“Εγκαταλείπω το θέατρο”
Εγινε ηθοποιός γιατί ήθελε «να φεύγει». Και όταν συνάντησε το πρώτο μπουλούκι, βρήκε τον τρόπο να υλοποιήσει τη δική του φυγή. Εκτοτε κατάλαβε ότι αρκεί να είναι κανένας «φευγάτος» για να φεύγει. Δεν είναι απαραίτητη η μετακίνηση. Από την Καβάλα, τη γενέτειρά του, βρέθηκε στην Αθήνα και στο Θέατρο Τέχνης. Η γνωριμία του με τον Κάρολο Κουν στάθηκε καθοριστική. Οπως και οι φιλίες που αναπτύχθηκαν από τότε. Ο Γιώργος Μοσχίδης είναι ένας ηθοποιός αλλιώτικος από τους άλλους. Απαιτητικός και δύσκολος, παραδέχεται ο ίδιος για τον εαυτό του. Συναισθηματικός και εσωστρεφής, μετρημένος, με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, ενίοτε καυστικός. Μια θεατρική φιγούρα επάνω στην οποία είναι καταγεγραμμένη η θεατρική εμπειρία. Εφέτος επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνιστεί στη «Σονάτα των φαντασμάτων» του Στρίντμπεργκ, που μόλις ανέβηκε στη Νέα Σκηνή.
«Σκέφτομαι να εγκαταλείψω το θέατρο» μου λέει ενώ η συζήτησή μας είχε μόλις τελειώσει. Βλέπει την έκπληξη και την απορία στο πρόσωπό μου και συνεχίζει: «Παίζει και η βιολογία τον ρόλο της. Στο θέατρο πρέπει να παραμένουν οι νέοι. Οι παλαιότεροι πρέπει σιγά σιγά να δίνουν τη σκυτάλη. Τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι εγώ. Εχω το όνειρο να παίξω με ηθοποιούς που εκτιμώ βαθύτατα αλλά δεν έχω πάντα αυτή τη δυνατότητα. Χωρίς να υποτιμώ τους νεότερους, θα ήθελα κοντά μου δικούς μου, αγαπημένους ανθρώπους. Και όταν δεν θα τους έχω, φοβάμαι ότι οι επιλογές μου θα γίνουν πιο αυστηρές. Ξέρω ότι δεν θα αργήσει και η βιολογία να παίξει τον ρόλο της, τη βλέπω, την αισθάνομαι μπροστά μου. Ελεγα στη μάνα μου ότι μεγάλωσε και εκείνη μου απαντούσε: “Πίσω μου έρχεσαι, παιδάκι μου”. Και αυτό νιώθω τώρα: ότι μεγάλωσα. Λένε ότι, όταν μοιράζεις τα αισθήματά σου, τις γνώσεις σου με τους άλλους, γίνεσαι εσύ πιο σοφός, καλύτερος άνθρωπος, καλύτερος ηθοποιός. Το θέμα είναι όμως με ποιους τα μοιράζεσαι και κατά πόσο θέλουν οι άλλοι να τα μοιρασθούν μαζί σου». Γίνατε καλύτερος άνθρωπος, καλύτερος ηθοποιός, τον ρωτάω. «Ναι, νομίζω» απαντά.
Ευτυχώς είχε προηγηθεί η συνέντευξη.
Κύριε Μοσχίδη, έχετε συνεργασθεί με όλους σχεδόν τους έλληνες σκηνοθέτες και μάλιστα με ορισμένους από τους κορυφαίους, όπως ο Μίνως Βολανάκης, που χάθηκε πρόσφατα, με τον οποίο είχατε και μια στενή φιλική σχέση. Πώς ήταν η συνεργασία σας με την Ασπα Τομπούλη, εκπρόσωπο της νεότερης γενιάς; Διαφέρει ο τρόπος δουλειάς της;
«Η συνεργασία μου με την κυρία Ασπα Τομπούλη ευδοκίμησε γιατί από την πρώτη στιγμή ανεγνώρισα στο πρόσωπό της μια κυρία με ευγένεια, αξιοπρέπεια και σοβαρότητα. Και δεν έπεσα έξω. Είναι γνωστό ότι είμαι ένας άνθρωπος δύσκολος που εκρήγνυται. Απαιτώ αισθήματα αγάπης. Βέβαια μου είναι αδύνατον να ξεχάσω τον Ροντήρη, τον Κουν, τον Μίνωα Βολανάκη».
