Πριν από μερικούς μόλις μήνες, σε μια εποχή που φαντάζει ήδη πολύ μακρινή, η εκδοτική αυτοκρατορία Conde Νast, που εκδίδει μεταξύ άλλων τα περιοδικά «Vogue», «Vanity Fair» και «Τhe Νew Υorker», ήταν η τέλεια αντανάκλαση των ετών της οικονομικής ευημερίας.

Επί σειρά ετών ο οργανισμός ήταν συνώνυμος με τη λάμψη, την πολυτέλεια, τις ιλουστρασιόν διαφημίσεις και το lifestyle. Οπως ανακαλύπτει η ηθοποιός Ανν Χαθαγουέι στην ταινία «Ο Διάβολος φορούσε Ρrada», το να δουλεύεις για τα περιοδικά του οργανισμού ήταν το όνειρο για την ελίτ των αμερικανών δημοσιογράφων που ειδικεύονται σε θέματα σχετικά με τη μόδα και τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας.

Τα υψηλόβαθμα στελέχη, οι συντάκτες και οι συνεργάτες των περιοδικών κυκλοφορούσαν με λιμουζίνες, ενώ τα ταξίδια στο εξωτερικό, η διαμονή σε πολυτελή ξενοδοχεία, τα γεύματα και δείπνα στα πιο ακριβά εστιατόρια του κόσμου καλύπτονταν από τον λογαριασμό των «εξόδων». Οι αμοιβές ήταν παχυλές και τα αστρονομικά έξοδα λειτουργίας αντανακλούσαν τα διαφημιστικά έσοδα των περιοδικών, που πολύ συχνά έκαναν ρεκόρ. Ολα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Τον περασμένο μήνα, όταν το περιοδικό «Domino», που ανήκει στον οργανισμό, ανέστειλε την κυκλοφορία του, οι εργαζόμενοι, που πήγαν στα γραφεία τους για να παραλάβουν τα προσωπικά τους αντικείμενα, πληροφορήθηκαν ότι θα έπρεπε να τα μεταφέρουν μόνοι τους. Σε άλλες εποχές ο οργανισμός θα τα έστελνε σπίτια τους με κούριερ. Οσο για τις λιμουζίνες έξω από τον αριθμό 4 της Τimes Square, όπου βρίσκονται τα γραφεία του οργανισμού, αυτές έχουν εξαφανιστεί.

Ο όμιλος Conde Νast, που ανήκει στην ιδιωτικών συμφερόντων εταιρεία Αdvance Ρublications, δεν είναι ο μοναδικός εκδοτικός όμιλος που πλήττεται από την οικονομική κρίση και τη μείωση των διαφημιστικών εσόδων. Καθώς όμως η κρίση βαθαίνει δεν είναι λίγοι αυτοί που προβλέπουν ένα «ντόμινο εφέ» μετά το Domino, που δεν αποκλείεται να παρασύρει και άλλα περιοδικά του ομίλου, όπως το «Αllure», το «Lucky» και το «Cookie».

Σε γενικές γραμμές η βιομηχανία των εφημερίδων και των περιοδικών στις ΗΠΑ έχει μέχρι στιγμής πληγεί περισσότερο από την κρίση απ΄ ό,τι η αντίστοιχη ευρωπαϊκή βιομηχανία. Ο συνδυασμός των υπέρογκων δανειοληπτικών υποχρεώσεων και των μειούμενων διαφημιστικών εσόδων έχει παραλύσει μερικούς από τους μεγαλύτερους αμερικανικούς εκδοτικούς κολοσσούς.

Ο διευθυντής του «Vanity Fair» Γκρέιντον Κάρτερ με τον τραγουδιστή Μπόνο (δεξιά) στα γραφεία του περιοδικού

«Δυστυχώς,καθώς η κρίση συνεχίζεται,πρέπει να λάβουμε δύσκολες αποφάσεις για να περιορίσουμε τα έξοδα λειτουργίας και να εξασφαλίσουμε την οικονομική ευρωστία της επιχείρησης.Αυτές οι αποφάσεις μάς αφορούν όλους» ανέφερε σε επιστολή που έστειλε πρόσφατα στους εργαζομένους του ομίλου ο πρόεδρος Τσαρλς Τάουνσεντ.

