Στην Αμοργό, σκαρφαλωμένο στον βράχο 300 μέτρα πάνω από τη θάλασσα φαντάζει εκτυφλωτικά λευκό στο αιγαιοπελαγίτικο φως το μοναστήρι της Παναγιάς της Χοζοβιώτισσας


Είναι σχεδόν χιλιόχρονο το μοναστήρι της Παναγιάς της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό. Ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα (1088 μ.Χ.) από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο τον Α’ τον Κομνηνό.


Είκοσι χρόνια πριν, ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος δεν έφτανε ως τα ριζά του βράχου που είναι κτισμένο το μοναστήρι. Ανέβαινες από τα Κατάπολα, το λιμάνι της Αμοργού στην πανέμορφη Χώρα με ένα σαραβαλιασμένο λεωφορειάκι. Εκεί ξεκινούσε η γαϊδουροκαβαλαρία ­ μονάχα με ζώο ή με τα πόδια μπορούσες να φτάσεις στο μοναστήρι. Είχα τη χαρά να γνωρίσω τότε τον αδελφό Αγαθάγγελο (86 χρόνων τότε) που τώρα φυσικά δεν ζει ανάμεσά μας. Η γλυκιά όμως γαλήνια μορφή του μας καλημερίζει μέσα από τη φωτογραφία του, πριν μπούμε στο «αρχονταρίκι» για το παραδοσιακό κέρασμα. Λουκουμάκι γεύση τριαντάφυλλο, λικέρ κίτρο Νάξου, καφές και ένα ποτήρι δροσερό νερό.


Σήμερα η Μονή αριθμεί μονάχα τέσσερις μοναχούς, από τους οποίους οι δύο είναι ηλικιωμένοι. Είναι οι αδελφοί Θεόφιλος, Σπυρίδων, Φιλάρετος και Επιφάνιος. Αυτοί τελούν τη Θεία Λειτουργία, προσεύχονται, διατηρούν καθαρούς τους χώρους, υποδέχονται τους επισκέπτες με κάποια βοήθεια το καλοκαίρι από λαϊκούς, επαναλαμβάνουν την ιστορία της εύρεσης της θαυματουργής εικόνας, σε ξεναγούν στην εκκλησία, την κτισμένη μέσα στην κοιλότητα του βράχου, και στους εξώστες με τη συγκλονιστική θέα.


Τώρα πια μπορείς να μάθεις χίλιες δυο λεπτομέρειες γι’ αυτό το μοναστήρι, από το θαυμάσιο βιβλίο για τη Μονή γραμμένο από την κ. Λίλα Ι. Μαραγκού, καθηγήτρια της Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων και περήφανο τέκνο της Αμοργού.


Η μέρα που γιορτάζει η Χοζοβιώτισσα είναι η 21η Νοεμβρίου, των Εισοδίων της Θεοτόκου, όπως μας πληροφορεί το ημερολόγιο. Τη μέρα αυτή γίνεται το μεγάλο πανηγύρι στη Χάρη της. Το μοναστήρι ξαναζεί και γεμίζει προσκυνητές. Μετά τη Θεία Λειτουργία ακολουθεί η χαρούμενη εμπειρία του πανηγυριώτικου γεύματος. Σερβίρεται στην Τράπεζα την αρχαία του μοναστηριού, που ανοίγει εκείνη την ημέρα την αγκάλη της για να φιλοξενήσει γύρω από το παλιό ξύλινο τραπέζι τους πιστούς. Η νηστεία των Χριστουγέννων έχει ήδη αρχίσει, και έτσι το κύριο έδεσμα είναι ψάρι (μπακαλιάρος παστός τηγανητός ή φρέσκα ψαράκια αλιευμένα την παραμονή). Πολλές φορές υπάρχουν και φασόλια, φάβα, σαλάτες, παστέλια και καλό κρασί.


Γραπτές μαρτυρίες και προφορική παράδοση μας επιτρέπουν να χρονολογήσουμε την έλευση της Εικόνας της θαυματουργής, της Παναγιάς της Χοζοβιώτισσας, στην Αμοργό, τον 9ο αιώνα, την εποχή της «Εικονομαχίας». Η καταγωγή της εικόνας είναι τα Χότζοβα ή το Χότζοβο στην Παλαιστίνη, κοντά στην Ιεριχώ. Στην έρημο της Παλαιστίνης είχαν ιδρυθεί πολλά ορθόδοξα μοναστήρια από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια.


