Οσοι πίστευαν ότι η νίκη του Μπόρις Τάντιτς στις προεδρικές εκλογές της περασμένης Κυριακής θα ξεκαθάριζε το τοπίο στην πολιτική σκηνή της Σερβίας, τοποθετώντας τη χώρα στον δρόμο της προσέγγισης με την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), ώστε να καταστεί και πιο… «εύπεπτη» η αποκόλληση του Κοσσυφοπεδίου από τον εθνικό ιστό, διαψεύστηκαν προτού καν συμπληρωθεί μία εβδομάδα. Η κυβερνητική κρίση που ξέσπασε με την αναβολή της υπογραφής της Ενδιάμεσης Συμφωνίας Βελιγραδίου – Βρυξελλών, η οποία ήταν προγραμματισμένη για την περασμένη Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου, κατέδειξε ότι οι ηγέτες της χώρας παραμένουν εγκλωβισμένοι σε μικροπολιτικές σκοπιμότητες οι οποίες σχετίζονται με την εσωτερική ισορροπία δυνάμεων. Και σε αυτές τις συνθήκες πρέπει φυσικά να συνυπολογιστεί το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου. Η Ευρωπαϊκή Ενωση ετοιμάζεται να στείλει την πολιτική της δύναμη, αφού προηγηθεί η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας από την Πρίστινα – ενδεχομένως ακόμη και στις 17 Φεβρουαρίου. Ωστόσο το θέμα της νομικής βάσης για την αποστολή της παραμένει ανοιχτό, καθώς οι υπάρχουσες προτάσεις ευρωπαίων νομικών χαρακτηρίζονται από πολλές πλευρές έωλες, ενώ η Ρωσία επιμένει στη σκληρή στάση της.
«Η πρόταση της ΕΕ να υπογράψει πολιτική συμφωνία με τη Σερβία τη στιγμή που αποστέλλει δύναμη για να διαλύσει το κράτος μας αποτελεί εξαπάτηση, με σκοπό να συνυπογράψουμε την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου» κατηγόρησε τις Βρυξέλλες ο σέρβος πρωθυπουργός Βόιτσλαβ Κοστούνιτσα.
Η Ενδιάμεση Συμφωνία θεωρείται το πρώτο βήμα προς την υπογραφή Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης (SAA) μεταξύ Βρυξελλών και Βελιγραδίου. Επρόκειτο για συμβιβαστική λύση καθώς η Ολλανδία είχε αντιδράσει στην υπογραφή της SAA πριν από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, εξαιτίας της μη επαρκούς, όπως η ίδια θεωρεί, συνεργασίας των σερβικών αρχών με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τα εγκλήματα πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY).
Η συμφωνία είχε σκοπό, όπως αναφερόταν και στο πρώτο άρθρο της, να ενισχύσει τη συνεργασία ΕΕ – Σερβίας και την επιτάχυνση της πορείας της δεύτερης προς την «ευρωπαϊκή οικογένεια», συμπεριλαμβανομένης της απόδοσης σε αυτήν καθεστώτος υποψήφιας προς ένταξη χώρας. Παράλληλα θα ενίσχυε την οικονομική και εμπορική συνεργασία ενώ θα φιλελευθεροποιούσε το καθεστώς χορήγησης βίζας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διά στόματος του αρμοδίου επιτρόπου για τη διεύρυνση Ολι Ρεν, εξέφρασε τη λύπη του για τη ματαίωση υπογραφής της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Ωστόσο κατηγόρησε εμμέσως τον κ. Κοστούνιτσα, αναφερόμενος στην «παρελκυστική τακτική συγκεκριμένων πολιτικών» στη Σερβία, οι οποίοι «κατά την άποψή μου απέτυχαν να ακούσουν τη φωνή του σερβικού λαού στις εκλογές της περασμένης Κυριακής και εξακολουθούν να βάζουν τα παιχνίδια εξουσίας πάνω από τα συμφέροντα του λαού τους».
Το Δημοκρατικό Κόμμα (DS) του προέδρου Τάντιτς και το κόμμα G17+, το οποίο αποτελείται από τεχνοκράτες, θα μπορούσαν μαθηματικά να επικρατήσουν του Δημοκρατικού Κόμματος Σερβίας (DSS) του προέδρου Κοστούνιτσα και των συμμάχων του στο υπουργικό συμβούλιο. Ωστόσο καθώς δεν είναι σαφές αν για την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας με την ΕΕ απαιτείται ή όχι κοινοβουλευτική έγκριση, ο Κοστούνιτσα συνέλεξε μαζί με το Ριζοσπαστικό Κόμμα του ηττηθέντος στις προεδρικές εκλογές Τόμισλαβ Νίκολιτς υπογραφές για την έκτακτη σύγκληση της Βουλής.
«Το κοινοβούλιο δίνει εντολή στην κυβέρνηση να μην υπογράψει ούτε την Ενδιάμεση Συμφωνία ούτε τη SAA» αναφέρεται στο σχέδιο ψηφίσματος που συνέταξαν τα κόμματα των Κοστούνιτσα και Νίκολιτς. Και προσθέτει ότι η πρόταση της ΕΕ «δεν αναφέρει σε κανένα σημείο την ετοιμότητά της να σεβαστεί την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Σερβίας».
Δημιουργήθηκαν αρχικώς κάποιες σκέψεις στο να διεξαχθεί η έκτακτη συνεδρίαση του κοινοβουλίου την περασμένη Πέμπτη. Ο πρόεδρός του όμως Ολιβερ Ντούλιτς τόνισε ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ώσπου να διατυπωθεί ξεκάθαρη κυβερνητική θέση επί της οποίας θα γίνει συζήτηση.
