Το 1973, όταν φύτεψα τα πρώτα μου αμπέλια, είχα αναθέσει τη γενική επίβλεψη του αμπελώνα στον μπαρμπα-Μανώλη. Παλιός κρασοπουλάς, με αμπελουργικές γνώσεις, από τα παράλια του Ανατολικού Αιγαίου, με βοηθούσε στο ιερό, κατά την αντίληψή του, έργο της αναμπέλωσης της Οπουντίας Λοκρίδος, που είχε πρόσφατα πληγεί από τη φυλλοξήρα, η οποία λίγο έλειψε να εξαφανίσει μια παράδοση 3.000 ετών.
Τότε, τα πρώτα λίγα σταφύλια τρυγιόντουσαν τρία χρόνια μετά τη φύτευση, σε αντίθεση με όσα σήμερα συμβαίνουν, όπου αγοράζοντας έτοιμα κλήματα, μπορείς να τρυγήσεις τον αμέσως επόμενο χρόνο.
Η ανυπομονησία λοιπόν έτρωγε τον γραφικό, μεγάλης ηλικίας, συνεργάτη μου, μήπως πεθάνει και δεν προλάβει να γευθεί τους καρπούς του κόπου του. «Αφεντικό», μου λέει μια φορά, προτού φύγω για ταξίδι στο εξωτερικό, «εκεί που πας, δεν μου φέρνεις ένα κρασί να δοκιμάσω, σαν κι αυτά που θέλεις να φτιάξεις». Cabernet είχα φυτέψει, το Μπορντό ήταν το πρότυπό μου.
Οταν γύρισα λοιπόν, του φέρνω μια μπουκάλα από τα 5 καλύτερα κόκκινα Medoc, με βάση την επίσημη κατάταξη του 1855. Ανοίγω το μπουκάλι, του λέω δύο τρία λόγια για την περιοχή, το κρασί, πώς πίνεται και του δίνω να το δοκιμάσει. Το μυρίζει, το κουνάει, το βλέπει, το ξαναμυρίζει, το ξαναβλέπει ψηλά στο φως, το φέρνει στα χείλη του, μια τελευταία μυρωδιά, αγωνία… Επιτέλους το βάζει στο στόμα του… με κοιτάζει με μισό βλέμμα, λοξόΩ απορία, δυσπιστία, απογοήτευση, αμφισβήτηση, παγωμάρα. Το φτύνει, αδειάζει το υπόλοιπο περιεχόμενο του ποτηριού και μου λέει: «Αφεντικό, γι’ αυτό μ’ έφερες εδώ και παιδεύομαι τρία χρόνια τώρα;».
Ενα χρόνο αργότερα, καταχείμωνο, βρίσκομαι σπίτι του, στην Αταλάντη και με φιλεύει «χοντρό κρέας» (βραστή ή ψητή γριά προβατίνα, στη Λοκρίδα) και μια κανάτα «μαύρο» κρασί. Κοιτάζω καχύποπτα τα βαθύχρωμο υγρό με τις μελιτζανί ανταύγειες, «δοκίμασε» μου λέει, οι οινικές μου μνήμες αρχίζουν να λειτουργούν, ο ουρανίσκος μου προετοιμάζεται να δεχθεί το «μαύρο πυρ», «μπρούσκο», μου ξαναλέει, «πιες». Σηκώνω την κανάτα, ρίχνω λίγο στο κοντό κρασοπότηρο και ω, τι ευωδιές φρέσκου μαυροστάφυλου, εικόνα παλέτας με διάφορα ερυθρών αποχρώσεων φραγκοστάφυλα και μούρα, ενώ οι μοβ, μελιτζανί – πορφυρές ανταύγειες τρεμοπαίζουν στο ποτήρι μου! Το στόμα μου είχε ήδη προετοιμαστεί να δεχθεί οποιαδήποτε στιφάδα. Πίνω πρώτα εγώ και μετά ο μπαρμπα-Μανώλης, αφού είχε φάει ένα λιπαρό, χοντρό κοψίδι…
Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ, αλλά μέχρις εδώ πολλά τα επιμύθια, είτε στο επίπεδο του marketing είτε της εθνολογίας. Εμάς όμως, αυτή τη στιγμή, μας ενδιαφέρει εκείνο της… οινογνωσίας.
Ο μπαρμπα-Μανώλης, μετά από μια έστω και φαινομενικά αρνητική γευσιγνωσία, έλαβε υπόψη του την παλαιότερη οινοπεριγραφή και οινοκριτική μου και ο 75χρονος «ρετσινολόγος» και «ρετσινοπότης» προσάρμοσε τις δικές του γευστικές συνήθειες σε εκείνες της περιοχής, ταιριάζοντας αδιάκοπα το «χοντρό» με το «μπρούσκο». Και μια μικρή λεπτομέρειαΩ το μπρούσκο κρασί στο ποτήρι ήταν το πρώτο μου Cabernet Sauvignon, που ακόμα βρισκόταν στο δρύινο βαρέλι του.
Υπάρχουν 10.000 chateaux στο Μπορντό, 1.000 τα καλά, 100 τα πολύ καλά, καμία εικοσαριά τα άριστα, ανάλογα με τις προτιμήσεις του καθενός. Στην Ιταλία πάλι έχουν καταγραφεί 1.300.000 αμπελοτεμάχια, που καθένα μπορεί να φτιάξει διαφορετικό κρασί. Μόλις 300 ετικέτες στην Ελλάδα και αρχίσαμε… να μπλεκόμαστε στις κληματσίδες του αμπελιού. Χιλιάδες αγροτικές οικογένειες στη χώρα μας φτιάχνουν το «κρασάκι» τους, από το «αμπελάκι» τους, στο «βαρελάκι» τους, κάνουν δηλαδή αυτό που επισήμως περιγράφεται σαν «χωρική οινοποίηση». Αν μάλιστα τους ρωτήσετε θα επιμείνουν, με περισσή αφέλεια, ότι το δικό τους προϊόν είναι το καλύτερο και αγνότερο του κόσμου.
