Υστερόγραφο στη σειρά των άρθρων μου για τον Καρυωτάκη. Το θέμα του: ο αντικαρυωτακικός μύθος της γενιάς του ’30 (τον οποίο απλώς ανέφερα χωρίς να τον τεκμηριώσω)· η κυρίαρχη δηλαδή σήμερα κριτική βεβαιότητα ότι η γενιά του ’30 υπήρξε εχθρική προς την ποίηση του Καρυωτάκη. Παρότι η βεβαιότητα αυτή έχει ήδη ελεγχθεί από την Τίνα Λεντάρη (Δεκαπενθήμερος Πολίτης, 5.5.1997), επανέρχομαι, με πρόσθετα επιχειρήματα, γιατί ο έλεγχός της πέρασε ουσιαστικά απαρατήρητος.

Ελεγα ότι ο μύθος αυτός είναι στην πραγματικότητα παράγωγο της ψυχολογικής ανάγκης για ανακούφιση όσων αισθάνονται βαρειά τη σκιά του Σεφέρη· εξήγηση την οποία συνάγει κανείς από την ένταση με την οποία εκφράζεται η εν λόγω βεβαιότητα. Παραθέτω δειγματοληπτικά μερικές διατυπώσεις της: «Οι μείζονες ποιητές μας [της γενιάς του ’30] ένιωσαν την ανάγκη να αντιδικήσουν, με την ποίηση και τα δοκίμιά τους, με το οχληρό φάντασμα της Πρέβεζας» (1996)· «τον ρόλο του αναχώματος που απέτρεπε την προσέγγιση της ποίησης του Καρυωτάκη ανέλαβε το κατασκεύασμα της «νεωτερικότητας»» (1997)· «η γενιά του ’30 φρόντισε για την εκτόπιση του Καρυωτάκη» (1999)· «η γενιά των Σεφέρη – Θεοτοκά στάθηκε ο νεκροθάφτης του Καρυωτάκη» (2001).

Τις περισσότερες φορές οι διαπιστώσεις αυτές διατυπώνονται ως αυταπόδεικτες. Αλλά, και όταν συνοδεύονται από αποδεικτικά στοιχεία, ο υποψιασμένος αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι επαρκή. Διότι τα στοιχεία αυτά είναι, κυρίως, οι δύο κριτικές του 1938 των K. Θ. Δημαρά και Γ. Θεοτοκά και το άρθρο του A. Καραντώνη «H επίδραση του Καρυωτάκη στους νέους» (1935). Στο οποίο, όμως, εκείνο που επικρίνεται δεν είναι ο Καρυωτάκης αλλά ο άγονος καρυωτακισμός των μιμητών του, ενώ ο Καραντώνης εκθειάζει τον Καρυωτάκη ως «γνήσιο και ουσιαστικό ποιητή», που «η ποίησή του είναι ανάβρυσμα πολύτιμης ουσίας». Αλλά και σε αρκετά άλλα κείμενά του ο Καραντώνης τού πλέκει το εγκώμιο: «Ο K. ποιητής σπάνιος για τα χρόνια μας» (1931)· «ο K. δημιουργεί μια στάθμη γούστου, που πρέπει να είναι ο γνώμονας της κριτικής εκτίμησης των ποιητικών έργων» (1936)· «ο K. είχε αρθρώσει το αντιπροσωπευτικό ποίημα, που οι άλλοι τόσα χρόνια μισοσυλλάβιζαν» (1958) κ.ο.κ.

