ΛΟΝΔΙΝΟ Αν ο ζάπλουτος Λόριν Μάαζελ δεν κατέβαλλε από την τσέπη του μεγάλο μέρος (γίνεται λόγος για 700.000 δολάρια) από το κόστος της παραγωγής, η Βασιλική Οπερα του Λονδίνου δεν θα ανέβαζε ποτέ το 1984: στη διαπίστωση αυτή προβαίνουν περισσότερες της μιας από τις εφημερίδες που ασχολούνται με την όπερα του διάσημου μαέστρου η οποία, υπό τη διεύθυνσή του, παίζεται αυτές τις ημέρες στο Κόβεντ Γκάρντεν. Ο λόγος είναι ότι η κριτική δεν αναγνωρίζει στο λυρικό αυτό έργο, το πρώτο που συνέθεσε ο 75χρονος Μάαζελ, καμία απολύτως μουσική αξία. Εχοντας, λένε οι κριτικοί, διευθύνει και αφομοιώσει επί πολλά χρόνια τα έργα μεγάλων συνθετών του 20ού αιώνα, ο Μάαζελ δεν κατόρθωσε να υπερβεί την επίδρασή τους και να αποκτήσει προσωπική φωνή ως συνθέτης και έτσι στην όπερά του είναι ευκρινέστατες οι μνήμες από τον Μπεργκ, τον Λίγκετι, τον Μεσιάν, τον Μπέριο, τον Μπερνστάιν. Ο Αντριου Κλαρκ στους Financial Times δεν διστάζει να αποφανθεί ότι ως συνθέτης ο Μάαζελ είναι απλώς «καλός μιμητής». Με τα σχόλια αυτά βρίσκει τη χειρότερη κατάληξή του ο θόρυβος που είχε ξεσηκωθεί από καιρό, όταν έγινε γνωστό ότι ο Μάαζελ σκόπευε να μεταφέρει στη λυρική σκηνή το διαχρονικό μυθιστόρημα του Τζορτζ Οργουελ. Το εγχείρημα δεν κατόρθωσαν να διασώσουν ούτε οι πεπειραμένοι λιμπρετίστες που χρησιμοποίησε ο μαέστρος ούτε ο διακεκριμένος καναδός σκηνοθέτης Ρομπέρ Λαπάζ, ο οποίος συνεισέφερε επίσης οικονομικά στην παραγωγή, ούτε, κατά τη γνώμη μερικών, οι σπουδαίοι τραγουδιστές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο δημοφιλής βρετανός βαρύτονος Σάιμον Κίνλισαϊντ στον ρόλο του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος Γουίνστον Σμιθ. H μουσική του Μάαζελ, υποστηρίζει ο Αντονι Τομαζίνι στους New York Times, «μοιάζει πολύ συχνά να συνοδεύει απλώς τα διαδραματιζόμενα επί σκηνής, σαν μοντερνίζουσα κινηματογραφική υπόκρουση». «Αραγε» καταλήγει ο ίδιος κριτικός «οι ιθύνοντες της Βασιλικής Οπερας θα ανέβαζαν αυτό το έργο αν ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν όλη την παραγωγή;». Επόμενες παραστάσεις στις 16 και 19 του μηνός. Ο ουρανός, η γη και η ουρά της φάλαινας
ΠΑΡΙΣΙ Οπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή η Πίνα Μπάους και το Χοροθέατρό της του Βούπερταλ έτερψαν στο Théâtre de la Ville τους Παριζιάνους με την τελευταία δημιουργία της γερμανίδας χορογράφου, το Τεν Τσι, που σημαίνει στα γιαπωνέζικα «Ουρανός και γη». Αν και εμπνευσμένο από τη σύντομη παραμονή του 17μελούς ομίλου στην Ιαπωνία, όπως έχει συμβεί και με άλλους τόπους, τη Ρώμη, τη Βουδαπέστη, το Ρίο Ιανέιρο και την Κωνσταντινούπολη, ελάχιστες νύξεις προδίδουν την πηγή έμπνευσης του έργου. Οπως περιγράφεται από τον γαλλικό Τύπο, το Τεν Τσι είναι μια σειρά «σκετς», ή χοροί, που τα εκτελούν συναρπαστικά πρωτίστως οι πάντοτε αξιοθαύμαστες σολίστ του συγκροτήματος. Το μπαλέτο έχει να κάνει με τον έρωτα και τον θάνατο και με τις αποτυχημένες απόπειρες προσέγγισης ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα. Εντυπωσιακό χαρακτηρίζεται το σκηνικό του Πέτερ Παμπστ, όπου δεσπόζει η τεράστια ουρά μιας φάλαινας και όπου κατά το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς χιονίζει (εκτός, παρατηρούν οι κριτικοί, αν πρόκειται για άνθη κερασιάς, δεδομένου ότι βρισκόμαστε στην Ιαπωνία). Το Τεν Τσι δίνει αύριο την τελευταία του παράσταση. Εργοστάσιο 718: φυτώριο τέχνης
