Κ αθημερινώς απασχολούν τα ΜΜΕ και αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων οικονομικά σκάνδαλα, πραγματικά ή μη, που δηλητηριάζουν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου μας. Δυστυχώς, το φαινόμενο της διαφθοράς είναι αναμφισβήτητο και με διαχρονικές διαστάσεις, διαπιστωμένο και στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πρόσφατα οι «Financial Τimes» σχολιάζοντας απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για κατακράτηση επιδοτήσεων ενός δισεκατομμυρίου ευρώ από τη Βουλγαρία λόγω μη καταπολέμησης της εκεί διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος επισήμαιναν ότι τούτο δεν συνέβη με την Ελλάδα για παλαιότερη όμοια συμπεριφορά της.
Στη χώρα μας η καταπολέμηση της δυσώδους αυτής καταστάσεως θα έπρεπε ν΄ αρχίσει, κατά τη γνώμη μου, από την τροποποίηση του άρθρου 86 του Συντάγματος που αναφέρεται στην ποινική μεταχείριση των μελών της κυβερνήσεως, τα οποία, κατά κοινή πεποίθηση, τυγχάνουν δικονομικώς εξαιρετικής μεταχειρίσεως και ευρίσκονται ουσιαστικώς στο απυρόβλητο. Κατά την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση κανένα πολιτικό κόμμα δεν έθεσε θέμα αναθεώρησης του άρθρου 86. Μόνο δύο παλαιοί πολιτικοί ζήτησαν τούτο.
Στις μέρες μας βρίσκονται στο επίκεντρο πολιτικών αντεγκλήσεων οι υποθέσεις των ομολόγων, της Siemens, της Γερμανός κ.ά. Ως κεντρική αξιόποινη πράξη φέρεται η απιστία. Το ποινικό τούτο αδίκημα απαιτεί ως βασικό υποκειμενικό στοιχείο την επιδίωξη ζημιάς της περιουσίας εκ μέρους εκείνου που τη διαχειρίζεται. Ζημιογόνες ενέργειες, από εσφαλμένο υπολογισμό ή και από ριψοκίνδυνες διαχειριστικές ενέργειες, δεν αρκούν για τη θεμελίωση ποινικής ευθύνης του διαχειριστή. Ετσι, σύμφωνα με όσα έγραφε ο Γρ. Νικολόπουλος («Το Βήμα» 20.7.2008), ότι ο κ. Βουρλούμης «αγόρασε σε ένα τίμημα που οι κακές γλώσσες θεωρούν ιδιαίτερα υψηλό», δεν αρκούν για τη θεμελίωση ποινικής ευθύνης.
Για τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν, για τις οποίες εκφράζονται γνώμες για αξιόποινες πράξεις, όλα τα κόμματα ζητούν τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής κατά το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος. Η εν λόγω επιτροπή είναι αρμόδια να ενεργεί προκαταρκτική εξέταση για τυχόν ποινικές ευθύνες μελών κυβερνήσεως, προκειμένου ακολούθως η Ολομέλεια της Βουλής, βάσει του πορίσματος της επιτροπής, ν΄ αποφασίσει για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης. Η ποινική δίωξη, χρονικώς περιορίζεται από το Σύνταγμα, δυνάμενη ν΄ ασκηθεί μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της επομένης από την τέλεση του αδικήματος βουλευτικής περιόδου. Μετά ταύτα, μόνο με αίτηση του ενδιαφερομένου ή των κληρονόμων του μπορεί ν΄ ασχοληθεί η Βουλή, προβαίνοντας στη σύσταση ειδικής επιτροπής, στην οποία μετέχουν και δικαστικοί λειτουργοί. Συνεπώς, η Βουλή δεν είχε δικαίωμα προκαταρκτικής εξέτασης για πράξεις που έλαβαν χώρα πριν από τις εκλογές του 2004 και δεν θα μπορεί, μετά την πάροδο περίπου ενός έτους, και για πράξεις που έλαβαν χώρα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2007. Τονίζεται ότι μέσω μιας εξεταστικής επιτροπής θα έλθουν όλα στο φως. Δυστυχώς, άλλη είναι η αλήθεια. Τα μέλη της επιτροπής ακολουθούν την κομματική τους γραμμή τόσο κατά την έρευνα όσο και κατά τη σύνταξη του πορίσματος. Ετσι, το πιθανότερο είναι η σύνταξη περισσοτέρων πορισμάτων. Προσφάτως είχαμε την Επιτροπή Τραγάκη και είναι άγνωστο εάν και πού κατέληξε, παρ΄ ότι είχε ενώπιόν της «χειροπιαστό» το ποσό των 25 εκατομμυρίων δολαρίων που προοριζόταν για «μίζες», και ήταν κατατεθειμένο σε ελβετική τράπεζα. Δεν μάθαμε ούτε ποιος, με προσφυγή του, ζήτησε τη μη άρση του απορρήτου της σχετικής καταθέσεως.
