Η οικογένεια Στασινοπούλου, ιδιοκτήτρια του ομίλου Βιοχάλκο και αλυσίδας θυγατρικών που ασχολείται με το αλουμίνιο, τον χάλυβα, τον σίδηρο, τα καλώδια και τα προϊόντα τους, είναι από τις πλέον «άγνωστες» στην Ελλάδα. Η παραμονή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας αποτελεί δική τους επιλογή. Ενδεικτικό της στάσης τους αποτελεί το περιστατικό που διηγείται γνωστός φωτορεπόρτερ όταν πριν από περίπου έναν χρόνο, σε φιλανθρωπική εκδήλωση που είχε πραγματοποιηθεί στο κέντρο της Αθήνας, είχε παραταχθεί με άλλους τέσσεριςπέντε συναδέλφους του για να απαθανατίσει τους προσερχόμενους «επωνύμους». Ενας από τους πιο πολυ-φωτογραφημένους ήταν κοσμικός δικηγόρος των Αθηνών, πίσω από τον οποίο ακολουθούσε το ζεύγος Στασινοπούλου. Οταν αργότερα ο φωτορεπόρτερ επεδείκνυε με υπερηφάνεια τις φωτογραφίες του κοσμικού δικηγόρου, κάποιος του επεσήμανε ότι σε δεύτερο πλάνο απεικονίζεται θολά το ζεύγος Στασινοπούλου, εξηγώντας του παράλληλα ποια είναι η συγκεκριμένη οικογένεια. Ο φωτορεπόρτερ ακόμη «χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο» επειδή έχασε το… λαβράκι.
Επικεφαλής των επιχειρήσεων αλλά και της οικογενείας παραμένει ο Νίκος Στασινόπουλος ο οποίος παρά το γεγονός ότι πλησιάζει τα 75 ασχολείται ενεργά με τις επιχειρήσεις μαζί με τους δύο γιους του Μιχάλη και Γιάννη Στασινόπουλο. Ιδρυτές του ομίλου ήταν οι τρεις αδελφοί Στασινόπουλοι, Μιχάλης, Γιάννης και Ηλίας, από την Τεγέα Αρκαδίας. Ηρθαν στην Αθήνα το 1920, και το 1937 λειτούργησαν το πρώτο εργοστάσιο στην οδό Πειραιώς. Η πρώτη βιομηχανική δραστηριότητα της οικογενείας αφορούσε την παραγωγή σωλήνων, οικιακών σκευών και υδραυλικών ειδών. Η αρχική επωνυμία της ήταν Ελληνική Βιομηχανία Χαλκού. Οι ανάγκες όμως του ελληνοϊταλικού πολέμου τη μετέτρεψαν σε πολεμική βιομηχανία, αφού τροποποιώντας ορισμένα μηχανήματα του εργοστασίου έγινε δυνατή η παραγωγή πολεμικού υλικού και ειδικότερα φυσιγγίων. Στην Κατοχή και δύο χρόνια μετά την Απελευθέρωση το εργοστάσιο παρέμεινε κλειστό. Η επαναλειτουργία του αρχίζει το 1946, με μηχανήματα κατεργασίας αλουμινίου. Το 1949, εκμεταλλεύτηκε τα κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ, η εφαρμογή του οποίου είχε αρχίσει έναν χρόνο νωρίτερα. Το δάνειο μάλιστα ήταν εξαιρετικά υψηλό, 600.000 δολάρια. Ετσι αποκτήθηκαν καινούργια μηχανήματα και επεκτάθηκαν τα βιομηχανικά κτίρια της επιχείρησης.
Τα χρόνια όμως που ακολούθησαν ήταν πολύ δύσκολα για την εταιρεία και η κατάσταση έγινε δραματική όταν το 1953 ο τότε υπουργός Συντονισμού Σπύρος Μαρκεζίνης προχώρησε στην περίφημη υποτίμηση της δραχμής.
Η οικογένεια Στασινοπούλου δεν είχε τη δυνατότητα να αποπληρώσει τα δάνειο των 600.000 δολαρίων. Η λειτουργία της επιχείρησης ήταν ζημιογόνος. Σε αυτήν τη συγκυρία ο ένας εκ των τριών αδελφών, ο Μιχάλης Στασινόπουλος, εξαγοράζει από τους αδελφούς του τις μετοχές που κατείχαν, αλλάζει την επωνυμία- από Ελληνική Βιομηχανία Χαλκού μετατρέπεται σε Βιοχάλκο ΑΕ- και τον παραγωγικό προσανατολισμό της επιχείρησης, ασχολούμενος πλέον με την πρωτογενή επεξεργασία χαλκού.
Τη χρονιά κατά την οποία ο Μιχάλης Στασινόπουλος αποκτά τον πλήρη έλεγχο της εταιρείας αρχίζει να δραστηριοποιείται ο γιος του Νίκος Στασινόπουλος. Ο Νίκος Στασινόπουλος διοικεί το πλέγμα των επιχειρήσεών του από ένα γραφείο στα βόρεια προάστια της Αθήνας. Εξακολουθεί να αποφεύγει συστηματικά τη δημοσιότητα ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι δεν έχει δώσει ποτέ συνέντευξη.
Ωστόσο, τη μοναδική φορά που μίλησε δημόσια ήταν το 2002 όταν η Βιοχάλκο είχε εξαγοράσει εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο σιδηρουργίας στον Βόλο και το είχε μετατρέψει σε ένα από τα πλέον σύγχρονα της Ευρώπης. Στα εγκαίνια λοιπόν της νέας εγκατάστασής της τόνισε ότι «το μέλλον της Ελληνικής Βιομηχανίας βρίσκεται στις επενδύσεις και στις εξαγωγές», αφήνοντας έτσι σαφείς αιχμές τόσο για την απουσία επενδύσεων από τους περισσότερους έλληνες βιομηχάνους όσο και για τη διαρκή μείωση των ελληνικών εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων.
Η Βιοχάλκο διαθέτει σήμερα περισσότερες από 10 παραγωγικές μονάδες, απασχολεί περισσότερους από 4.000 εργαζομένους, εξάγει τα προϊόντα της σε 65 χώρες και των πέντε ηπείρων, στη δύναμή της ανήκουν 60 βασικές εταιρείες εκ των οποίων πέντε είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Το 2008 ο συνολικός τζίρος του ομίλου θα ανέλθει σε 4 δισ. ευρώ ενώ τα κέρδη θα προσεγγίσουν τα 80 εκατ. ευρώ. Το 2007 ο συνολικός τζίρος της Βιοχάλκο ήταν 3,7 δισ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους ήταν 84 εκατ. ευρώ.



