Υπάρχουν ορισμένα θέματα στις οικονομικές συναλλαγές που για λόγους που δεν ερμηνεύονται από την κοινή λογική αρνούμαστε να τα συζητήσουμε. Ενα από αυτά είναι και οι προγραμματικές συμφωνίες. Δεχόμαστε λοιπόν και συμφωνούμε να λαμβάνονται αποφάσεις που πιθανώς να μην οδηγούν σε σωστές αποφάσεις απλώς και μόνο επειδή «έτσι συνηθίζεται».
Σε αντίθεση λοιπόν με μια κοινωνική ανάγκη για εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη, δεχόμαστε να λαμβάνονται αποφάσεις που στην ουσία αντιστρατεύονται αυτές τις αρχές. Το ερώτημα λοιπόν που θέλω να εξετάσω σήμερα αφορά συγκεκριμένα αυτή την αντιπαλότητα, που νομίζω ότι πρέπει να έχουμε σε κάθε ενέργεια που αντιστρατεύεται στην ουσία το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.
Η απλή λογική που στηρίζει την πεπατημένη οδό υπέρ των προγραμματικών συμφωνιών είναι μία. Η μικρή βιομηχανική παραγωγή για να στηριχθεί στα πόδια της πρέπει να βοηθηθεί από την προνομιακή μεταχείριση που μπορεί να γίνει υπέρ αυτής μέσω των κρατικών προμηθειών. Εχουμε δηλαδή έναν μεγάλο καταναλωτή που λέγεται Δημόσιο και είναι σκόπιμο για το συμφέρον όλων μας αυτός να αγοράζει ελληνικά προϊόντα. Οχι όμως με ανοικτές διαδικασίες αλλά με κλειστές, δηλαδή στην ουσία κατ’ ανάθεση.
Προτού προχωρήσουμε στα υπέρ και στα κατά αυτής της στρατηγικής επιλογής είναι σκόπιμο να πούμε ότι σε παγκόσμιο επίπεδο:
α. Ανεξάρτητα από τις διαδικασίες, οι κρατικές προμήθειες όλων των χωρών αναλαμβάνονται από μη εθνικές επιχειρήσεις κατ’ ανώτατο όριο στο 20% της συνολικής αξίας τους. Δηλαδή σε παγκόσμιο επίπεδο το 80% των κρατικών προμηθειών καταλήγει σε εθνικές επιχειρήσεις.
β. Πολλές χώρες, όπως π.χ. οι ΗΠΑ, έχουν θεσμοθετήσει και νόμους που επιβάλλουν στην ουσία μιαν ανάλογη διαδικασία, έστω και αν στην ΕΕ υπάρχει μια συνολική πολιτική αυτές οι διαδικασίες να μην ενισχύονται.
γ. Από μελέτες που έχουν ήδη γίνει για την Ελλάδα το ποσοστό των αλλοδαπών προμηθειών, συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού υλικού, δεν ξεπερνά το 15%. Και στο ποσοστό αυτό περιλαμβάνονται και οι προγραμματικές συμφωνίες. Δηλαδή είτε υπογράφουμε είτε δεν υπογράφουμε προγραμματικές συμφωνίες σε τελική ανάλυση το 85% πάει σε ελληνικές επιχειρήσεις.
Ας δούμε όμως και την ουσία του θέματος. Τι επιδιώκουμε με τις προγραμματικές συμφωνίες; Απλώς να δώσουμε δουλειά σε Ελληνες και να εξασφαλίσουμε μια σχετική σταθερότητα στη ζήτηση των ελληνικών προϊόντων από φορείς με ελεγχόμενη και επηρεαζόμενη από το Δημόσιο ζήτηση.