Απομένουν λοιπόν ως επικριτές του Καρυωτάκη ο Δημαράς και ο Θεοτοκάς. Αλλά ο Δημαράς, όπως ήδη δείξαμε («Το Βήμα», 30.4.2004), βιολογικά μόνο ανήκει στη γενιά του ’30. Ως προς τις αισθητικές κατευθύνσεις (που είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τον προσδιορισμό μιας λογοτεχνικής γενιάς) ανήκει στην προηγούμενη γενιά – και αποτελεί πραγματικό λάθος η συναρίθμησή του στη γενιά του ’30. Ομως ακόμη και αν δεχτούμε ότι ανήκει στη γενιά του ’30, η εκτίμησή μας για τις απόψεις του περί Καρυωτάκη θα έπρεπε να λογαριάσει και την έτερη, θετική τοποθέτησή του, την περιεχόμενη στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1949), όπου ο Καρυωτάκης χαρακτηρίζεται «κορυφαίος ποιητής» της γενιάς του, «μέσα στους στίχους του οποίου μιλούν οι καιροί του»· τοποθέτηση ωριμότερη (ως μεταγενέστερη) και (καθώς επαναλαμβάνεται αναλλοίωτη στις οκτώ, έως σήμερα, επανεκδόσεις της Ιστορίας του) αντιπροσωπευτικότερη των απόψεων του Δημαρά για τον Καρυωτάκη από εκείνη του 1938.

Αρκεί άραγε η αρνητική κριτική του Θεοτοκά (και μια επικριτική παρατήρηση – 1938 – του Δ. Νικολαρεΐζη· που, ωστόσο, σε άλλο του κείμενο, του ίδιου χρόνου, επαινεί τον Καρυωτάκη και σημειώνει ότι η γενιά του ’30 «πήρε περισσότερα μαθήματα από τον Καρυωτάκη και τον Καβάφη») για να μπορούμε να πούμε ότι η γενιά του ’30 υπήρξε εχθρική προς τον Καρυωτάκη; Ασφαλώς όχι. Για να στοιχειοθετηθεί κάτι τέτοιο θα έπρεπε ο σημαντικότερος κριτικός της γενιάς (ο Καραντώνης) και οι κορυφαίοι ποιητές της να έδειχναν αντικαρυωτακικά αισθήματα. Ομως το αντίθετο συμβαίνει.

Στον Σεφέρη υπάρχουν έξι αναφορές (άμεσες ή έμμεσες) στη σημασία του έργου του Καρυωτάκη, που όλες εκφράζουν (ή προϋποθέτουν) θαυμασμό. Αρκεί να αναφέρουμε τη συναναφορά του Καρυωτάκη με τον Ελιοτ (1936) και τους Μπωντλαίρ και Μαγιακόφσκι (1946) και τον χαρακτηρισμό του ως «ποιητή με εξαιρετική ευαισθησία» και με «έργο που λογαριάζει ωσάν σταθμός στη λογοτεχνία μας» (1941). Ο Ελύτης, παρότι αισθάνεται τον κόσμο του Καρυωτάκη διαφορετικού είδους από τον δικό του, αναγνωρίζει ότι ο Καρυωτάκης είναι «ένας καλός ποιητής στο είδος του» (1944), ότι η ποίησή του «ήταν, χωρίς αμφιβολία, μια καινούργια γλώσσα» (1974) – και στην ανθολογία των αγαπημένων στίχων (1992), ανάμεσα σε στίχους μεγάλων ή εκτιμώμενων από αυτόν ποιητών περιλαμβάνει και στίχους του. Ο Ρίτσος θεωρεί τον Καρυωτάκη σπουδαίο ποιητή, που «θα ζει για πάντα» (1938). Ο Εγγονόπουλος τον συγκαταλέγει στους δασκάλους του (1976). Ο Εμπειρίκος τον δοξολογεί χαρακτηρίζοντάς τον «μεγάλο ποιητή» (1964). Και οι πέντε στην ποίησή τους έχουν συνομιλήσει με στίχους του.

Το πλήθος των στοιχείων που έχει απωθήσει η κριτική στην επιθυμία της να οικοδομήσει την αντικαρυωτατική εικόνα της γενιάς του ’30 και η ανάγνωση της επίκρισης του καρυωτακισμού ως επίκρισης κατά του Καρυωτάκη αξίζουν να γίνουν αντικείμενο ψυχοκριτικής ανάλυσης. Διότι όσο η εικόνα αυτή επικρατεί, ο λόγος περί Καρυωτάκη και ο λόγος ο σχετιζόμενος με αυτόν θα εξακολουθούν να παράγουν κριτικά εκτρώματα.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.