Από τις πρώτες κιόλας γραμμές ο συγγραφέας δίνει έναν πολύ προσωπικό τόνο: «Ξυπνώ χαράματα. Ολα είναι όπως τα άφησα χτες το βράδυ. Κι όμως νιώθω έντονα την παρουσία του Αντώνη». Πρόκειται ασφαλώς για μαρτυρία και όχι για βιογραφία. Μια μαρτυρία του Νίκου Σουρή, ο οποίος δεν δίνει επαρκείς πληροφορίες για το πρόσωπό του, αναφέροντας λιτά ότι υπήρξε «φίλος και σύντροφος». Να συμπληρώσουμε ότι ο Σουρής ήταν σύμβουλος του υπουργού και υπεύθυνος του Γραφείου Επικοινωνίας. «Το τελευταίο αγώνισμα του δεκάθλου» είναι η «ανεπίσημη» αφήγηση της ζωής του πολιτικού άνδρα, ενώ αναμένεται η κυκλοφορία μιας λεπτομερειακής βιογραφίας από το Ιδρυμα Αντώνη Τρίτση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών.


Οι πρώτες σελίδες περιλαμβάνουν «θραύσματα βιογραφίας» με πληροφορίες που δημιουργούν ατμόσφαιρα αφηγηματικής αταξίας. Γίνεται αρχικά μια σύντομη αναφορά στην κούρσα που έστεψε τον Τρίτση βαλκανιονίκη και στη συνέχεια μεταφερόμαστε στη φολκλορική ατμόσφαιρα των Ανδεων, όταν γράφει στο σημειωματάριό του: «Μοίρα των ανθρώπων, είσαι δική μου μοίρα». Μια μικρή αναφορά στην 21η Απριλίου 1967, πληροφορίες για τις σπουδές στην Αμερική, τα παιδικά χρόνια, ξανά το πραξικόπημα, ξανά οι σπουδές στην Αμερική. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου δίνεται γενικότερα η εντύπωση ότι ο Τρίτσης είναι απών. Κάτι που δεν συμβαίνει στο μέρος που αναφέρεται στην περίοδο της μεταπολίτευσης και στην ανάληψη υπουργικών καθηκόντων. Επίσης στο πρώτο μέρος υπάρχει μια «λογοτεχνίζουσα» τοποθέτηση απέναντι στα γεγονότα. Προς το τέλος του βιβλίου αυτή υποχωρεί και παίρνει περισσότερο χαρακτήρα μαρτυρίας.


Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποσπάσματα οκτώ συνεντεύξεων που αποτελούν τις πηγές του έργου. Για παράδειγμα, το σημείο όπου ο Τρίτσης μιλά για τις εφηβικές εντυπώσεις του από την πρωτεύουσα: «Οταν πρωτόρθα στην Αθήνα 15-16 χρόνων, μου φάνηκε σαν μια μεγάλη επαρχιακή πόλη. Μ’ έπιασε απογοήτευση. Δε μου φάνηκε να έχει τον αστικό χαρακτήρα που είχε το Αργοστόλι. Μόνο η Πλάκα μου θύμισε κάπως τις εικόνες που ήξερα. Η τότε κοινωνία στο Αργοστόλι είχε το χαρακτηριστικό ότι σου έδινε την εντύπωση πως ανήκεις σε ένα σύνολο. Στην Αθήνα είχα την αίσθηση πως δεν ανήκεις πουθενά».


Ο πολιτικός άνδρας αναδεικνύεται μέσα από τις δηλώσεις του που παρατίθενται αφειδώς στο κείμενο. Για ένα ταξίδι του στις ΗΠΑ είχε πει: «Περιπλανώμενος διαπίστωσα πως από τη μια μεριά υπήρχε ένα απάνθρωπο σύστημα δύναμης που εξουσίαζε τα πάντα, ένα τρομακτικό κράτος, που αργότερα έμαθα το όνομά του: στην πολιτική ορολογία το λέμε ιμπεριαλισμό. Από την άλλη, όμως, υπήρχε μια ανθρώπινη κοινωνία φοβερά ζεστή που μαχόταν αυτό το σύστημα. Γι’ αυτό δεν μπόρεσα ποτέ να γίνω αντιαμερικανός». Ο αναγνώστης διαβάζει για τα πολιτικά οράματα αλλά και για τα όνειρα που έτρεφε ο Αντώνης Τρίτσης για την Αθήνα. Οταν η συζήτηση έρχεται στο ζήτημα του νέφους, ο συγγραφέας παραθέτει ένα χαριτωμένο επεισόδιο με τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας. «»Καλά τα πας εσύ», του λέει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, «αλλά για να φτιάξεις την Αθήνα πρέπει να την γκρεμίσεις πρώτα!». «Ημουν έτοιμος να του απαντήσω», σχολίαζε γελώντας ο Αντώνης: «Αστειεύεστε, κύριε πρόεδρε; Να καταστρέψω το έργο σας;»».


Το βιβλίο βρίσκει τον ρυθμό από το σημείο όπου ο Αντώνης Τρίτσης αναλαμβάνει καθήκοντα στην κυβέρνηση του ΠαΣοΚ. «Ο οδηγός ανοίγει την πόρτα της υπουργικής Μερσεντές και η ιστορία γυρίζει σελίδα. Παράξενη εικόνα με βαθύτατο συμβολισμό. Αυτός που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο να συγκρούεται με τις δυνάμεις που επικυριαρχούν μιας κοινωνίας είναι υπουργός!». Παρατίθενται αποσπάσματα από ομιλίες και δημοσιεύματα στον Τύπο που εναλλάσσονται με τις προσωπικές αναμνήσεις και εκτιμήσεις του συγγραφέα. Γράφει για την περίοδο έντασης στο υπουργείο της οδού Μητροπόλεως όταν συζητήθηκε η επαναφορά των αρχαίων στο γυμνάσιο: «Ξεκινά ένας αληθινός Γολγοθάς που θα οδηγήσει στη σταύρωση του Αντώνη Τρίτση κι όλα θα ηρεμήσουν με την αποκαθήλωσή του… Προφανώς αυτό δε θα σημάνει την… ανάσταση της Παιδείας!».