Για το τραγούδι


«Υπάρχουν πράγματα που δεν μου αρέσουν στη δουλειά που κάνω. Είναι φυσικό όμως. Οταν δεν μένεις άπραγος θα κάνεις πράγματα που θα σου αρέσουν και άλλα τα οποία θα νιώθεις ότι δεν σου πάνε και πολύ. Η πράξη κρύβει το όνειρο αλλά και το λάθος… Αν κυνηγάς το όνειρο, θέτεις υποψηφιότητα στο λάθος. Με αυτά που λέω δεν παραπονιέμαι. Πιστεύω ότι το να ζεις κάνοντας κάτι που σου αρέσει είναι μεγάλο προνόμιο, όποια προβλήματα και αν αντιμετωπίζεις».


Για τη δυστυχία


«Μερικές φορές μας αρέσει πολύ κάτι αλλά δεν έχουμε τα προσόντα να το υπηρετήσουμε. Αυτό για μένα είναι η μέγιστη δυστυχία».


Για τον Μπετόβεν και τον Μικ Τζάγκερ


«Τη στιγμή που επιλέγει κάποιος να γίνει μουσικός θα πρέπει να είναι ανοιχτός να παίξει από Μπετόβεν ως ροκ-εν-ρολ. Οφείλω βέβαια να σας πω ότι αυτόν τον διαχωρισμό μεταξύ ποπ και κλασικής μουσικής τον μισώ, τον θεωρώ πολύ σνομπ. Η μουσική είναι μία. Πιστεύω ότι από τη στιγμή που θα καλλιεργήσεις τη φωνή σου, από τη στιγμή που θα μάθεις να την ελέγχεις, ερμηνεύεις εξίσου καλά από κλασικό τραγούδι ως ποπ. Στην αντίθετη περίπτωση, που θα ασχοληθείς για παράδειγμα μόνο με την ποπ, το σίγουρο είναι, πρώτον, ότι θα κερδίσεις πιο πολλά χρήματα, αλλά πέραν αυτού δεν θα μπορείς να φθάσεις στο επίπεδο που θα σου επέτρεπε να ερμηνεύσεις εξίσου καλά ένα κλασικό και ένα ποπ κομμάτι. Θεωρώ θλιβερό, ειδικά σήμερα, να αντιμετωπίζουμε την κλασική μουσική ως κάτι “ιερό”, μυστήριο, σκοτεινό, κάτι έξω από την καθημερινότητά μας· και από την άλλη, την ποπ ως κάτι που δένει απόλυτα με την καθημερινότητα. Το θεωρώ λάθος, ειδικά αν σκεφθεί κανείς ότι οι περισσότεροι κλασικοί συνθέτες, και μουσικοί, για την εποχή τους ήταν ό,τι πιο ποπ υπήρχε. Ο Σούμπερτ συνήθιζε να γράφει τα τραγούδια του το βράδυ σε πάρτι όπου τον καλούσαν, κρατώντας στο ένα χέρι την μπίρα και παίζοντας πιάνο με το άλλο. Κρατούσε τις σημειώσεις του σε πρόχειρα χαρτιά. Ο Μότσαρτ ήταν ο πρώτος στην ιστορία της ανθρωπότητας που έπαιξε μουσική σε πιάνο-μπαρ της εποχής του. Οση ώρα ο βασιλιάς απολάμβανε το φαγητό του εκείνος έπαιζε πιάνο. Για μένα ο Μπετόβεν ήταν ο Λένον της εποχής του. Πιστεύω ότι κανένας σήμερα δεν θα ήταν ειλικρινής αν έλεγε ότι τραγούδια όπως το “Yesterday” ή το “Michel” δεν είναι εξίσου καλά όπως τα τραγούδια του Σούμπερτ».


