Ενα νέο καταθετικό προϊόν, που είναι αρκετά δημοφιλές σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, έκανε την εμφάνισή του στην ελληνική αγορά διευρύνοντας περαιτέρω τις επιλογές των καταθετών. Πρόκειται για τον λογαριασμό καταθέσεων υπό προειδοποίηση, ο οποίος συνδυάζει τα πλεονεκτήματα του κλασικού λογαριασμού ταμιευτηρίου με αυτά της προθεσμιακής κατάθεσης, δηλαδή της ρευστότητας και των υψηλότερων του ταμιευτηρίου αποδόσεων. Αν και προς το παρόν μία μόνο τράπεζα προσφέρει το εν λόγω προϊόν, εκτιμάται ότι σύντομα ­ όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις εισαγωγής ενός νέου τραπεζικού προϊόντος ή υπηρεσίας ­ και οι υπόλοιπες τράπεζες θα εντάξουν τους λογαριασμούς αυτούς στην γκάμα των προϊόντων τους. Οι λογαριασμοί υπό προειδοποίηση σε ό,τι αφορά το σκέλος της κατάθεσης λειτουργούν ακριβώς όπως οι απλοί καταθετικοί λογαριασμοί. Δηλαδή ο καταθέτης μπορεί να πραγματοποιεί καταθέσεις για όποιο ποσό και όποια στιγμή επιθυμεί, απολαμβάνοντας μάλιστα επιτόκιο υψηλότερο από αυτό των απλών καταθέσεων. Η καινοτομία του προϊόντος έγκειται στην ανάληψη. Για να μπορέσει ο πελάτης της τράπεζας να «σηκώσει» μέρος ή ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης θα πρέπει προηγουμένως να έχει ειδοποιήσει εγγράφως την τράπεζά του κάποιο χρονικό διάστημα ενωρίτερα, π.χ. μία εβδομάδα ή ένα μήνα, ανάλογα με το προϊόν και την τράπεζα. Το στοιχείο αυτό πάντως δεν του αφαιρεί το δικαίωμα να «σηκώσει» χρήματα από τον λογαριασμό του χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει την τράπεζα. Στην περίπτωση αυτή όμως χάνει το πλεονέκτημα του υψηλότερου επιτοκίου και έτσι η ανάληψη χωρίς προειδοποίηση κρίνεται ασύμφορη.


Μια απλή τακτική για να εκμεταλλευθεί ο καταθέτης το πλεονέκτημα του υψηλότερου επιτοκίου του λογαριασμού υπό προειδοποίηση είναι να διατηρεί έναν τέτοιο λογαριασμό παράλληλα με κάποιον απλό, ταμιευτηρίου ή τρεχούμενο. Για να είναι αποδοτική η τακτική αυτή, στον πρώτο θα πρέπει να διατηρεί τις αποταμιεύσεις του και στον δεύτερο τα χρήματα σε πρώτη ζήτηση. Προγραμματίζοντας σωστά, μπορεί να δίνει έγκαιρα εντολή στην τράπεζα για μεταφορά χρημάτων από τον υψηλότοκο, αποταμιευτικό λογαριασμό υπό προειδοποίηση στον τρεχούμενο λογαριασμό για την κάλυψη των τακτικών ή έκτακτων εξόδων. Σε κάποιες χώρες του εξωτερικού, και ιδιαίτερα στη Βρετανία όπου υπάρχει μεγάλη τραπεζική παράδοση, οι καταθέσεις υπό προειδοποίηση γνωρίζουν μεγάλη άνθηση. Οι διάρκειες προειδοποίησης που ζητούν οι τράπεζες στο εξωτερικό κυμαίνονται από δύο ημέρες ως και ένα χρόνο. Ανάλογα πάντως με τη διάρκεια προειδοποίησης διαμορφώνεται και το επιτόκιο: Οσο μεγαλύτερο είναι το απαιτούμενο διάστημα ενημέρωσης της τράπεζας για την ανάληψη τόσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο. «Οι λογαριασμοί υπό προειδοποίηση», εξηγεί ο κ. Γ. Σειραδάκης, διευθυντής Consumer Banking της Τράπεζας Κύπρου, η οποία καινοτόμησε προσφέροντας στην Ελλάδα το εν λόγω προϊόν, «παρέχουν τη δυνατότητα στην τράπεζα να ελέγχει τη ρευστότητά της, παράγοντα που της επιτρέπει με τη σειρά της να αποδώσει μεγαλύτερο επιτόκιο στον καταθέτη». Το επιτόκιο του Notice Account, όπως ονομάζεται ο λογαριασμός υπό προειδοποίηση της Τράπεζας Κύπρου, ισούται με το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor, το οποίο ανέρχεται σήμερα σε 4,37%, ενώ ο πελάτης προκειμένου να πραγματοποιήσει ανάληψη θα πρέπει να ειδοποιήσει την τράπεζα τριάντα πέντε ημέρες νωρίτερα.