Επειδή η Αdvance Ρublications είναι ιδιωτικών συμφερόντων, δεν ανακοινώνει τους ισολογισμούς της και είναι δύσκολο να συγκεντρώσει κανείς στοιχεία για την οικονομική κατάσταση της εταιρείας. Παρ΄ όλα αυτά, τα στοιχεία για τη διαφημιστική δαπάνη που είναι διαθέσιμα δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά. Οι διαφημίσεις ειδών πολυτελείας (που αποτελούν το κύριο έσοδο περιοδικών όπως η «Vogue» και το «Vanity Fair») και των ασφαλιστικών εταιρειών (όπως η ΑΙG, που είναι ένας από τους βασικούς διαφημιζομένους στο περιοδικό «Τhe Νew Υorker») βρίσκονται τους τελευταίους μήνες σε «ελεύθερη πτώση».

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία για τα διαφημιστικά έσοδα στα περιοδικά του οργανισμού, αυτά σημειώνουν μείωση της τάξεως του 47% για το «Αrchitectural Digest», του 32% για το «Vanity Fair», του 56% για το «Wired», του 60% για το «Ρortfolio» και του 41,6% για το «Gourmet». Οπως είναι φυσικό, μαζί με τις διαφημίσεις μειώνονται και οι σελίδες των περιοδικών.

Το περασμένο φθινόπωρο είχε ανατεθεί στους διευθυντές των περιοδικών του ομίλου να

Η Μέριλ Στριπ ως διευθύντρια περιοδικού μόδας στην ταινία «Ο Διάβολος φορούσε Ρrada»

περιορίσουν κατά 5% τα έξοδα λειτουργίας. Απ΄ ό,τι όμως δείχνουν όλα, οι περικοπές αυτές δεν ήταν αρκετές. Ο Samuel Ιrving Νewhouse, ιδιοκτήτης της Αdvance Ρublications, ζήτησε πριν από λίγες ημέρες επιπρόσθετες περικοπές ύψους 50 εκατ. δολαρίων.

Τα υπέρογκα κέρδη από τις διαφημίσεις που συγκέντρωναν τα περιοδικά όπως η «Vogue», που πολύ συχνά κυκλοφορούσε στο μέγεθος τηλεφωνικού καταλόγου από την πληθώρα των διαφημιστικών σελίδων, επέτρεπαν στη ναυαρχίδα του οργανισμού, το περιοδικό «Τhe Νew Υorker», να λειτουργεί με ελάχιστα κέρδη ή ακόμη και με ζημιές. Επίσης ένα μεγάλο ποσοστό των κερδών της Αdvance Ρublications προερχόταν από τις περιφερειακές εφημερίδες σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ που σημείωναν σταθερή κερδοφορία.

Καθώς όμως η οικονομική κρίση έπληξε άμεσα τη βιομηχανία των εφημερίδων, είναι τα περιοδικά πλέον που έχουν αναλάβει την ευθύνη για την οικονομική επιβίωση του ομίλου. Δεν είναι λίγοι όσοι προβλέπουν ότι όσα από τα περιοδικά συνεχίσουν να κυκλοφορούν ίσως χρειαστεί να κυκλοφορούν με μικρότερη συχνότητα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον αμερικανικό Τύπο, εξετάζεται ακόμη και το ενδεχόμενο το «Νew Υorker» να μην κυκλοφορεί πλέον κάθε εβδομάδα αλλά κάθε μήνα, σκέψη που αποτελεί σχεδόν ιεροσυλία για την αμερικανική δημοσιογραφία, δεδομένου ότι το περιοδικό κυκλοφορεί εβδομαδιαίως από το 1925. Ωστόσο δεν είναι όλα ζοφερά στα περιοδικά του ομίλου. Ο διευθυντής του «Vanity Fair» Γκρέιντον Κάρτερ μπορεί να δήλωσε ότι εφέτος το πάρτι του περιοδικού για τα Οσκαρ ήταν λιγότερο λαμπερό, οι καλεσμένοι παρ΄ όλα αυτά ξεπέρασαν τους χίλιους. Οσο για την Αννα Γουίντουρ, τη διευθύντρια της «Vogue», ακούγεται απίθανο να σταματήσει να φοράει Ρrada.