«Φεύγοντες οι Χριστιανοί μοναχοί και λαϊκοί… την άμετρον κάκωσιν των Αράβων… ομοίως θε και αι κατά την έρημον διαβόητοι λαύραι και τα λοιπά Μοναστήρια και αι εκκλησίαι ηρημώθησαν» (Θεοφάνης).


Μια ομάδα μοναχών φτάνοντας στην Αμοργό ανακαλύπτει ένα τοπίο που τους θυμίζει εκεί που κτίστηκε το μοναστήρι ­ τη χαμένη πατρίδα. Η Μονή του Αγίου Γεωργίου του Χατζιβίτη στο Wadi Qilt κοντά στην Ιεριχώ, που επισκέπτονται σήμερα πολλοί πιστοί από την Ελλάδα, θυμίζει έντονα στην απόκρημνη θέση της τη Χοζοβιώτισσα.


Πάνω σε αυτό το «ταπεινόν Ευκτήριον» και στα λίγα κελιά μέσα στα ρήγματα των βράχων, το 1088 μ.Χ., επί εποχής του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού «του μακαρίου και αοιδίμου βασιλέως κυρίου Αλεξίου του μεγάλου Κομνηνού ανηγέρθη εκ βάθρων και απηρτίσθη εις μοναστήριον βασιλικώς τε και μεγαλοπρεπώς». «Οψη απέριττη και λιτή… λευκοί γεωμετρικοί όγκοι… αυστηρά γραμμικά περιγράμματα… δημιουργούν με τη συνεργία του φωτός την αίσθηση της πολυεπίπεδης επιφάνειας.


Κελιά μέσα στις σπηλαιώδεις εσοχές των βράχων, σκαλιστά μαρμαρένια περίθυρα… κλίμακες στενές, λαξευμένες στον φυσικό βράχο, καμάρες και τόξα, η τράπεζα, τα μαγειρεία, οι φούρνοι, οι αποθήκες, οι χώροι για το ζύμωμα του ψωμιού, τα πατητήρια, τα κελάρια για το κρασί και το λάδι, οι στέρνες, τα πηγάδια, όλα σφηνωμένα ή δεμένα με τον φυσικό βράχο, δημιουργούν τον εσωτερικό, περίπλοκο δαιδαλώδη χώρο της Μονής».


Το μοναστήρι, παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες του, διαθέτει ένα πλούσιο σκευοφυλάκιο. Βυζαντινά και μεταβυζαντινά χειρόγραφα, κώδικες, λειτουργικά άμφια, εκκλησιαστικά κεντήματα, ξυλόγλυπτους σταυρούς, εκκλησιαστικά σκεύη, πάμπολλα αντικείμενα που δεν μπορούν να εκτεθούν σωστά, γιατί ο μικρός αριθμός των μοναχών δεν επιτρέπει την ασφαλή επίσκεψή τους.


Στη μικρή μονόχωρη εκκλησία της Μονής, καθώς θαυμάζω την ασημοντυμένη εικόνα της Παναγιάς της Χοζοβιώτισσας, της «Κτητόρισσας», της «Μαυρομάτας» αριστερά από την Ωραία Πύλη, αποχαιρετώ το αιωνόβιο αυτοκρατορικό μοναστήρι φέρνοντας με τρυφερότητα στη μνήμη μου τη γλαφυρή ιστορία της έλευσης της εικόνας, όπως την πρωτάκουσα πριν από είκοσι περίπου χρόνια από τον μακαριστό αδελφό Αγαθάγγελο.


«Μια χριστιανή αρχόντισσα από τη Χότζοβα, τον καιρό της Εικονομαχίας, έριξε 3 εικόνες στη θάλασσα για να τις σώσει από τους διώκτες τους. Η μία έφτασε στο Αγιον Ορος. Μια άλλη διασχίζοντας το Αιγαίο καταλήγει στην Αμοργό. Ψαράδες τη φιλοξενούν στο εκκλησάκι της Αγ. Αννας στην Αβάλη, κάτω από τον απόκρημνο βράχο. Τρεις φορές χάθηκε η εικόνα και βρέθηκε κρεμασμένη από ένα καρφί στον βράχο, 300 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Εκεί διάλεξε η Χάρη της να κτιστεί το μοναστήρι…».