Η όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των εμπορικών τραπεζών, το τελευταίο διάστημα, στον χώρο της στεγαστικής πίστης δημιουργεί πονοκέφαλο σε όσους ενδιαφέρονται να πάρουν δάνειο για να αγοράσουν κατοικία. Δεν είναι μόνο οι διαφημίσεις με τις οποίες «βομβαρδίζονται» από τις τράπεζες, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο τα τμήματα μάρκετινγκ των τραπεζών κατασκευάζουν τα νέα προϊόντα, έτσι ώστε κανένα να μη μοιάζει με κάποιο άλλο, ώστε οι συγκρίσεις να είναι εύκολες και ο ενδιαφερόμενος να καταλήγει στο σωστό συμπέρασμα. Κάθε τράπεζα θέλει να κάνει δικό της τον υποψήφιο πελάτη, δημιουργώντας έτσι μια μακροχρόνια σχέση μαζί του, η οποία αποτελεί ευκαιρία για πώληση και άλλων τραπεζικών προϊόντων, αλλά έχουν σχετικά χαμηλό ποσοστό επισφαλειών. Ο πελάτης όμως θα πρέπει να επιλέξει εκείνο το δάνειο και εκείνη την τράπεζα που πραγματικά θα τον βοηθήσουν να πετύχει τον στόχο του.





Στην περίπτωση της αγοράς κατοικίας στόχος τού καθενός είναι να βελτιώσει το βιοτικό του επίπεδο, την ποιότητα της ζωής του, ενώ δεν θέλει να κάνει μια επένδυση που θα του μειώσει σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημά του για πολλά χρόνια και που θα φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.


Τα προγράμματα τα οποία είναι σήμερα διαθέσιμα στους πελάτες καλύπτουν όλη σχεδόν την γκάμα των στεγαστικών. Ετσι έχουμε στεγαστικά προγράμματα κυμαινόμενου επιτοκίου, χαμηλού σταθερού επιτοκίου για τον πρώτο χρόνο, σταθερού επιτοκίου για δύο, τρία, πέντε, δέκα χρόνια, με πληρωμή μόνο τόκων για ένα, δύο, τρία και πέντε χρόνια, με περίοδο χάριτος για ένα ή δύο χρόνια. Πολλά από τα παραπάνω προσφέρουν δωρεάν ασφάλιση πυρός – σεισμού (υποχρεωτική κάλυψη) και ζωής, καθώς επίσης και πρόσθετες παροχές. Τα στεγαστικά προγράμματα με μειωμένα επιτόκια τον πρώτο χρόνο προσφέρουν χαμηλότερα επιτόκια από τα σταθερά για περιόδους τριών, πέντε, 15 ή 20 ετών. Μια ενδιάμεση λύση για κάποιον που θέλει να λάβει στεγαστικό δάνειο είναι το πρόγραμμα με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο διατίθεται από όλες τις εμπορικές τράπεζες. Το κυμαινόμενο επιτόκιο της στεγαστικής πίστης βρίσκεται σήμερα στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 25 ετών, καθώς έχει σπάσει το φράγμα του 6%. Και τα επιτόκια βέβαια παρουσιάζουν σήμερα μια ελαφρά πτωτική τάση, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να προβλέψουμε την πορεία των επιτοκίων για τα επόμενα 20 ή 30 χρόνια.


Σύμφωνα με τους ειδικούς της αγοράς, το συγκεκριμένο πρόγραμμα με το μεταβαλλόμενο επιτόκιο ταιριάζει περισσότερο σε εκείνους που προτιμούν να ακολουθούν την τάση της αγοράς και τις εκάστοτε προσαρμογές που πραγματοποιούνται στην αγορά χρήματος. Αντιθέτως, το σταθερό επιτόκιο πρέπει να επιλέγεται από αυτούς που θέλουν να προγραμματίσουν για ορισμένο χρονικό διάστημα τα έξοδά τους. Πάντως, οι αναλυτές αναμένουν ως το τέλος του έτους μία ακόμη μείωση των επιτοκίων του ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά 0,25 μονάδες βάσης, γεγονός που ίσως επηρεάσει και τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων που προσφέρονται στη χώρα μας.


Αυτό βέβαια δεν σημαίνει απόλυτα πως μια μείωση των ευρωπαϊκών επιτοκίων αποτελεί «εγγύηση» για τους δανειολήπτες ότι και οι ελληνικές τράπεζες θα μειώσουν περαιτέρω τα επιτόκιά τους. Και αυτό διότι ακόμη και σήμερα τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα και σε ορισμένες περιπτώσεις τα χαμηλότερα στην ευρωζώνη. Εξάλλου, καμία τράπεζα δεν είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τις εκάστοτε αναπροσαρμογές των επιτοκίων του ευρώ και μπορεί να μεταβάλλει, όπως η ίδια επιθυμεί, τα επιτόκια χορηγήσεων ανάλογα με την τιμολογιακή πολιτική που ακολουθεί ή τις συνθήκες που διαμορφώνει ο ανταγωνισμός.


Πάντως η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ εξασφαλίζει σταθερότητα στην οικονομία και κατ’ επέκταση στη χρηματαγορά, η οποία πηγάζει κυρίως από τη δυναμική του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, το οποίο εγγυάται ότι δεν θα υπάρξουν στο μέλλον μεγάλες διακυμάνσεις στα επιτόκια, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.


Πάντως, το επιτόκιο δεν είναι το μοναδικό ή το πιο καθοριστικό κριτήριο που πρέπει να αξιολογούν οι καταναλωτές προκειμένου να επιλέξουν το δάνειο που συμφέρει περισσότερο. Τα νέα «δελεαστικά» προγράμματα αποτελούν ένα συνολικό πακέτο παροχών, τα οποία μεταξύ άλλων προσφέρουν δωρεάν ασφάλιση ζωής του δανειολήπτη και ασφάλιση κατά πυρός – σεισμού του ακινήτου, χορήγηση καταναλωτικών, ανοιχτών και προσωπικών δανείων με ευνοϊκότερους όρους και άλλα τα οποία μειώνουν το συνολικό κόστος. Αλλωστε η κάθε τράπεζα προσπαθεί να διαφοροποιεί από τον ανταγωνισμό το προϊόν που προσφέρει, συνδέοντάς το με κάποιες παροχές ή δώρα έτσι ώστε η σύγκριση για τον ενδιαφερόμενο να μην είναι εύκολη.


Εξάλλου το κόστος επηρεάζεται άμεσα και από τα έξοδα που καλείται να καταβάλλει ο δανειζόμενος, τα οποία στην πράξη παρακρατούνται κατά την εκταμίευση του δανείου. Τα έξοδα φακέλου, νομικού και τεχνικού ελέγχου και της προσημείωσης του ακινήτου αυξάνουν το κόστος δανεισμού και αποτελούν μια σημαντική παράμετρο που καλούνται να εξετάσουν οι πελάτες των τραπεζών. Παράλληλα, για τη χορήγηση του δανείου απαιτείται η ασφάλιση ζωής του δανειολήπτη και του ακινήτου που προσημειώνεται κατά σεισμού και πυρός για όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου. Σήμερα σχεδόν όλες οι τράπεζες αποκλείουν από το σύνολο του στεγαστικού πακέτου κάποια από τα παραπάνω έξοδα, «ρίχνοντας» το κόστος ακόμη περισσότερο.