Για τις πρώτες μουσικές επιρροές του


«Ολων των ειδών οι μουσικές. Το οφείλω στη μητέρα μου, η οποία όσο εύκολα έβαζε να ακούσει Μπετόβεν, άλλο τόσο ακουγόταν στο σπίτι μας και ο Σινάτρα. Εκεί που άκουγε έναν δίσκο της Ελα Φιτζέραλντ, με την ίδια ευκολία περνούσε στον Μπραμς».


Για τη μητέρα του


«Η μητέρα μου προερχόταν από μια φτωχή οικογένεια, ενώ ο πατέρας μου ήταν γόνος μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες της πόλης. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια φράση που είχε πει στον πατέρα μου, το 1978, μετά την πτώση της χούντας στην Αργεντινή, κατά τη διάρκεια της οποίας η οικογένειά μου έχασε τα πάντα και αναγκάστηκε να ξαναρχίσει από την αρχή: “Ανησυχείς επειδή εσύ δεν ξέρεις τι θα πει φτώχεια” του είπε. “Εγώ όμως που πέρασα σχεδόν τη μισή μου ζωή μέσα σ’ αυτήν, ξέρω πολύ καλά τι πρέπει να κάνω τώρα που δεν έχουμε πια τίποτε. Γι’ αυτό από ‘δώ και στο εξής θα τα αναλάβω όλα εγώ”. Ετσι σωθήκαμε. Για μένα μια τέτοια γυναίκα δεν μπορεί παρά να είναι έξυπνη και ευαίσθητη».


Για τα λάθη


«Κάθε ημέρα προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι μαθαίνοντας από τα λάθη που κάνουμε. Ο δρόμος όμως είναι μακρύς. Δεν είναι να πεις ότι ήρθε μια ημέρα, έφθασες σε κάποιο σημείο και εκεί τελείωσες. Βλέπω τη σχέση που έχω σήμερα με τον πατέρα μου, ο οποίος είναι γύρω στα 68 και ακόμη μαθαίνει με ποιον τρόπο πρέπει να μου συμπεριφέρεται ως πατέρας. Πόσο μάλλον εγώ, που έχω σχεδόν τα μισά του χρόνια. Δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα, και αυτό κάνει απόλαυση τη ζωή. Το μόνο για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι προσπαθώ».


Για την τελειότητα


«Κάποιες στιγμές συνειδητοποιείς ότι προσπαθώντας να κατακτήσεις την τελειότητα σκοτώνεις τον καλλιτέχνη μέσα σου… Κάτι τέτοιες στιγμές μαθαίνεις να λειτουργείς σαν αληθινός καλλιτέχνης. Για μένα αληθινός καλλιτέχνης είναι αυτός που παλεύει να βάλει στην τέχνη του την ψυχή του, να πει με την τέχνη του ό,τι θέλει να πει».


Για το τραύμα του καλλιτέχνη


«Ο καλλιτέχνης γεννιέται… Από εκεί και πέρα το μόνο που του μένει να κάνει είναι να ανακαλύψει αυτό που φέρει ερχόμενος στη ζωή. Μπορεί ο οποιοσδήποτε να φθάσει στο σημείο να δημιουργήσει τεχνητά διαμάντια, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορεί να δημιουργήσει και αληθινά. Το αληθινό διαμάντι το δημιουργεί μόνο η φύση. Το να κρύβεις μέσα σου έναν καλλιτέχνη, τον οποίο καλείσαι να ανακαλύψεις, πολλές φορές ισοδυναμεί με ένα πολύ ισχυρό τραύμα. Χρειάζεται τρομερό θάρρος για να πάρει κάποιος το ρίσκο να γίνει καλλιτέχνης έστω κι αν έχει γεννηθεί καλλιτέχνης… Ο αληθινός καλλιτέχνης εκφράζεται πάντα γνήσια. Και αυτό κοστίζει, έχει πολύ πόνο… Ενας θεός ξέρει πόσο υπέφερε η Μαρία Κάλλας. Και αυτό ήταν το τίμημα που πλήρωσε για τη γνησιότητά της».


