Τη δεκαετία του ’60 οι Ελληνες ζητούσαν συχνά από τον μπάρμαν «ένα ποτό» (αδιευκρίνιστα). Ορισμένοι ήθελαν να το προσδιορίσουν και έλεγαν «θέλω ένα ουισκάκι», αλλά η παραγγελία ακουγόταν σαν να έχει περάσει από «χαλασμένο τηλέφωνο», με πολλές και διαφορετικές παραφράσεις του σκωτσέζικου οινοπνευματώδους. Σήμερα τα πράγματα έχουν φτάσει στο άλλο άκρο. Ο πελάτης είναι τόσο σίγουρος για την επιλογή του, που δεν δέχεται προτάσεις από τον επαγγελματία που βρίσκεται πίσω από την μπάρα. Ζητάει «μία Stolishnaya με δύο παγάκια και μία φέτα λεμόνι» και δύσκολα «ξεκολλάει» από τη γεύση που γνωρίζει.
Το 80% των πελατών νυχτερινών κέντρων ζητάει το ποτό του με… ονοματεπώνυμο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κ. Α. Κυπραίου, προέδρου της Ενωσης Μπάρμεν Ελλάδος. «Ακόμη και το τζιν ή τη βότκα που έχει ρωσικό όνομα ξέρουν ακριβώς πώς θα τα προφέρουν», λέει ο κ. Κυπραίος. «Οι προηγούμενες γενιές δεν ήξεραν αγγλικά και συχνά έλεγαν λάθος όχι μόνο τη μάρκα αλλά και το είδος του ποτού».
Στα μπαρ καταναλώνονται πολύ τα άσπρα ποτά. Στις ηλικίες 20 ως 40 ετών πίνεται πολύ το ρούμι, που έχει μια θεαματική άνοδο της ζήτησης τα δύο τελευταία χρόνια. Αν όμως ανατρέξουμε στους καταλόγους των εισαγωγέων θα δούμε ότι τις περισσότερες πωλήσεις έχει το ουίσκι. Η εξήγηση είναι απλή: οι μικρότερες ηλικίες που πίνουν άσπρα ποτά αρκούνται σε ένα με δύο ποτήρια τη βραδιά, ενώ οι γύρω στα 50 που δείχνουν σαφή προτίμηση στο ουίσκι έχουν τα πορτοφόλια γεμάτα και δεν περιμένουν να λιώσουν όλα τα παγάκια στο ποτήρι για να παραγγείλουν το επόμενο…
Ουίσκι για τους μεγάλους, «άσπρα» για τα… παιδιά
Κάθε χρόνο καταναλώνουμε 6 εκατομμύρια κιβώτια ποτών (πολλαπλασιάστε τα κιβώτια επί 12, για να βρείτε πόσες φιάλες είναι…). Ο πρόεδρος της Ενωσης Επιχειρήσεων Οινοπνευματωδών Ποτών, κ. Χ. Αργυρού, αναφέρει πόσα κιβώτια αντιστοιχούν σε κάθε ποτό: «Καταναλώνονται περίπου 2 εκατομμύρια κιβώτια ουίσκι ετησίως. Η βότκα έρχεται δεύτερη με 800.000 κιβώτια και ακολουθούν το ρούμι με 300.000 και το τζιν με 100.000 κιβώτια. Επίσης υπάρχει μεγάλη ζήτηση εμφιαλωμένου ούζου, που πουλάει περίπου 1.300.000 φιάλες τον χρόνο». Ο αριθμός συμπληρώνεται από τα διάφορα λικέρ, που είναι μεν πολλά αλλά πωλούν λίγα κιβώτια το καθένα.
Οι ηλικίες 20 ως 40 ετών συνήθως πίνουν το ποτό τους με αναψυκτικό ή χυμό. Η εμπειρία των μπάρμεν μάλιστα λέει πως «όσο νεότερος τόσο περισσότερο αναψυκτικό». Ο λόγος είναι πάλι οικονομικός. Μια βότκα σκέτη πίνεται σε χρόνο dt. Ενώ άμα της βάλεις και… μισό λίτρο πορτοκαλάδα πίνεις όλο το βράδυ. Είναι ευκόλως εννοούμενο ότι τα long drinks καταναλώνονται κατά κόρον στα κλαμπ και στα ακριβά μαγαζιά, όπου το ποτό στοιχίζει πάνω κάτω 3.000 δραχμές. Ετσι λοιπόν ο πιτσιρικάς που θα πάρει δεύτερο ποτό (θα κεράσει ένα και το κορίτσι του) θέλει για την έξοδό του πάνω από 10.000 (μαζί με το ταξί και τα τσιγάρα). Περιορίζεται λοιπόν σε ένα και μοναδικό τζιν τόνικ ή Bacardi κόλα και… ζαλίζει το ποτήρι πάνω από δύο ώρες.
