Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΠΟΥ ΕΖΗΣΕ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ



Στις 23 Ιανουαρίου του 1909 η μικρή κοινωνία του Torre del Lago αναστατώθηκε από τις φρικτές κραυγές πόνου μιας γυναίκας. Ηταν η Ντόρια Μανφρέντι, μια νεαρή υπηρέτρια στο σπίτι του Τζιάκομο Πουτσίνι η οποία είχε μόλις αποπειραθεί να αυτοκτονήσει προκειμένου να γλιτώσει από την άγρια επίθεση της συζύγου του συνθέτη που την κατηγορούσε ότι διατηρούσε παράνομο δεσμό μαζί του. Πέντε μερόνυχτα «πάλευε» η άτυχη κοπέλα με τον θάνατο, ώσπου άφησε την τελευταία της πνοή, για να αποδειχθεί γρήγορα ότι ο κρυφός δεσμός δεν υπήρχε παρά μόνο στη φαντασία της κυρίας Πουτσίνι.


Η εφετινή επέτειος των 150 χρόνων από τη γέννηση του συνθέτη που συμπληρώνονται τον Δεκέμβριο του 2008 στάθηκε αφορμή να ανοίξει εκ νέου ο «φάκελος», και δη με τρόπο εντυπωσιακό. Σύμφωνα με ένα νέο ντοκυμαντέρ του ιταλού σκηνοθέτη Πάολο Μπενβενούτι, υπήρξε όχι μόνο ο παράνομος έρωτας αλλά και ο καρπός αυτού. Ωστόσο «πέτρα του σκανδάλου» δεν ήταν η άτυχη Ντόρια αλλά η συνομήλικη εξαδέλφη της Τζούλια, η οποία το 1923, έναν χρόνο προτού πεθάνει ο συνθέτης, του χάρισε έναν ακόμη γιο, δίπλα σε αυτόν που είχε αποκτήσει με τη νόμιμη σύζυγό του. Το παιδί αυτό μεγάλωσε στη σκιά και – μετά τον θάνατο του Πουτσίνι – υπό συνθήκες απόλυτης φτώχειας έχοντας το επώνυμο της μητέρας του. Η όλη ιστορία ήρθε στο φως χάρη σε μια παλιά βαλίτσα γεμάτη επιστολές τις οποίες ανακάλυψε ο Μπενβενούτι στο σπίτι της εγγονής του «κρυφού» αυτού γιου, της 61χρονης σήμερα Νάντια Μανφρέντι, γιαγιάς ενός μικρού αγοριού που ονομάζεται Τζιάκομο και, σύμφωνα με κάποιους μάρτυρες, μοιάζει εκπληκτικά στον συνθέτη όταν βρισκόταν σε αντίστοιχη ηλικία…


Η όλη ιστορία έλαβε μεγάλη έκταση στον ιταλικό και διεθνή Τύπο στα τέλη του περασμένου καλοκαιριού. Η αποκάλυψη αυτή άραγε – με την προϋπόθεση ότι θα αποδειχθεί – μπορεί να επηρεάσει εκ νέου το πολύκροτο ζήτημα της κατανομής της κληρονομιάς του συνθέτη, το οποίο ταλάνισε την ιταλική δικαιοσύνη για περίπου 80 χρόνια και λύθηκε μόλις το 2002 αποδίδοντας τη μερίδα του λέοντος στο κράτος, αφού το «γαϊτανάκι» των φυσικών και γενικότερα νόμιμων κληρονόμων του Πουτσίνι προέκυψε πραγματικά μπλεγμένο;


Σε κάθε περίπτωση, το δεδομένο παραμένει ένα: ο συνθέτης της «La Boheme», της «Τόσκα» και της «Madama Butterfly» δεν αντιμετώπισε το πάθος, τα υψηλά συναισθήματα και τις ακραίες συγκινήσεις μόνο επάνω στη σκηνή, χαρίζοντάς μας κάποιες από τις δημοφιλέστερες όπερες στην παγκόσμια ιστορία του είδους, αλλά τόλμησε να τα ζήσει στην καθημερινότητά του. Οσο για τον έρωτα, ήταν μόνο ένα από αυτά…


Γεννημένος στη Λούκα της Τοσκάνης στις 22 Δεκεμβρίου του 1858 ο Τζιάκομο Πουτσίνι (Τζιάκομο Αντόνιο Ντομένικο Μικέλε Σεκόντο Μαρία επί το ακριβέστερον) ανήκε σε οικογένεια που «μετρούσε» πέντε γενεές εκκλησιαστικών, κυρίως, μουσικών. Εχασε τον πατέρα του σε ηλικία πέντε ετών και η μητέρα του τον έστειλε να σπουδάσει μουσική κοντά στον αδελφό της, ο οποίος όμως θεωρούσε τον ανιψιό του μαθητή περιορισμένων δυνατοτήτων και απειθάρχητο. Μια παράσταση της «Αΐντα» του Βέρντι που είδε στην Πίζα, έχοντας μάλιστα περπατήσει 30 χιλιόμετρα ως εκεί, στάθηκε μοιραία για τον νεαρό, ο οποίος έκτοτε αποφάσισε να γίνει συνθέτης όπερας.


Αργότερα, μαθητής του Αμιλκάρε Πονκιέλι στο Ωδείο του Μιλάνου, επείσθη από αυτόν να λάβει μέρος σε έναν διαγωνισμό για μια μονόπρακτη όπερα το 1882. Παρ’ ότι το έργο του «Le Villi» («Οι λάμιες») δεν κατόρθωσε να αποσπάσει κάποιο βραβείο, δύο χρόνια αργότερα ανέβηκε στο θέατρο Dal Verme και απεδείχθη ικανό να προσελκύσει το ενδιαφέρον του εκδότη Τζούλιο Ρικόρντι.