Για τους υπόλοιπους όμως το ερώτημα παραμένει. Ποιο κρασί θα πιούμε; Πώς θα το διαλέξουμε; Με τι θα το ταιριάξουμε; Και ακόμα τι κρασί θα προσφέρει ο εστιάτορας στην πελατεία του;
Στις αναπτυγμένες οινικά χώρες, όπου οι συνθήκες επέτρεψαν τη δημιουργία σχετικής παράδοσης, το έργο της ενημέρωσης τόσο των επαγγελματιών όσο και των ιδιωτών καταναλωτών έχουν αναλάβει ειδικευμένοι οινογράφοι, που διακρίνονται για τη βαθιά γνώση και το ήθος τους. Πολλά έντυπα είναι αφιερωμένα αποκλειστικά στο κρασί, προσφέροντας υψηλού επιπέδου έγκυρη πληροφόρηση, ενώ οι πιο έγκριτες εφημερίδες διαθέτουν στήλες με θέμα το κρασί, που συχνά γίνονται σημεία αναφοράς για τους οινόφιλους.
Σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, επίκουροι και βοηθοί στην απάντηση των πιο πάνω ερωτημάτων έρχονται οι διαγωνισμοί κρασιών, οι οινοπαρουσιάσεις, οι οινοκριτικές και οι συγκριτικές γευσιγνωσίες, με την αυτονόητη προϋπόθεση βέβαια ότι εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα, η ουδετερότητα και η καλή πίστη των κριτών. Γιατί μην ξεχνάμε ότι ο πραγματικός αμπελουργός – οινοποιός, στη δημιουργία κάθε κρασιού, δεν βάζει μόνο τα κτήματα και τις εγκαταστάσεις του, αλλά εισφέρει τον εαυτό του, το πάθος του, καταθέτει την ψυχή του, επομένως και το έργο του πρέπει να αντιμετωπίζεται με τον ανάλογο σεβασμό.
Οι διαγωνισμοί κρασιών συνήθως οργανώνονται από ανεξάρτητους επίσημους φορείς που κύριο μέλημά τους έχουν τη διασφάλιση της διαφάνειας και της αξιοπιστίας, έτσι που να μην υπάρχει κανένα περιθώριο για υπόνοιες μεροληψίας ή δόλου. Οι συγκριτικές γευσιγνωσίες πάλι, που οργανώνονται από τα περιοδικά και τις εφημερίδες, προσπαθούν, συχνά με υπερβολή, να δώσουν εγγυήσεις ουδετερότητας και ευθυκρισίας, θεσπίζοντας κανόνες και πρωτόκολλα αυστηρότατα.
Στην Ελλάδα, για να έρθουμε και στα δικά μας, μ’ όλο που υπερηφανευόμαστε για τις οινικές μας παραδόσεις, δεν έχουμε να δείξουμε κανέναν (!) επίσημο ή έστω ημιεπίσημο διαγωνισμό κρασιού. Αντίθετα η γειτονική Τουρκία, παρά τη μουσουλμανική απαγόρευση, διαθέτει έναν από τους πιο έγκυρους διεθνείς διαγωνισμούς κρασιού, αναγνωρισμένο τόσο από το Διεθνές Γραφείο Αμπέλου και Οίνου όσο και από τη Διεθνή Ενωση Οινολόγων.
Ομως καθώς η σημαντική, θα έλεγα επαναστατική, πρόοδος της ελληνικής οινοπαραγωγής τα τελευταία δέκα – δώδεκα χρόνια με βασική κινητήρια δύναμη αυτούς που επικράτησε να λέγονται «μικροί παραγωγοί» τροφοδοτεί συνεχώς την αγορά με νέες ετικέτες, ενώ αποκτά περιεχόμενο σιγά σιγά και ο όρος «συγκομιδή», με τις διαφοροποιήσεις που συνεπάγεται, η ανάγκη ενημέρωσης καθίσταται και εδώ επιτακτική.
Οι κώδικες επικοινωνίας λοιπόν μεταξύ παραγωγών, οινογράφων, εκδοτών και καταναλωτών θα αποτελέσουν το θέμα του επόμενου σημειώματός μου, μια και θεωρώ εντελώς απαραίτητη την ύπαρξη «κοινής γλώσσας» και πρακτικών, που και τη δουλειά του παραγωγού θα σέβονται και το δικαίωμα κριτικής των οινογράφων θα διασφαλίζουν αλλά και πάνω απ’ όλα τα πραγματικά συμφέροντα του καταναλωτή θα προστατεύουν.
ΣΣ: Στο προηγούμενο «οινολογικό σημείωμα» («Περιπέτειες αφελούς πλην οινοφίλου περιηγητού εν Γαλατία») ο δαίμων της φωτοσύνθεσης, παρεμβάς ως συνήθως απρόσκλητος, δημιούργησε νέο συνεργάτη της στήλης, ονόματι Παν. Χατζημιχάλη. Στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο σημείωμα εγράφη από τον κ. Παν. Διονυσίου, ο οποίος και σχεδιάζει να επανέλθει συντόμως με νέες «περιπέτειες».



