόμαξε και σταμάτησε. Αν και δεν αντιλήφθηκα την αιτία των πυροβολισμών, είπα στο παιδί πως δεν συμβαίνει τίποτα και να συνεχίσει την προσφώνησή του. Συνεχίστηκε η προσφώνηση, αλλά συνεχίστηκαν και οι πυροβολισμοί. Εν τω μεταξύ, μπήκε στο σαλόνι ένας αξιωματικός της Προεδρικής Φρουράς, για να μου πει ότι τανκς και τεθωρακισμένα της Εθνικής Φρουράς έφθασαν μπροστά στην είσοδο του κτιρίου. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι γινόταν πραξικόπημα».
«Σταματήσαμε σε κάποιο σημείο του δρόμου και προσπάθησα να επικοινωνήσω με το Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσία.Επειδή η επικοινωνία ήταν αδύνατη,έκαμα τη σκέψη πως είτε το προεδρικό έπεσε είτε ο ασύρματος του προεδρικού χάλασε.Υστερα προσπάθησα να επικοινωνήσω με την Αρχιεπισκοπή.Υπήρχε και εκεί ασύρματος.Ρώτησα τους συνοδούς μου για το σύνθημα που έπρεπε να χρησιμοποιήσω.

Μου είπαν να φωνάξω “Ακρόπολις από Ενα”.“Ακρόπολις” ήταν το συνθηματικό όνομα της Αρχιεπισκοπής και “Ενα” το δικό μου.Μόλις λοιπόν φώναξα στον ασύρματο “Ακρόπολις από Ενα”, άκουσα την απάντηση: “Εδώ Ακρόπολις”.“Ο Αρχιεπίσκοπος μιλάει” είπα.Ακουσα αμέσως φωνές και κλάματα που δεν μπορούσα να εξηγήσω.Η εξήγηση ήταν ότι με νόμιζαν νεκρό.Και τώρα άκουγαν τη φωνή μου.Ημουν ζωντανός.Το κυπριακό ραδιόφωνο είχε αρχίσει από τις 09.15 να πληροφορεί τον λαό ότι “η Εθνική Φρουρά επενέβη για να σώσει την Κύπρο” και ότι “ο Μακάριος είναι ήδη νεκρός”. Δεν άκουσα εγώ ραδιόφωνο και επομένως δεν γνώριζα πως με πέθαναν»…

«Πολύς κόσμος στην Κύπρο μιλούσε από καιρό για την πιθανότητα ή μάλλον τη βεβαιότητα πραξικοπήματος.Προσωπικά όμως δεν έδινα σημασία στις φήμες και στα όσα ελέγοντο περί πραξικοπήματος, έστω και αν αντιλαμβανόμουν ότι πολλές ενέργειες ελλήνων αξιωματικών που στελέχωναν την κυπριακή Εθνοφρουρά ήσαν πολύ ύποπτες.Ηξερα βέβαια ότι δεν ήμουν πολύ συμπαθής στη δικτατορική κυβέρνηση της Ελλάδος- και μπορώ να πω ότι αμοιβαία ήσαν τα αισθήματα-,πίστευα όμως ότι δεν θα προχωρούσε μέχρι πραξικοπήματος γιατί θα διέθετε έστω και μικρά δόση λογικής και θα σκεπτόταν τις συνέπειες ενός τέτοιου εγχειρήματος,που αναμφίβολα θα ήταν στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο…Απεδείχθη όμως πως έσφαλα στις κρίσεις μου,πιστώνοντας τη χούντα με κάποιο βαθμό λογικής».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