Από τις αρχές του νέου έτους το ευρύ επενδυτικό κοινό θα έχει τη δυνατότητα να «κυνηγήσει» μεγαλύτερες αποδόσεις, αγοράζοντας ομόλογα γνωστών ελληνικών εταιρειών, αλλά πάντοτε με κάποιο ρίσκο. Οι αποδόσεις αυτές μπορεί να είναι και υπερδιπλάσιες από το επιτόκιο των καταθέσεων ή και των ρέπος, και σε κάθε περίπτωση πιο καλές από εκείνες των κρατικών ομολόγων. Σύμφωνα με ειδικούς της αγοράς μπορεί να ανέλθουν ακόμη και σε 7%-8%.


Τα εταιρικά ομόλογα καθώς και τα τιτλοποιημένα ομόλογα είναι ο νέος θεσμός που εισάγεται με νομοσχέδιο που έδωσε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνηση. Με αυτά ελπίζεται ορισμένες ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες θα έχουν τη δυνατότητα να εκδώσουν τέτοιους τίτλους, να ξεπεράσουν έστω μερικώς τα προβλήματα χρηματοδότησης που αντιμετωπίζουν και παράλληλα να δώσουν μια καλή ευκαιρία υψηλότερων αποδόσεων στους έλληνες επενδυτές που είτε δεν εμπιστεύονται τη Σοφοκλέους είτε δεν βρίσκουν (γιατί δεν υπάρχουν…) επιτόκια μεγαλύτερα από 2,5%-3,5% στις διάφορες μορφές καταθέσεων. Σύντομα, ίσως από το τέλος του έτους ή τις αρχές του 2003, δεν θα βρίσκουν ούτε αυτά, αφού η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αναγκαστικά μετά τη μείωση των επιτοκίων της αμερικανικής Fed στο 1,25%, θα ακολουθήσει επηρεάζοντας πτωτικά όλα τα επιτόκια στο ευρώ.


Φυσικά οι επενδυτές μπορούν και σήμερα να αγοράσουν ένα ομόλογο μιας ξένης εταιρείας με υψηλή σχετικά απόδοση. Ωστόσο με τη νέα ρύθμιση που επιτρέπει την έκδοση ομολόγων από ελληνικές εταιρείες ανοίγει ο δρόμος των επενδύσεων σε γνωστές επιχειρήσεις, επομένως οι τοποθετήσεις αυτές θεωρούνται ευκολότερες. Ο έλληνας επενδυτής γνωρίζοντας, π.χ., μια μεγάλη ελληνική τράπεζα μπορεί να εμπιστευθεί ευκολότερα το δικό της ομόλογο με απόδοση 5%-7% παρά το ομόλογο μιας κολοσσιαίας αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας ή ενός ευρωπαϊκού τηλεπικοινωνιακού φορέα, τα οικονομικά δεδομένα των οποίων δεν μπορεί εύκολα να παρακολουθήσει.


Ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank κ. Ν. Καραμούζης, εκ των θερμών υποστηρικτών του θεσμού και με σημαντική συμβολή στη διαμόρφωσή του, όπως πρόκειται να εφαρμοστεί σήμερα στην Ελλάδα (μέσω των προτάσεών του), είναι αποκαλυπτικός: «Δωράκια δεν υπάρχουν στις αγορές. Οταν θέλει κανείς να ξεφύγει από τις κοινές, εγγυημένες αποδόσεις, υπάρχει ρίσκο, αλλά ο θεσμός είναι καλός, εξυγιαίνει και υποβοηθά υπό προϋποθέσεις τις επιχειρήσεις και φυσικά τους επενδυτές. Προϊόντος του χρόνου οι ελληνικές επιχειρήσεις, όχι πάντως περισσότερες από 20-25, θα μπορούν με τη βοήθεια των τραπεζών και των ξένων οίκων αξιολόγησης να εκδώσουν ομόλογα βασικά δύο κατηγοριών: τα κλασικά εταιρικά ομόλογα και τα τιτλοποιημένα. Τα πρώτα βασίζονται στην πιστοληπτική ικανότητα της εταιρείας ή της τράπεζας. Με τις κλασικές διαβαθμίσεις από το ισχυρότερο 3Α ως και 3Β – με την αξιολόγηση ενός εκ των ξένων οίκων (Moodys, Fitch κτλ.). Φυσικά θα υπάρξουν ίσως και μη αξιολογημένα με σαφώς μεγαλύτερες αποδόσεις αλλά και μεγαλύτερο ρίσκο».