ΠΕΚΙΝΟ Στα βορειοανατολικά της κινεζικής πρωτεύουσας, στο Ντασανζί, «Μεγάλο βουνό», έναν από τους τόπους-σύμβολα των εγκάρδιων σχέσεων ανάμεσα στις χώρες του πάλαι ποτέ ανατολικού στρατοπέδου, φιλοξενείται σήμερα ένα σφριγηλό φυτώριο της σύγχρονης κινεζικής τέχνης. Το Εργοστάσιο 718 το είχαν κατασκευάσει το 1957 οι Ανατολικογερμανοί και το ίδιο κατασκεύαζε ηλεκτρονικά εξαρτήματα για τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Από τις αρχές του 21ου αιώνα μεγάλο μέρος αυτής της έκτασης του ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου στεγάζει ζωγράφους, γλύπτες, φωτογράφους και άλλους καλλιτέχνες που καλλιεργούν σύγχρονες μορφές έκφρασης όπως οι εγκαταστάσεις και οι performances. Καμιά τριανταριά στην αρχή, οι καλλιτέχνες του Ντασανζί, που ανήκουν στη νέα κινεζική γενιά, φτάνουν σήμερα τους 100. Αυτή η συγκέντρωση είχε επίσης ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εστιατόρια, γκαλερί και μπαρ. Αλλά το μέλλον αυτής της καλλιτεχνικής κοινότητας είναι αβέβαιο. Κατά καιρούς εμφανίζονται διάφορα σχέδια αξιοποίησης του χώρου, ο οποίος φυσικά ανήκει στο κράτος και προσφέρεται για πολύ αποδοτική οικονομική εκμετάλλευση. Ως τώρα οι καλλιτέχνες έχουν κατορθώσει να αντισταθούν. Προ καιρού ματαίωσαν την απόπειρα μετατροπής του χώρου σε υπεραγορά high-tech. «Ηταν η πρώτη φορά όπου καλλιτεχνικό σχέδιο σε αστική περιοχή θριάμβευσε επί των επιταγών της οικονομίας» λέει ο καλλιτέχνης Χουάνγκ Ρούι, από τους πρωτοπόρους του Ντασανζί, ο οποίος, όπως και οι υπόλοιποι ένοικοι του Εργοστασίου 718, είναι αποφασισμένος να αγωνιστεί για τη διάσωση του καλλιτεχνικού αυτού φυτωρίου. Μονήρης και διάσημος
ΒΕΡΟΛΙΝΟ Στην πρεμιέρα του έργου του Ο ένας και ο άλλος, που δόθηκε προ καιρού στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ, ο Μπότο Στράους επιβεβαίωσε την εικόνα που επικρατεί γι’ αυτόν, του μοναχικού και αποτραβηγμένου: απουσίαζε. Ο διασημότερος και πλέον αμφιλεγόμενος από τους ζώντες γερμανούς θεατρικούς συγγραφείς (τον περασμένο Δεκέμβριο έκλεισε τα 60) ζει απομονωμένος στο σπίτι του στο Οντερμπρουχ, 80 χιλιόμετρα μακριά από το Βερολίνο, χωρίς να έχει σχέσεις με κανέναν και κυρίως με τους εκπροσώπους των μίντια, τα οποία έχει βγάλει εντελώς από τη ζωή του εδώ και δέκα χρόνια. Παρά ταύτα οι συζητήσεις γύρω από το πρόσωπό του συνεχίζονται και τα έργα του παίζονται συνεχώς. Ο ένας και ο άλλος, σε σκηνοθεσία του Λυκ Μποντύ, εξακολουθεί να βρίσκεται στο ρεπερτόριο του Μπερλίνερ Ανσάμπλ, με τελευταία παράσταση στις 19 Ιουνίου. Το Μεγάλο και μικρό, εκτός από το πρόσφατο ανέβασμά του στη βερολινέζικη Volksbühne, σε σκηνοθεσία του Φρανκ Κάστορφ, παίχτηκε επίσης στο παρισινό Bouffes du Nord, σε σκηνοθεσία του Φιλίπ Καλβαριό, και το φθινόπωρο-χειμώνα πρόκειται να παρουσιαστεί στην Αιξ-αν-Προβάνς, στη Βρέστη και στη Νάντη. Στην προοδευτική εποχή μας πρόκειται ασφαλώς για πορεία αξιοσημείωτη για συγγραφέα που έχει κατηγορηθεί ως αντιδραστικός.