Για την επιβίωση


«Από τη στιγμή που δεν πεινάς, που η κοιλιά σου είναι γεμάτη και εσύ νιώθεις μια χαρά, δεν θα καθήσεις να σκεφθείς από πού προήλθε αυτή η τροφή, πόσοι άνθρωποι υπέφεραν για να παραχθούν αυτά που εσύ τρως. Οταν όμως έχεις προβλήματα, θα πρέπει να βρεις τρόπο για να τα λύσεις. Αν είσαι αρκετά δυνατός, θα τα καταφέρεις. Σχεδόν όλοι οι επιτυχημένοι στην ιστορία της ανθρωπότητας, το 90% από αυτούς, ήταν άνθρωποι οι οποίοι αντιμετώπισαν φοβερές δυσκολίες στη ζωή τους. Και αυτό τους έδωσε ώθηση για να προχωρήσουν, στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρξε η “γροθιά” στο στομάχι που τους “θύμωσε” ώστε να προσπαθήσουν μόνοι τους να αλλάξουν τα πράγματα».


Για την εξυπνάδα


«Ειδικά αν θέλει κάποιος να επιβιώσει, η εξυπνάδα τού είναι αναγκαία… Χωρίς εξυπνάδα δεν γίνεται να επιβιώσεις. Φτωχός και βλάκας ίσον θάνατος. Αν πάλι είσαι πλούσιος και βλάκας, θα έρθει σίγουρα κάποια στιγμή που θα χάσεις τα πλούτη σου. Η εξυπνάδα είναι ένα στοιχείο που εξισορροπεί τα πράγματα. Χωρίς την εξυπνάδα δεν θα υπήρχαν ανακωχές… μόνο πόλεμοι. Η ειρήνη είναι δημιούργημα των ευφυών και οι πόλεμοι των ηλιθίων… Δεν θα υπήρχαν τόσες υπέροχες παραστάσεις αν κάποιος ευφυής δεν είχε επινοήσει το διάλειμμα».


Για την επιτυχία


«Η επιτυχία έχει πολλά πρόσωπα. Οταν κοιτάζει κανείς τα πράγματα από μέσα προς τα έξω, αυτό που βλέπει είναι η λάμψη, το γκλάμουρ, το οποίο δεν είναι κακό. Πρέπει να υπάρχει. Συνήθως τη στιγμή που οι κοινοί άνθρωποι, το κοινό, όλοι αυτοί που, όπως είπατε, κοιτούν την επιτυχία μέσα από το παράθυρο, αντιλαμβάνονται το τίμημα ή τους κινδύνους που εμπεριέχει, χάνουν τη μαγεία που έκρυβε γι’ αυτούς η επιτυχία. Είναι σαν να είσαι παιδί, να θαυμάζεις τον Σούπερμαν και ξαφνικά να μαθαίνεις ότι όλα αυτά τα έκανε ένας κανονικός άνθρωπος που κρεμόταν από ένα σχοινί. Εκείνη τη στιγμή χάνεται όλη η μαγεία και δεν ξέρω αν αυτό είναι κακό ή καλό, αν δηλαδή το παιδί στο οποίο απομυθοποιείται ο Σούπερμαν κερδίζει ή χάνει. Εγώ νομίζω ότι χάνει. Μερικές φορές οι άνθρωποι με ρωτούν πράγματα που αφορούν το παρασκήνιο της δουλειάς μου. Τους λέω ότι είναι μια δουλειά σκληρή, δύσκολη, με πολλές πιέσεις, κινδύνους και ρίσκα. Εντάξει, μπορεί να έχεις την πολυτέλεια να μένεις σε ξενοδοχεία πέντε αστέρων, αλλά εγώ χθες έμεινα στο δωμάτιό μου μόνο τέσσερις ώρες. Ολη την υπόλοιπη ημέρα δούλευα σαν σκλάβος. Για μένα το μυστικό της επιτυχίας είναι να μην αφήσεις τους ανθρώπους να δουν το σχοινί από το οποίο κρέμεται ο Σούπερμαν. Καλύτερα άσ’ τους να φαντάζονται ότι μπορεί να πετάει. Ετσι κι αλλιώς κατά βάθος όλοι το ξέρουν ότι δεν μπορεί κανένας να πετάξει. Απλώς αυτή η ψευδαίσθηση, αυτή η υποψία ότι μπορεί να είναι κι αλλιώς, κάνει τα πράγματα να δείχνουν πιο όμορφα, ακουμπάμε έτσι το αδύνατο. Μπορεί να μην το αγκαλιάζουμε ποτέ αλλά και η υποψία της αφής είναι λόγος για να ταξιδέψουμε. Η ψευδαίσθηση καταργεί τον κόσμο των δεδομένων και αυτό για μένα είναι μια γιορτή».