Κατ’ αρχήν θεμιτό, αφού αυτό κάνουν και πολλοί άλλοι. Ας δούμε όμως τι συνεπάγεται αυτό για το σύνολο της εθνικής οικονομίας, υπενθυμίζοντας τη γνωστή φράση του Λογοθετίδη «προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;» και αφού αναρωτηθούμε γιατί να υπογράφουμε με απόλυτα κλειστές διαδικασίες προγραμματικές συμφωνίες, τη στιγμή που έτσι και αλλιώς οι προμήθειες θα πάνε κατά 85% σε ελληνικές επιχειρήσεις.
Ερώτημα πρώτο: Αν κλείσουμε τις διαδικασίες για κάποιες προμήθειες που θα μας δώσουν προϊόντα των οποίων η χρήση εμποδίσει την ανάπτυξη άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων, που θα απασχολούσαν λόγου χάρη πολύ περισσότερους, μήπως δεν θα έπρεπε να δεσμευθούμε να ενισχύσουμε μια εθνική εταιρεία που συγκρατεί την ανάπτυξη πολλών άλλων νέων τομέων;
Ερώτημα δεύτερο: Κάνουμε πάντοτε καλό ή μήπως τελικά προστατεύουμε κάποιες ελληνικές επιχειρήσεις από το να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα που ίσως και πολλές φορές τη γνωρίζουν καλύτερα από όλους μας; Διαφορετικά, απευθυνόμενος στους γονείς των φοιτητών μου, θέλουν να προειδοποιώ τα παιδιά τους για τους κινδύνους που θα αντιμετωπίσουν αν δεν διαβάζουν ή επειδή είναι ελληνόπουλα να υπογράφω προγραμματικές συμφωνίες ώστε στο τέλος του εξαμήνου να τους περνάω όλους;
Ερώτημα τρίτο: Για μια σειρά έτη πολλές εξαγωγικές ελληνικές επιχειρήσεις, σχεδόν έχοντας υπογράψει προγραμματικές συμφωνίες με το Δημόσιο, είχαν εξασφαλίσει με υποτιμήσεις της δραχμής σταθερότητα στην κερδοφορία τους και όπως δείχνουν τα στοιχεία δεν προσπάθησαν να μειώσουν το κόστος παραγωγής τους. Μόλις εφαρμόστηκε η πολιτική της σκληρής δραχμής, τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Στην ουσία αντιστρέψαμε τα κίνητρα και βελτιώσαμε το μέλλον και τη βιωσιμότητά τους σε μόνιμη βάση. Γιατί δεν μπορεί να ισχύσει το ίδιο και για τις επιχειρήσεις που συνδέονται με προγραμματικές συμφωνίες στις κρατικές προμήθειες;
Ερώτημα τέταρτο: Οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις που επιδιώκουν να υπογράψουν προγραμματικές συμφωνίες έχουν παράλληλα και εξαγωγική δραστηριότητα. Στις χώρες όπου πουλούν είναι λογικό να δεχθούμε ότι ανταγωνίζονται ανοικτά και προσφέρουν σε τιμές και σε ποιότητα που ζητεί η αγορά. Εχουμε λοιπόν την απορία γιατί πρέπει να κλείνουν συμφωνίες στην τοπική αγορά χωρίς ανταγωνισμό; Γιατί το όφελος που έχουν από τις ελληνικές παραγγελίες των προϊόντων τους στην ουσία να μεταφέρεται σε καλύτερες τιμές στους καταναλωτές του εξωτερικού; Γιατί σε τελική ανάλυση οι έλληνες φορολογούμενοι να καλύπτουν ζημίες των ΔΕΚΟ από συμβάσεις που δεν είναι ανταγωνιστικές, διότι αν ήταν δεν θα υπήρχε ανάγκη να είναι της μορφής προγραμματικών συμφωνιών.
Η αναδιάρθρωση της οικονομίας απαιτεί και επιβάλλει θυσίες. Και το μόνο πράγμα που δεν επιτυγχάνεται με την προστασία είναι ο προστατευόμενος να συμπεριφερθεί με εκείνα τα κίνητρα που θα λειτουργήσουν αποτελεσματικά προς κοινωνικό όφελος.
Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.



