Ο άγγλος ουμανιστής, πολιτικός και συγγραφέας Τόμας Μορ (ή Θωμάς Μώρος, όπως εξελληνίστηκε το όνομά του) γεννήθηκε στο Λονδίνο και ήταν γιος του δικηγόρου Τζον Μορ. Σπούδασε σε έγκριτη νομική σχολή καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.


Παράλληλα με τις σπουδές του και κατά την περίοδο της άσκησής του ως δικηγόρου διάβαζε άπληστα την Αγία Γραφή, τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους κλασικούς συγγραφείς και έγραφε δοκιμάζοντας τις ικανότητές του σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου. Ακόμη, έζησε τέσσερα χρόνια ακολουθώντας τους κανόνες του μοναστικού βίου στον βαθμό όπου του το επέτρεπαν οι άλλες υποχρεώσεις του.


Ο Μορ ήταν βαθύτατα θρησκευόμενος και ένιωθε μεγάλη κλίση για την Εκκλησία. Υπάκουσε όμως στην απόφαση του πατέρα του και έγινε δικηγόρος. Δεν άργησε να διακριθεί σε αυτό το επάγγελμα, που άρχισε να το ασκεί το 1501.


Το 1504 ο Μορ παντρεύτηκε την Τζόαν Κολτ και στο σπίτι τους φιλοξένησαν επανειλημμένα τον μεγάλο ολλανδό ουμανιστή Ερασμο, ο οποίος μάλιστα εκεί έγραψε τη σάτιρά του Μωρίας εγκώμιον.


Το φημισμένο βιβλίο


Το 1510 ο Μορ διορίστηκε στη θέση τού ενός από τους δύο «υποδιοικητές» του Λονδίνου, και όσο έμεινε σε αυτήν (ως το 1518) ήταν πολύ αγαπητός στους Λονδρέζους ως αμερόληπτος δικαστής, ανιδιοτελής σύμβουλος και προστάτης των φτωχών. Το 1511 χήρεψε και ξαναπαντρεύτηκε.


Παράλληλα με τις επαγγελματικές και διοικητικές ασχολίες του, ο Μορ συνέχιζε τη συγγραφή. Το 1515, ευρισκόμενος σε υπηρεσιακή αποστολή στο Βέλγιο, άρχισε να γράφει το διασημότερο έργο του και ένα από τα πιο φημισμένα βιβλία όλων των εποχών, την Ουτοπία, η οποία ολοκληρώθηκε με την επιστροφή του στο Λονδίνο και εκδόθηκε το 1516 στη Λουβέν.


H Ουτοπία, της οποίας ο τίτλος είναι λέξη πλασμένη από τον Μορ, από τις ελληνικές λέξεις ου και τόπος, περιγράφει την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα ενός ανύπαρκτου τόπου, ενός νησιού, η οποία δεν θυμίζει σε τίποτε την κατάσταση που επικρατούσε στα δυτικά κράτη της εποχής εκείνης και που επικρίνεται στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Οι λογοκρατούμενοι θεσμοί του φανταστικού νησιού του Μορ έρχονται σε χτυπητή αντίθεση με την παράλογη πολιτική κατάσταση της χριστιανικής Ευρώπης, της διαιρεμένης από την ιδιοτέλεια και τη δίψα για δύναμη και πλούτο. Στην Ουτοπία υπάρχει κοινοκτημοσύνη της γης, η εκπαίδευση είναι κρατική και προσιτή σε άνδρες και γυναίκες, το θρησκευτικό φρόνημα ελεύθερο.


H Ουτοπία, που γρήγορα μεταφράστηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, βρήκε μεγάλη απήχηση στους κύκλους των ουμανιστών και χάρισε στον Μορ μία από τις επιφανέστερες θέσεις ανάμεσά τους.


Αυλικός διανοούμενος


Τα χρόνια που ακολούθησαν ο Μορ ανέλαβε διάφορες σημαντικές δημόσιες θέσεις και διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό. Συνέχισε επίσης, όπως άλλωστε και ως το τέλος της ζωής του, το συγγραφικό έργο του, με βιβλία κυρίως θεολογικού περιεχομένου. Τα χρόνια αυτά υπηρετούσε παράλληλα ως «αυλικός διανοούμενος» του Ερρίκου H´, γραμματέας του και άνθρωπος της εμπιστοσύνης του. Υποδεχόταν τους απεσταλμένους των ευρωπαϊκών δυνάμεων, εκφωνούσε επίσημους λόγους, υπέγραφε κρατικές συμφωνίες, διάβαζε την αλληλογραφία του Ερρίκου με τον πρωθυπουργό καρδινάλιο Τόμας Γούλσεϊ και απαντούσε εξ ονόματος του βασιλιά. Συχνά χρειαζόταν να μεταφέρει καλπάζοντας με το άλογο μηνύματα ανάμεσα στην έδρα του πρωθυπουργού στο Γουεστμίνστερ και στα διάφορα κυνηγετικά περίπτερα του Ερρίκου.