Η ευρωπαϊκή πορεία της Σερβίας έχει λοιπόν εμπλακεί στα γρανάζια της εσωτερικής πολιτικής διαμάχης στη χώρα και του μέλλοντος του Κοσσυφοπεδίου. Ο πρόεδρος Τάντιτς επιχειρεί να διασφαλίσει την προσέγγιση με τις Βρυξέλλες, αλλά την ίδια στιγμή επιμένει στη σκληρή ρητορική στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου προκειμένου να μην απομονωθεί πολιτικά στο εσωτερικό και ενδεχομένως να αποσπάσει κάτι περισσότερο από τις Βρυξέλλες.
Την ίδια στιγμή ο πρωθυπουργός Κοστούνιτσα παρατηρεί ότι η δημοτικότητά του βρίσκεται σε καθοδική πορεία. Παίζει το χαρτί του Κοσσυφοπεδίου, την ανεξαρτητοποίηση του οποίου παρουσιάζει ως ταπείνωση για το Βελιγράδι. Ωστόσο φοβάται να τραβήξει το σκοινί στα άκρα, καθώς η προκήρυξη πρόωρων εκλογών μάλλον δεν τον ευνοεί. Θα μπορούσε όμως να τις αποφύγει, συμμαχώντας με τους εθνικιστές του Νίκολιτς.
Οποιο σενάριο και αν ισχύει, το βέβαιο είναι ότι σε δύσκολη θέση βρίσκονται και οι Βρυξέλλες. Σε μια περίοδο κατά την οποία η ΕΕ επιθυμεί να τελειώνει με το «αγκάθι» του Κοσσυφοπεδίου, πρέπει πλέον να προσέξει τι θα συμβεί και εντός Σερβίας. Αν στην προσπάθεια να κλείσει το ένα μέτωπο ανοίξει ένα άλλο, τότε όλη η στρατηγική της υπάρχει κίνδυνος να καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Η ΕΕ ενέκρινε την αποστολή
Την περασμένη εβδομάδα η ΕΕ ενέκρινε προκαταρκτικά την αποστολή της πολιτικής δύναμης των 1.800 ανδρών (αστυνομικών, δικαστών και υπαλλήλων) στο Κοσσυφοπέδιο. Κοινοτικοί διπλωμάτες έκαναν λόγο για σημαντικό βήμα και επεσήμαιναν ότι έχει ολοκληρωθεί το 90% του προπαρασκευαστικού έργου. Το κόστος της επιχείρησης, η οποία προορίζεται να έχει 28μηνη θητεία, υπολογίζεται, το πρώτο έτος, σε 165 εκατ. ευρώ.
Η αρχική έγκριση δόθηκε με τη θετική ψήφο των 26 κρατών-μελών της ΕΕ. Η μόνη χώρα των «27» η οποία δεν υπερψήφισε ήταν η Κύπρος, η οποία έχει επανειλημμένως εκφράσει επιφυλάξεις για την πολιτική της ΕΕ στο ζήτημα αυτό. Η Λευκωσία χρησιμοποίησε όμως τον μηχανισμό της «εποικοδομητικής αποχής» ώστε να μην έρθει σε ευθεία σύγκρουση με τους εταίρους της. Δεν θα συμμετάσχει λοιπόν στη δύναμη, αλλά δεν θα εμποδίσει και την ανάπτυξή της. Προκειμένου να θεωρηθεί πλήρως έτοιμη επιχειρησιακά η δύναμη πρέπει να λάβει το – τελικό – «πράσινο φως». Αυτό αναμένεται να συμβεί κατά τη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών στις Βρυξέλλες, στις 18 Φεβρουαρίου. Η Ελλάδα σκοπεύει να συμμετάσχει στη δύναμη αυτή, χωρίς να έχουν γίνει γνωστές λεπτομέρειες.
Και κάπου εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Πρώτο κρίσιμο ερώτημα είναι: Πότε θα αναπτυχθεί η δύναμη; Πρέπει να προηγηθεί ή να ακολουθήσει την ανακήρυξη ανεξαρτησίας από την Πρίστινα; Ο «πρωθυπουργός» του Κοσσυφοπεδίου Χασίμ Θάτσι επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους ότι «είμαστε έτοιμοι και πρόκειται για ζήτημα ημερών», ενώ διαβεβαιώνει ότι περίπου 100 χώρες είναι έτοιμες να αναγνωρίσουν το νέο κράτος.
Δημοσιεύματα στον κοσοβαρικό Τύπο αναφέρουν ότι είναι πολύ πιθανόν η ανεξαρτησία να ανακηρυχθεί την Κυριακή 17 Φεβρουαρίου. Αυτό το σενάριο συνδέεται και με τη συνάντηση των ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών μία ημέρα αργότερα, όπου ενδέχεται να συμφωνηθεί κοινή πολιτική θέση, η οποία θα αφήνει περιθώρια σε κάθε χώρα να προχωρήσει μεμονωμένα σε αναγνώριση.
Ο βασικός σκόπελος όμως είναι το ζήτημα της νομικής βάσης της αποστολής. Ευρωπαίοι νομικοί έχουν δώσει την έγκρισή τους ώστε να χρησιμοποιηθεί για τον λόγο αυτό το Ψήφισμα 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας υπό το οποίο κυβερνάται σήμερα το Κοσσυφοπέδιο.