Για το κοινό


«Το κοινό δεν θα σου περάσει ποτέ μια αίσθηση την οποία δεν αποπνέεις πρώτος εσύ. Οπως και εσύ δεν μπορείς να επιστρέψεις κάτι το οποίο δεν σου δίνεται. Αν το κοινό δεν συμμετέχει, αν αφήνει τον καλλιτέχνη “μόνο” του επάνω στη σκηνή, είναι η ίδια αίσθηση σαν να κάνεις έρωτα από το τηλέφωνο ή σαν να αυνανίζεσαι. Η αληθινή αγάπη θέλει δύο. Διαφορετικά μπορεί να έχει πλάκα, αλλά σίγουρα δεν είναι αγάπη. Δεν το κρίνω. Απλώς λέω ότι, όση πλάκα κι αν έχει, δεν είναι αγάπη. Η αγάπη είναι έτσι φτιαγμένη, που ακόμη και επάνω στη σκηνή θέλει δύο: από τη μια τον καλλιτέχνη και από την άλλη το κοινό. Αν δεν υπάρχει επικοινωνία, δεν υπάρχει και μαγεία. Υστερα από δέκα λεπτά μπαίνεις στη λογική τού ότι κάνεις μια δουλειά, πληρώνεσαι γι’ αυτή, σαν καλός επαγγελματίας που είσαι, την τελειώνεις και φεύγεις. Πέραν αυτού δεν συμβαίνει τίποτε άλλο. Γενικά αυτή η σχέση μεταξύ ενός καλλιτέχνη και του κοινού του δεν έχει να κάνει τόσο με το ταλέντο όσο με την ειλικρίνεια. Το κοινό μπορεί να απολαύσει έναν καλλιτέχνη μόνο όταν οι προθέσεις του τη στιγμή που πηγαίνει στο θέατρο για να τον δει είναι ειλικρινείς, όταν πηγαίνει χωρίς προκαταλήψεις. Το κοινό όμως συχνά πηγαίνει στο θέατρο για να σε δει και, καθώς σε ακούει να τραγουδάς, σκέφτεται ότι δεν είσαι εξίσου καλός με τον Πλάθιντο Ντομίνγκο».


Για την πρόβα και την παράσταση


«Η πρόβα είναι η κύηση, αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη δημιουργίας. Στην παράσταση είναι σαν να δίνεις ζωή σε κάτι. Υπέροχη εμπειρία. Μόνο που άμα τη γενέσει το “μωρό” είναι πλέον εκεί και δεν μπορείς να κάνεις τίποτε γι’ αυτό. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να δώσεις μια καινούργια παράσταση, να “γεννήσεις” ένα καινούργιο “μωρό”. Αυτό που γεννήθηκε ­ ξανθό ή μελαχρινό, ψηλό ή κοντό, πανέμορφο ή κακάσχημο ­ είναι ήδη εκεί και δεν μπορείς να κάνεις τίποτε για να το αλλάξεις. Προσωπικά βρίσκω την πρόβα πολύ πιο διασκεδαστική από την παράσταση».


* Αποσπάσματα από τη συνάντηση του Χοσέ Κούρα με τον συντάκτη του «Βήματος» στο Λονδίνο.