Ακόμη και οι φανατικότεροι από τους εκσυγχρονιστές είχαν αρχίσει να το καταλαβαίνουν: τα πράγματα δεν πήγαιναν (γι’ αυτούς) καθόλου καλά. Στην αρχή υποχρέωσαν τον Γιάννο να πάψει να χαμογελάει βλακωδώς κάθε φορά που αναγγέλλει τη λυπητερή, αλλά το νέο λουκ πέρασε στο ντούκου. Μετά έβαλαν την «εταιρεία εργατοπατέρων» με μπροστάρη τον κ. Χρ. Πρωτόπαπα να πείσει τους εργαζομένους ότι μπορεί να τους απολύουν, να τους ελαστικοποιούν, να τους κόβουν τους μισθούς και τις συντάξεις τους αλλά το κάνουν για το καλό τους. Το κόλπο όμως δεν έπιασε. Τους γιαούρτωσαν (οι εργαζόμενοι τους εργατοπατέρες). Και τέλος έριξαν στη μάχη το βαρύ πυροβολικό: τους μεγάλους θεωρητικούς του σοσιαλισμού με νεοφιλελεύθερο πρόσωπο. Οι διάφοροι Πανταγιάδες, Κοσμίδηδες, Χριστοδουλάκηδες, Τζουμάκες και Σία, πρώην άτεγκοι μαρξιστές-λενινιστές και τριτοκοσμικοί σοσιαλιστές, είτε ιδιοχείρως είτε διά των γνωστών-αγνώστων απεσταλμένων τους στα Μέσα ανέλαβαν να πείσουν τις μάζες για τα καλά και συμφέροντα του μετασοσιαλισμού à la carte. Και εκεί ήταν που γέλασε κάθε πικραμένος Ελληνας.


Οχι, τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά για τους εκσυγχρονιστές και τις παραφυάδες τους. Η λαϊκή δυσφορία μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Σκάνδαλα, μίζες, υποτίμηση, ανεργία, διαπλεκόμενα, διαφθορά, συντροφικά μαχαιρώματα, εσωκομματικές ανταρσίες… Η εικόνα ενός γενικού μπάχαλου ήταν διάχυτη. Ο «ικανός διαχειριστής» κ. Κ. Σημίτης αποδεικνυόταν ανίκανος να βαστήξει το μαγαζί. Στις δημοσκοπήσεις η ΝΔ έπαιρνε κεφάλι ­ όχι για το ανύπαρκτο πρόγραμμά της ή για την ανύπαρκτη προσωπικότητα του «δάμαλου», όπως λέει και η Μαλβίνα ­ αλλά από απελπισία: οι Ελληνες είχαν μπουχτίσει. Δεν μπορούσαν άλλον εκσυγχρονισμό.


Το κοινωνικό καζάνι σιγόβραζε, οι πολιτικές εξελίξεις κινδύνευαν να βρεθούν εκτός ελέγχου. Τα μεγάλα αφεντικά των μετασοσιαλιστών ανησυχούσαν. Κάτι έπρεπε να γίνει πριν να είναι πολύ αργά ­ για τους μετασοσιαλιστές και τα αφεντικά τους.


Και ξαφνικά την περασμένη εβδομάδα, εν τω μέσω καυσώνων και πυρκαϊών, εφημερίδες, κανάλια και ραδιοσταθμοί ανέκραξαν: Θαύμα, θαύμα!


Ηταν οι σύγχρονοι Σαούλ της ελληνικής δημοσιογραφίας που στον δρόμο προς τις διακοπές τους άκουσαν τις φωνές του κυρίου Πανταγιά, του κυρίου Τσουκάτου και διαφόρων άλλων κυρίων (τους), είδαν την αλήθεια και ανέλαβαν το αποστολικό καθήκον να τη διδάξουν στους λαούς των απίστων. Ολα πάνε καλά. Η οικονομία ταξιδεύει με ούριο άνεμο, τα ταμεία του κράτους είναι φίσκα από λεφτά (δικά μας), το Χρηματιστήριο σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, η δραχμή έχει γίνει τόσο σκληρή που ανοίγει κεφάλια, οι διαρθρωτικές αλλαγές προχωράνε (με τη βοήθεια των ΜΑΤ) χωρίς σοβαρές αντιδράσεις. Οι δυσκολίες της κυβέρνησης μια θερινή μπόρα ήταν και περνάει. Και για να κολλήσουν στον τοίχο και τους πιο φανατικούς αντιεκσυγχρονιστές, οι έγκυροι πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές χρησιμοποίησαν το τελικό όπλο. Το αδιαμφισβήτητο επιχείρημα: Οι αγορές ψηφίζουν Σημίτη και ξερό ψωμί (το ξερό ψωμί δεν αφορά τις αγορές).


Οι αγορές βέβαια καλά κάνουν και ψηφίζουν Σημίτη, δικός τους άνθρωπος είναι, αλλά σε όσους τρώνε ξερό ψωμί πολύ αμφιβάλλω ότι η νέα μπλόφα των εκσυγχρονιστών θα πιάσει. Είναι ξεροκέφαλοι και δεν τους νοιάζει που ο κ. Λάτσης έδωσε 90 δισ. δρχ. για την Κρήτης. Σάμπως στην τσέπη τους θα τα βάλουν; Γι’ αυτό οι ηγέτες του νέου ΠαΣοΚ θα πρέπει να ετοιμάζονται για δυσάρεστες εκπλήξεις στις εκλογές του Οκτωβρίου.


Η δυσφορία και η αηδία είναι τα δύο κυρίαρχα συναισθήματα που εξαπλώνονται στη χώρα. Οι πολίτες έχουν πλέον βαρεθεί να περιπαίζονται από τις ηγετικές τάξεις. Εχουν βαρεθεί να ακολουθούν σαν κοπάδι στα τυφλά αυτούς που τους κυβερνούν. Να μη γνωρίζουν τίποτε για το αύριο που κόμματα και πολιτικοί τούς ετοιμάζουν στα κρυφά, χωρίς να τους εξηγούν και κυρίως χωρίς να τους ρωτούν. Δυσφορία και αηδία για τα κόμματα και τους πολιτικούς που εδώ και δεκαετίες εναλλάσσονται στην εξουσία δίνοντας υποσχέσεις που ποτέ δεν τηρούν και εξαγγέλλοντας τομές και μεταρρυθμίσεις που ποτέ δεν κάνουν. Δυσφορία και αηδία για τους πολιτικούς που έπαψαν να μιλάνε, να σκέπτονται και να δρουν πολιτικά.


Η κοινωνία αντιδρά ενστικτωδώς στη, διανοητική κυρίως, διαφθορά των πολιτικών. Στην άνευ όρων παράδοσή τους στα ισχυρά κέντρα εξουσίας. Οι πολίτες βρίσκονται στη δίνη μιας κρίσης που δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει αλλά την αισθάνονται πάνω στο πετσί τους. Οι ιδεολογίες καταρρέουν, τα σημεία αναφοράς χάνονται, οι αμφιβολίες βαθαίνουν, η ιστορία ξαναγράφεται, οι εθνικές και ταξικές ταυτότητες αλλάζουν. Το παλιό πεθαίνει όπως έλεγε και ο γερο-Γκράμσι ­ αλλά το νέο δεν είναι το εκσυγχρονιστικό τέρας που προσπαθεί να γεννήσει ο κ. Σημίτης.