Τα ομόλογα αυτά θα έχουν χρονική διάρκεια από τρία ως δέκα έτη. Η απόδοσή τους θα κυμαίνεται από 0,5% ως 1,5% παραπάνω από το κρατικό ομόλογο, που σήμερα είναι στο 4,5%. «Από εκεί και πέρα» λέει ο κ. Καραμούζης «στις αποδόσεις παίζουν ρόλο πολλά στοιχεία, όπως αν το επιτόκιο είναι σταθερό ή κυμαινόμενο, η χρονική στιγμή που εκδίδεται, η συγκυρία των αγορών και φυσικά το ποιος είναι ο εκδότης του ομολόγου. Με τον θεσμό δεν… ανακαλύπτεται στην Ελλάδα ένα νέο Ελντοράντο αλλά μια παγκόσμια πρακτική η οποία είναι επωφελής για όλους όσοι επιλέγουν πάντοτε σωστά».


Τα τιτλοποιημένα ομόλογα θα παρέχουν ως εγγύηση τα μελλοντικά έσοδα μιας επιχείρησης, τις απαιτήσεις της ή και την ακίνητη περιουσία της. «Τέτοια ομολόγα» εξηγεί ο κ. Καραμούζης «μπορούν να εκδώσουν για παράδειγμα οι τράπεζες που έχουν απαιτήσεις έναντι δανείων ή εγγυημένα έσοδα και μεγάλη ακίνητη περιουσία. Το λογικό είναι βέβαια, εφόσον όντως παρέχουν μεγαλύτερη ασφάλεια, να δίνουν και σχετικά μικρότερη από τα κλασικά εταιρικά ομόλογα απόδοση. Ολα βέβαια τελούν υπό την κρίση της αγοράς». Εμπειρο στέλεχος της τραπεζικής αγοράς παρατηρεί ότι είτε με τα εταιρικά ομόλογα είτε με τις μειώσεις των επιτοκίων είτε με το δειλό αλλά σταδιακά διαφαινόμενο «ξύπνημα» των κεφαλαιαγορών και των χρηματιστηρίων από το νέο έτος αλλάζει το σκηνικό. Και για τις επιχειρήσεις και για τις τράπεζες που έχουν προσανατολισθεί στην προσφορά μιας σειράς σχετικά στατικών προϊόντων στην ελληνική αγορά και φυσικά και για τους επενδυτές οι προκλήσεις θα είναι μεγαλύτερες.


Πολλές επιχειρήσεις καλούνται να εγκαταλείψουν τις κλασικές μορφές δανειοδότησης και άντλησης κεφαλαίων μέσω της Σοφοκλέους και να αναζητήσουν νέους τρόπους σαφώς πιο δύσκολους (από την κλασική αύξηση κεφαλαίου, η οποία σήμερα όχι μόνο δεν προσελκύει επενδύτες αλλά διώχνει από τη μετοχή και τους εναπομείναντες!).


Οι τράπεζες καλούνται να πείσουν ότι μπορούν να φέρουν σε πέρας τις νέες μορφές χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και να κάνουν πιο ελκυστικά τα προϊόντα για τους πελάτες τους. Οι επενδυτές πρέπει να ξεχάσουν την πάλαι ποτέ λογική των «δώρων» από τη Σοφοκλέους αλλά και των μηδενικών αποδόσεων, αφού ευκαιρίες, λογικά ρίσκα και επενδυτικές επιλογές αρχίζουν πλέον να διαφαίνονται και στην Ελλάδα.