* Θα ακολουθήσουν και άλλες


Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι έχει ήδη προηγηθεί το λανσάρισμα ενός εξίσου ελκυστικού προϊόντος από την Τράπεζα Πειραιώς, το οποίο προσφέρει επιτόκιο 4,75% για προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας από 6 μέχρι 12 μηνών. Στελέχη τραπεζών σημειώνουν ότι τα δύο παραπάνω «κρούσματα» στη λιανική τραπεζική αποτελούν δείγμα του τραπεζικού ανταγωνισμού όσον αφορά τις καταθέσεις.


Γεγονός είναι ότι σήμερα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ­ σε γενικές γραμμές ­ διαθέτουν ικανοποιητική ρευστότητα και δεν έχουν κανέναν λόγο στην παρούσα φάση να προσφέρουν υψηλά επιτόκια για να προσελκύσουν καταθέσεις. Εκτός και αν τα παραπάνω εγχειρήματα αποδειχθούν αποδοτικά από πλευράς μάρκετινγκ και βρουν μιμητές, με αποτέλεσμα να δούμε και στην πλευρά των καταθέσεων φαινόμενα παρόμοια με αυτά στα στεγαστικά δάνεια, όπου οι τράπεζες σε ορισμένες περιπτώσεις προσφέρουν εισαγωγικά επιτόκια (τον πρώτο χρόνο του δανείου) ακόμη και κάτω από το κόστος του χρήματος.


Σήμερα πάντως τα ρέπος εξακολουθούν να προσελκύουν τα κεφάλαια των καταθετών. Οσο μάλιστα απολαμβάνουν αφορολόγητες αποδόσεις ­ κάτι που δεν αναμένεται να καταργηθεί στο άμεσο μέλλον ­ θεωρείται δύσκολο να τα ανταγωνιστεί κάποιο άλλο καταθετικό προϊόν. Οπως σημειώνουν τραπεζίτες, ο μέσος έλληνας επενδυτής δεν έχει ακόμη εξοικειωθεί με τα νέα σύνθετα προϊόντα των τραπεζών, όπως τα εγγυημένου κεφαλαίου, που αποτελούν εναλλακτική τοποθέτηση χωρίς ρίσκο για το κεφάλαιο. Υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος ανέφερε χαρακτηριστικά για την κατάσταση που επικρατεί στη Γηραιά Ηπειρο, ότι «οι παραδοσιακές καταθέσεις στις ευρωπαϊκές χώρες, ύστερα από πολυετείς περιόδους χαμηλών, συγκριτικά, επιτοκίων, διατηρούν ένα αξιόλογο ποσοστό συμμετοχής, γύρω στο 30%, στο σύνολο των κεφαλαίων που τοποθετούνται στα πάσης φύσεως καταθετικά και επενδυτικά προϊόντα». Στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η πλειοψηφία των ρευστών διαθεσίμων είναι τοποθετημένη σε βραχυπρόθεσμες επενδύσεις και κυρίως σε ρέπος.