Αλλ΄ ας έλθουμε στις προκαταρκτικές εξετάσεις που διενέργησαν εισαγγελικοί λειτουργοί ή άλλες Αρχές. Κατ΄ αρχήν, η προκαταρκτική εξέταση, προθάλαμος της ποινικής προδικασίας, στοχεύει στη διακρίβωση συνδρομής μόνο περίπτωσης ποινικής δίωξης (άρθρο 31 παρ. 1 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Για αυτό πρέπει να είναι χρονικώς σύντομη. Ισως ένα δεκαπενθήμερο να αρκεί, εκτός αν η υπόθεση φαίνεται να πηγαίνει στο αρχείο. Βεβαίως στον νόμο ορίζεται, προς τούτο, τετράμηνη προθεσμία, αλλ΄ αυτή αφορά χειριζόμενο συγχρόνως πολλές υποθέσεις. Για υπο θέσεις όμως που συγκλονίζουν το πανελλήνιο, όπως οι προαναφερθείσες, πρέπει να δίδεται απόλυτη προτεραιότητα. Ο εισαγγελικός λειτουργός, τελειώνοντας την έρευνα, δεν χρειάζεται να συντάσσει πόρισμα, πράγμα μη προβλεπόμενο από τη Δικονομία, αλλά ασκεί ή μη ποινική δίωξη. Στην τελευταία περίπτωση ενεργεί τα όσα ορίζει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.
Ο νομοθέτης, με ειδικές διατάξεις, έχει παράσχει σε αρχές ή υπηρεσίες το δικαίωμα διενέργειας προκαταρκτικών εξετάσεων, προκειμένου να διαπιστωθεί το σύννομο της λειτουργίας της κρατικής μηχανής και η τυχόν τέλεση από τα κρατικά όργανα πειθαρχικών ή ποινικών παραβάσεων. Στην τελευταία περίπτωση αυτές ενεργούν βοηθητικώς για τον αρμόδιο εισαγγελέα και υπόκεινται στις υποδείξεις του. Ενδεχόμενο ανεξαρτησίας τους αναφέρεται έναντι της Διοίκησης. Αυτές κλείνουν τις έρευνές τους με τη σύνταξη πορίσματος, εφόσον τούτο προβλέπεται, και σε περίπτωση ποινικών ευθυνών το διαβιβάζουν στον εισαγγελέα. Ο τελευταίος δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο του πορίσματος και αποφασίζει ο ίδιος. Μετά την άσκηση ποινικής δίωξης το σχετικό πόρισμα θα λέγαμε δεν έχει λόγο ύπαρξης, διότι δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο, στοιχείο αποτελούν τα αποδεικτικά μέσα στα οποία στηρίχθηκε. Οπως, εξ άλλου, δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο το σκεπτικό του βουλεύματος για το ακροατήριο ή της αποφάσεως για το κατ΄ έφεση δικαστήριο.
Αφότου ασκηθεί ποινική δίωξη οι προηγουμένως αναμειχθέντες με την ίδια υπόθεση (αρχές ή υπηρεσίες) αποκλείονται από κάθε περαιτέρω ανάμειξη για αναζήτηση ποινικών ευθυνών ενεργώντας έτσι ανακριτικές πράξεις. Αποκλειστικός προς τούτο αρμόδιος είναι ο εντεταλμένος ανακριτής, εκτός αν πρόκειται για έρευνες που δεν έχουν ανακριτικό χαρακτήρα.
Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η σύσταση αρχών ή υπηρεσιών με αποκλειστικό αντικείμενο τη διερεύνηση υποθέσεων που συνεπιφέρουν ποινικές ευθύνες θα πρέπει να θεωρείται συνταγματικώς ασύμβατη, διότι εμπίπτει στον χώρο απονομής δικαιοσύνης.
Ο κ. Κ. Δ. Λυμπερόπουλος είναι επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου.