Μπάρμαν:
ο νέος είναι… ωραίος,
ο παλιός
είναι αλλιώς
Τα απλά ποτά με χυμό και αναψυκτικό είναι δημοφιλή και για έναν επιπλέον λόγο: οι φερόμενοι ως μπάρμεν εργαζόμενοι συνήθως δεν ξέρουν πώς φτιάχνονται τα πιο περίπλοκα ποτά ή δεν προλαβαίνουν να τα φτιάξουν. «Το κριτήριο πρόσληψης ενός μπάρμαν», λέει ο κ. Κυπραίος, «είναι αν είναι ωραίος και όχι αν ξέρει να φτιάχνει ωραία ποτά. Προτιμούν τα παιδιά που έχουν κοτσιδάκια, ενώ οι κλασικοί επαγγελματίες μπάρμεν είναι υποβαθμισμένοι». Πόσες χιλιάδες άτομα δηλώνουν, έστω περιστασιακά, επαγγελματική ιδιότητα «μπάρμαν»; Και όμως, στην επαγγελματική ένωση που ιδρύθηκε πριν από τέσσερα χρόνια είναι εγγεγραμμένα μόλις 500 άτομα. Οι υπόλοιποι συνήθως δεν ξέρουν να φτιάξουν ούτε τα πενήντα πολύ κλασικά κοκτέιλ, που αποτελούν το αλφάβητο του σωστού επαγγελματία.
Κάνουμε λοιπόν ένα τεστ σε δύο άτομα πίσω από την μπάρα. Πρώτη σκηνή σε μπαρ των Εξαρχείων. «Θα ήθελα ένα ντράι μαρτίνι». Το χέρι τής κατά τα άλλα συμπαθούς μπαργούμαν πηγαίνει στο μπουκάλι Martini Bianco. «Οχι αυτό, εννοώ κοκτέιλ». Και αντί να απαντήσει «δεν ξέρω πώς φτιάχνεται», λέει: «Δεν έχω». Πλήρης άγνοια δηλαδή. Δεύτερη σκηνή σε γνωστό κλαμπ. «Μου φτιάχνεις ένα Μανχάταν;». Απάντηση: «Αν μου πεις πώς να το φτιάξω…» (!). Η αλήθεια είναι ότι στα κλαμπ ακόμη και να ξέρει ο μπάρμαν να φτιάξει ένα κοκτέιλ, το αποφεύγει γιατί οι ουρές των πελατών καθυστερούν πολύ όταν τα ποτά γίνονται με τέχνη. Οπότε χίλιες φορές καλύτερα να του ζητούν απλή βότκα πορτοκάλι παρά… αυτά τα μπερδεμένα με τα παράξενα ονόματα.
Σφηνάκια
τέλος
Ο κόσμος λοιπόν δεν πίνει πια περιποιημένα κοκτέιλ επειδή δεν τα γνωρίζει και οι μπάρμεν… τεμπελιάζουν. Την τελευταία πενταετία όμως υπήρχε η τάση ο μπάρμαν να φτιάχνει το δικό του σφηνάκι. Δεν ήταν λίγοι οι μπάρμεν που διάλεγαν τα μπουκάλια για το σφηνάκι σαν να έπαιζαν τυφλόμυγα: ανακάτευαν όλα τα άσχετα ποτά στο σέικερ και το αποτέλεσμα θύμιζε συχνά αντιβιοτικό ή σαπούνι για τα πιάτα. «Η εποχή με αυτά τα σφηνάκια πέρασε», λέει ο κ. Κυπραίος. (Ευτυχώς, γιατί συχνά μας κερνούσαν και το αδειάζαμε κρυφά, στην πλησιέστερη γλάστρα…) «Επιστρέφουν τα παλιά κλασικά pousse cafe (όπως πραγματικά ονομάζονται τα ποτά που σερβίρονται στο λιλιπούτειο ποτήρι). Αυτά είναι το Β52, το Καμικάζι και το Καπουτσίνο».
Τα σφηνάκια και γενικά το ποτό θέλουν μεθοδικότητα. Ο κ. Αργυρού προτείνει κατανάλωση με στρατηγική: «Πίνοντας ένα ποτό την ώρα ο οργανισμός προλαβαίνει να απορροφήσει το αλκοόλ. Αρα δεν πίνουμε γρήγορα. Καλό είναι να αποφεύγουμε τη ζάχαρη μαζί με το ποτό. Ξέρω ότι ανοίγω “μέτωπο” με τα αναψυκτικά, αλλά τα straight ποτά είναι καλύτερα. Και διά παν ενδεχόμενο, καλό είναι να ζητούν να σερβίρεται το ποτό πάνω στην μπάρα και όχι από κάτω».