Η τοποθέτηση σε παραδοσιακά προϊόντα προσφέρει, όπως είναι φυσικό, τις μικρότερες αποδόσεις σε σχέση με τα πιο σύνθετα επενδυτικά προϊόντα, ενώ σε καμία περίπτωση δεν υφίσταται ρίσκο για τον επενδυτή. Ιδιαίτερα μετά την ένταξη της χώρας μας στην ΟΝΕ και την εξισορρόπηση των ελληνικών επιτοκίων στα επίπεδα των χωρών-μελών της ευρωζώνης, οι αποδόσεις της τελευταίας κατηγορίας προϊόντων έχουν απαξιωθεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς δεν ξεπερνούν το 4%. Τα καταθετικά και επενδυτικά προϊόντα που διατίθενται σήμερα από τις εμπορικές τράπεζες και από τις εταιρείες διαχείρισης χαρτοφυλακίου είναι δυνατόν, με κριτήριο τη λειτουργία τους και το ρίσκο που αναλαμβάνει ο πελάτης, να διαχωριστούν σε τρεις επιμέρους κατηγορίες: σε αυτά που δεν εγγυώνται ούτε την απόδοση ούτε το αρχικό επενδεδυμένο κεφάλαιο, όπως τα αμοιβαία κεφάλαια, σε εκείνα που εγγυώνται το αρχικό κεφάλαιο αλλά όχι την απόδοση, τα γνωστά capital guarantee και τέλος σε αυτά που εγγυώνται και τις δύο παραπάνω παραμέτρους, ήτοι οι καταθετικοί λογαριασμοί, οι προθεσμιακές καταθέσεις και τα repos.


* Οι προθεσμιακές


Οι προθεσμιακές καταθέσεις είναι η πιο παραδοσιακή μορφή τοποθέτησης κεφαλαίων για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με στόχο από πλευράς καταθέτη την επίτευξη υψηλότερης απόδοσης. Πρόκειται για έναν τραπεζικό λογαριασμό όπου ο καταθέτης και η τράπεζα συμφωνούν ως προς το ότι το ποσό που καταθέτει ο πρώτος θα μείνει «κλειστό» ορισμένο χρονικό διάστημα (συνήθως από έναν ως 12 μήνες) και θα εκτοκίζεται με προσυμφωνημένο επιτόκιο. Το επιτόκιο αυτό είναι συνήθως διαπραγματεύσιμο και εξαρτάται από το ύψος της κατάθεσης, τον χρόνο που θα παραμείνουν «κλειστά» τα χρήματα, αλλά και από τη συνολική σχέση του πελάτη με την τράπεζα.


Το επιτόκιο παραμένει σταθερό όλο το χρονικό διάστημα για το οποίο δεσμεύονται τα χρήματα του καταθέτη, ανεξάρτητα από τις μεταβολές των επιτοκίων καταθέσεων. Αυτό το χαρακτηριστικό τούς δίνει αξιόλογο πλεονέκτημα, ειδικότερα σε περίοδο κατά την οποία τα επιτόκια ακολουθούν πτωτική πορεία.


Οπως τονίζουν τραπεζικά στελέχη, οι προθεσμιακές καταθέσεις στην απλή αλλά και στην πιο σύγχρονη μορφή τους ταιριάζουν περισσότερο σε όσους προτιμούν την ασφάλεια που προσφέρουν σε σχέση με άλλες μορφές τοποθετήσεων με μεγαλύτερο ρίσκο. Συγχρόνως δίνεται η δυνατότητα να αποκομίσουν μέσω των προϊόντων αυτών μεγαλύτερους τόκους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι είναι διατεθειμένοι να δεσμεύσουν τα χρήματά τους κάποιο χρονικό διάστημα, που μπορεί να είναι και ένας ολόκληρος χρόνος.


Βέβαια, αν χρειαστεί κάποιος να «σηκώσει» νωρίτερα τα χρήματά του, δηλαδή πριν από τη λήξη της προθεσμίας που έχει συμφωνηθεί ανάμεσα στον πελάτη και στην τράπεζα, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να μη λάβει καθόλου τόκους, και αυτό γιατί οι τράπεζες, προκειμένου να διασφαλιστούν ως προς το ότι τα χρήματα θα παραμείνουν στον λογαριασμό προθεσμιακών καταθέσεων για το συμφωνημένο διάστημα, επιβάλλουν σε όσους προβούν σε «άρση» της συμφωνίας νωρίτερα ποινή, ή προεξόφληση, όπως λέγεται.