Εκείνη την εποχή ο Ερρίκος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, τα οποία, αν και προσωπικά ή και δυναστικά, επέπρωτο να συνδεθούν με το κοσμογονικό κίνημα της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης που συγκλόνιζε την Ευρώπη. Ο Ερρίκος ήρθε σε σύγκρουση με τον Πάπα Κλήμεντα Z´ όχι επειδή συμφωνούσε με τον Μαρτίνο Λούθηρο, τον πρωτεργάτη της Μεταρρύθμισης (απεναντίας συνέγραψε αντιλουθηρανική πραγματεία την οποία του διόρθωσε ο Μορ), αλλά επειδή ο Πάπας αρνιόταν να συναινέσει στις επιθυμίες του βασιλιά: να κηρυχθεί άκυρος ο γάμος του Ερρίκου με την πρώτη σύζυγό του, την Αικατερίνη της Αραγονίας, που δεν του είχε δώσει άρρενα διάδοχο, ώστε να μπορέσει ο βασιλιάς να παντρευτεί τη νέα εκλεκτή της καρδιάς του, την Αννα Μπολέιν, και να αναγνωριστούν τα παιδιά που θα γεννιόνταν από αυτόν τον γάμο νόμιμοι διάδοχοι του θρόνου.


Πρωθυπουργός του Ερρίκου


Ενας από τους λόγους, ίσως ο κυριότερος, που ο Ερρίκος απέλυσε τον Γούλσεϊ το 1529, ήταν ότι ο πρωθυπουργός είχε αποτύχει να του εξασφαλίσει το περιπόθητο διαζύγιο. Στις 26 Οκτωβρίου 1529 τοποθέτησε στη θέση του τον Τόμας Μορ, τον πρώτο μη κληρικό που ανελάμβανε αυτό το αξίωμα.


Ο Μορ από την πλευρά του, αν και τηρούσε κριτική στάση απέναντι στην κατάσταση που επικρατούσε στην Εκκλησία, πίστευε ότι η μεταρρύθμιση έπρεπε να έρθει από τα μέσα και φοβόταν την απειθαρχία που καλλιεργούσε ο προτεσταντισμός, η διαμαρτυρία κατά της επίσημης Εκκλησίας που κορυφή της ήταν ο Πάπας της Ρώμης. Ο Μορ αφιέρωσε μεγάλο μέρος των έργων του για να πολεμήσει τον λουθηρανισμό και τους συμπατριώτες του επικριτές του κλήρου.


Το 1530 ο Μορ δεν υπέγραψε την επιστολή με την οποία οι ευγενείς και οι ιεράρχες της Αγγλίας πίεζαν τον Πάπα να κηρύξει άκυρο τον πρώτο γάμο του βασιλιά. Τον ίδιο χρόνο, όταν ο κλήρος αναγνώρισε τον βασιλιά ως ανώτατο αρχηγό του, ο Μορ επιχείρησε να παραιτηθεί. Επικαλούμενος λόγους υγείας τον επόμενο χρόνο επανέλαβε το αίτημά του να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του. Την ίδια εκείνη ημέρα η σύνοδος των ιεραρχών απέστειλε στον βασιλιά έγγραφο με το οποίο του υποσχόταν ότι τα μέλη της ουδέποτε θα νομοθετούσαν ούτε καν θα συνέρχονταν χωρίς τη βασιλική συγκατάνευση.


Υπέρ του Πάπα


Εν τω μεταξύ ο Μορ, με νέα βιβλία του, συνέχιζε την εκστρατεία του υπέρ της νομιμοφροσύνης προς τον Πάπα υπερασπιζόμενος τους αγγλικούς νόμους κατά των αιρέσεων.


Αρνούμενος να αναγνωρίσει τον βασιλιά ως αρχηγό της Εκκλησίας της Αγγλίας, ο Μορ είχε ήδη διαπράξει ασυγχώρητο παράπτωμα στα μάτια του αδυσώπητου Ερρίκου. Οταν το 1533 ο Μορ αρνήθηκε να παραστεί στον γάμο του με την Αννα Μπόλεϊν, μετά το διαζύγιό του από την Αικατερίνη της Αραγονίας, η τύχη του είχε πλέον αποφασιστεί. Εκλήθη ενώπιον βασιλικής επιτροπής να παραδεχθεί ενόρκως ότι ο γάμος του Ερρίκου με την Αικατερίνη ήταν άκυρος, ενώ ο γάμος του με την Αννα Μπολέιν έγκυρος. Ο Μορ το αναγνώρισε, δεδομένου ότι η Αννα Μπολέιν είχε ήδη στεφθεί βασίλισσα. Δεν δέχθηκε όμως να δώσει τον όρκο επειδή, όπως ήταν διατυπωμένος, θα σήμαινε άρνηση του παπικού πρωτείου. Λίγες ημέρες αργότερα ο Μορ φυλακίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου.


H δίκη του Μορ έγινε την 1η Ιουλίου 1535 και ήταν ολοφάνερα προκατασκευασμένη: ανάμεσα στους δικαστές συγκαταλέγονταν ο πατέρας, ο αδελφός και ο θείος της Αννας Μπολέιν. Ο Μορ καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της προδοσίας. Καρατομήθηκε στις 6 Ιουλίου. Το 1935 η Καθολική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