Παρά το ότι οι κριτικοί αναγνώρισαν κάποια πρόοδο σε σχέση με το «Le Villi», η δεύτερη όπερά του με τίτλο «Edgar», η οποία ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου το 1889, αποδείχθηκε μάλλον απογοήτευση. Ωστόσο το τρίτο του εγχείρημα, η «Μανόν Λεσκό», το 1893 στο Τουρίνο, ήταν ένας πραγματικός θρίαμβος, με τον Μπέρναρ Σο να προβλέπει ότι «ο Πουτσίνι είναι ο πιθανότερος διάδοχος του Βέρντι σε σχέση με τους υπόλοιπους αντιπάλους του». Εκτοτε ο Πουτσίνι έλυσε και το οικονομικό του πρόβλημα, ούτως ώστε όχι μόνο να ξεπληρώσει όλες τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του στον Ρικόρντι αλλά και να μπορέσει να αποκτήσει μια θαυμάσια βίλα στο Torre del Lago, μια περιοχή περίπου 15 μίλια έξω από τη Λούκα, όπου έζησε ως το 1921, οπότε εξαιτίας κάποιας περιβαλλοντικής μόλυνσης αναγκάστηκε να μετακινηθεί στο Viareggio, λίγα χιλιόμετρα βορειότερα.


Σε αντίθεση με τους περισσότερους συγχρόνους του, ο Πουτσίνι χρειαζόταν μεγάλα διαλείμματα ανάμεσα στις όπερές του, αφενός γιατί δεν ήταν εύκολος στα θέματα τα οποία επέλεγε – κάποια από τα οποία μάλιστα εγκατέλειπε ύστερα από μερικούς μήνες – και αφετέρου γιατί σχεδόν πάντοτε επιθυμούσε τροποποιήσεις στα κείμενα. Παράλληλα περνούσε αρκετό καιρό κυνηγώντας στην ευρύτερη περιοχή του σπιτιού του αλλά και ταξιδεύοντας προκειμένου να επιβλέψει τα διάφορα ανεβάσματα των έργων του.


Η όπερά του «La Boheme» (1896, Τουρίνο) – με θέμα την μποέμικη ζωή των νέων καλλιτεχνών της Μονμάρτρης – στην αρχή δεν γνώρισε την επιτυχία την οποία περίμενε ο συνθέτης. Ωστόσο γρήγορα εξελίχθηκε σε αυτό που παραμένει ως σήμερα: μία από τις δημοφιλέστερες – αν όχι η δημοφιλέστερη – όπερα του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Ο αριστοτεχνικός συνδυασμός μουσικής και δράματος που χαρακτηρίζει την επόμενη όπερά του, την «Τόσκα» (1900, Ρώμη), στάθηκε η αιτία της εξαιρετικής, ως τις ημέρες μας, δημοτικότητάς της, καίτοι και στην περίπτωση αυτή η επιτυχία δεν ήρθε αμέσως. Εν προκειμένω, η κλασική στην Οπερα ερωτική ιστορία τοποθετείται σε φόντο «πολιτικό». Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Βάγκνερ και τον Βέρντι, ο Πουτσίνι μάλλον δεν αναμείχθηκε ιδιαίτερα με τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής του. Κάποτε ο Μουσολίνι υποστήριξε ότι ο συνθέτης εκδήλωσε την πρόθεσή του να ενταχθεί στο Φασιστικό Κόμμα, όμως δεν υπήρξαν σχετικά τεκμήρια. Η στενή φιλία του μάλιστα με τον αείμνηστο αρχιμουσικό Αρτούρο Τοσκανίνι, φανατικό αντιφασίστα, μάλλον δεν ευνοεί έναν τέτοιον ισχυρισμό.


Παρά το ότι η πρεμιέρα της το 1904 στάθηκε μία από τις μεγαλύτερες αποτυχίες στην ιστορία της όπερας, η «Madama Butterfly» αποτέλεσε αργότερα έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των μεγάλων επιτυχιών του Πουτσίνι. Ωστόσο από την περίοδο αυτή και μετά η συνθετική δραστηριότητά του μειώθηκε. Την προηγούμενη χρονιά το πάθος του για τα γρήγορα αυτοκίνητα είχε ως αποτέλεσμα ένα σοβαρό ατύχημα.


Μανιώδης καπνιστής, ο Πουτσίνι προσβλήθηκε από καρκίνο στον λάρυγγα και μετέβη για θεραπεία στο Βέλγιο, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή στις 29 Νοεμβρίου του 1924 από καρδιακή προσβολή, ως αποτέλεσμα μετεγχειρητικών επιπλοκών. Η τελευταία του όπερα, η «Τουραντότ», παρέμεινε ημιτελής και ολοκληρώθηκε από τον Φράνκο Αλφάνο, ο οποίος βασίστηκε στις σημειώσεις του συνθέτη (το 2001 ο Λουτσιάνο Μπέριο παρουσίασε ένα ακόμη φινάλε).


Ωστόσο κατά την πρεμιέρα του έργου του 1926 ο Τοσκανίνι, ο οποίος είχε την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης, σταμάτησε στο σημείο όπου είχε φτάσει ο Πουτσίνι αμφισβητώντας το τέλος του Αλφάνο. «Εδώ» είπε ο μαέστρος απευθυνόμενος στο κοινό, αποτελούμενο από εξέχοντα μέλη της ιταλικής κοινωνίας, «ο συνθέτης άφησε κάτω την πένα του…».