Oι εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007 επιβεβαίωσαν ακόμη μία φορά τον κανόνα που ισχύει από την αρχή της μεταπολιτευτικής περιόδου ως σήμερα: Οταν μια κυβέρνηση προκαλεί οικειοθελώς πρόωρες εκλογές, επικαλούμενη «εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας» (άρθρο 41 παρ. 2 του Συντάγματος), το κυβερνών κόμμα κερδίζει σε αυτές την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το ίδιο είχε συμβεί το 1977, το 1985, το 1996 και το 2000, ενώ το 1993 η τότε κυβέρνηση είχε οδηγηθεί αναγκαστικά σε πρόωρες εκλογές λόγω απώλειας της πλειοψηφίας της στη Βουλή (και τις έχασε πανηγυρικά). Από την άποψη λοιπόν της επίδοσης του πρώτου κόμματος το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αποτελεί έκπληξη.
Εκπληξη αποτελεί αντίθετα το ίδιο αποτέλεσμα από την άποψη της επίδοσης του κόμματος της «αξιωματικής» αντιπολίτευσης. Ο κανόνας σε όλες σχεδόν τις μετά το 1974 εκλογικές αναμετρήσεις ήταν ότι η εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση, έστω και αν δεν κατάφερνε να νικήσει, ανατρέποντας συνολικά το πολιτικό σκηνικό (όπως συνέβη το 1981, τον Ιούνιο του 1989, το 1993 και το 2004), πάντως βελτίωνε το ποσοστό ψήφων της (όπως έγινε το 1985, τον Νοέμβριο του 1989 και το 2000). Εξαιρέσεις στον δεύτερο αυτόν κανόνα εμφανίστηκαν μόνο το 1977, όταν η πτώση της Ενωσης Κέντρου (και μετά ΕΔΗΚ) από το 20% του 1974 στο 12% σηματοδότησε την αρχή του τέλους της, και το 1996, όταν η οριακή μείωση της Νέας Δημοκρατίας, από το 39% σε 38%, δρομολόγησε τη συνέχιση της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠαΣοΚ για άλλη μία οκταετία. Με άλλες λέξεις, το αναμενόμενο, κατά τη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων, από το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, στο πλαίσιο ενός κατά βάση διπολικού συστήματος εναλλαγής στην εξουσία (όπως το ελληνικό), είναι να επωφελείται από τη φθορά που συνεπάγεται η άσκηση της εξουσίας για το κυβερνών κόμμα και τουλάχιστον να ενισχύει τις δυνάμεις του. Οταν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, τότε το δυσμενές εκλογικό αποτέλεσμα υποδηλώνει την ύπαρξη στο κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης μιας σοβαρότατης ή και ανίατης κρίσης. Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι και στα δύο αυτά ιστορικά προηγούμενα (του 1977 και του 1996) οι πρόεδροι των αντίστοιχων κομμάτων (Γεώργιος Μαύρος και Μιλτιάδης Εβερτ) σύντομα απομακρύνθηκαν από την ηγεσία τους.
Το 38% που έλαβε το ΠαΣοΚ στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές. Είναι γενικά το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα του κόμματος αυτού μετά το 1977 και γίνεται ακόμη πιο απογοητευτικό, αν αναλογισθεί κανείς τις πολιτικές συνθήκες υπό τις οποίες «επιτεύχθηκε». Η Νέα Δημοκρατία είχε επανέλθει στην εξουσία το 2004 καταγγέλλοντας τη «διαπλοκή» και τη «διαφθορά» της σημιτικής οκταετίας. Η υπεσχημένη καταπολέμηση της πρώτης κατέληξε στο φιάσκο του «βασικού μετόχου» και της δεύτερης στο σκάνδαλο των ομολόγων. Αντίθετα, εκείνο που αποδείχθηκε στο διάστημα αυτό ήταν η ανικανότητα της «νέας διακυβέρνησης» ακόμη και σε ζητήματα διαχείρισης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αδυναμία αντιμετώπισης των καταστροφικών δασικών πυρκαϊών μέσα στην προεκλογική περίοδο. Η οδυνηρή ήττα, συνοδευόμενη από μεγάλη απώλεια ψήφων, απέναντι σε αυτόν τον αξιοθρήνητο αντίπαλο αποτελεί σαφή ένδειξη ότι το ΠαΣοΚ βρίσκεται αντιμέτωπο με μια υπαρξιακή κρίση. Η υπέρβασή της, πέρα από την αλλαγή στην ηγεσία, που (θα έπρεπε να) είναι αυτονόητη, προϋποθέτει μια συνολική επανίδρυση του Κινήματος, με ευρεία ανανέωση στα πρόσωπα και στις ιδέες. Αν θέλει να διαμορφώσει πειστικό πολιτικό λόγο, το ΠαΣοΚ πρέπει να βρει τολμηρές απαντήσεις στα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και πρώτιστα στη σταδιακή απαξίωση του ανθρώπινου (υπογεννητικότητα, γήρανση του πληθυσμού) και του φυσικού (καταστροφή του περιβάλλοντος) κεφαλαίου της χώρας. Τελικά το πραγματικό δίλημμα δεν είναι Βενιζέλος ή Παπανδρέου, αλλά αν θα υπερισχύσει το συλλογικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης ή εκείνο της αυτοκαταστροφής.
Ο κ. Κ. Χ. Χρυσόγονος είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.