Ποιος είναι ο ρόλος σας στη «Σονάτα των φαντασμάτων» του Στρίντμπεργκ; Πώς αντιμετωπίζεται τον σουηδό συγγραφέα; Παραμένει σύγχρονος; Ποιο ήταν το στοιχείο εκείνο που σας έκανε να αποδεχθείτε την πρόταση του Εθνικού;
«Η “Σονάτα των φαντασμάτων” είναι από τα τελευταία έργα του σουηδού ποιητή. Είναι ένα έργο γεμάτο τρέλα και μεταφυσική. Οι ήρωές του είναι έντονοι και απόμακροι αλλά ανθρώπινοι, ζωντανοί. Παραμένει σύγχρονο μέσα στην παρανοϊκή εποχή μας και μοιάζει σαν να γράφτηκε χθες. Ο ρόλος είναι ενός γέρου 80 χρόνων που μιλάει για τη ζωή του. Και μιλώντας για τη ζωή του μιλάει γενικά για τη ζωή. Είναι πολύ συναισθηματικός, σκληρός, βαμπίρ. Πληρώνει ό,τι έκανε στους ανθρώπους. Εχει όμως γνώση και συνείδηση.
Οσον αφορά δε το τι με έκανε να αποδεχθώ την πρόταση του Εθνικού, πρέπει να πω ότι οι σκηνοθέτες είναι αυτοί που επιλέγονται από το Εθνικό και εκείνοι με τη σειρά τους επιλέγουν τους ηθοποιούς που επιθυμούν τη συνεργασία τους. Και η διεύθυνση συζητεί μαζί τους τα περαιτέρω. Με άλλα λόγια, το Εθνικό δεν έχει θίασο δικό του. Τώρα αν η καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού προτείνει σε κάποιους ηθοποιούς να επιλέξουν εκείνοι συγκεκριμένο έργο ή σκηνοθέτη δεν το γνωρίζω. Εγώ πάντως δεν συγκαταλέγομαι σε αυτούς».
Πιστεύετε ότι το Εθνικό Θέατρο διατηρεί την αίγλη του; Εχετε παρατηρήσει κάποιες αλλαγές μέσα στα χρόνια, θετικές ή αρνητικές;
«Η αίγλη είναι μια λέξη που μας γυρνά στο παρελθόν. Οσοι έχουμε παρελθόν εξακοντίζουμε τη μνήμη μας και λέμε: Χάθηκε η αίγλη. Τα χρόνια όμως περνούν, αλλάζουν την αισθητική, τη μορφή της δουλειάς μας και όλα απομακρύνονται. Αλλοτε γιατί θέλουμε να τα ξεχάσουμε και άλλοτε γιατί τα νοσταλγούμε. Το Εθνικό τώρα είναι ένα θέατρο με πολλούς θιάσους».
Πώς σας φαίνεται αυτό το μοντέλο; Λειτουργεί θετικά;
«Οχι. Κάποτε το Εθνικό ήταν “κεκλεισμένων των θυρών”, συμπαγές. Μετά έγινε βεντάλια. Μεταξύ της βεντάλιας και του συμπαγούς υπάρχει κάτι το ενδιάμεσο. Πιστεύω ότι θα έπρεπε να έχει έναν πυρήνα ηθοποιών και να διαλέξει τους καλύτερους που υπάρχουν, και παλαιότερους και νεότερους. Βεβαίως να ανανεώνεται ο πυρήνας, αλλά κάτι τέτοιο απαιτεί έναν προγραμματισμό. Θέλει όμως και κάτι άλλο για το οποίο φταίμε και εμείς οι ηθοποιοί. Παλαιότερα σπουδαίοι ηθοποιοί εκτός από τους πρώτους ρόλους έπαιζαν και τους δεύτερους και τους τρίτους.
Στο σχήμα αυτό που περιγράφετε για το Εθνικό δεν θα έπρεπε να αναπροσαρμοσθούν και οι αμοιβές, οι μισθοί των ηθοποιών;
«Αυτό δεν το συζητώ καν. Το θεωρώ αυτονόητο. Διότι το επάγγελμά μας είναι και βιοποριστικό. Πρέπει να ζω από τη δουλειά μου».
Η περυσινή χρονιά δεν στάθηκε ιδιαίτερα τυχερή για εσάς καθώς ματαιώθηκε η παράσταση με το έργο του Δημήτρη Κορδάτου «Το ημερολόγιο της άμμου» που θα σκηνοθετούσε ο Τάσος Μπαντής στο «Εμπρός». Πώς νιώσατε έναν χρόνο εκτός σκηνής; Παράλληλα όμως βιώσατε και τη διάλυση των «Μορφών». Θα θέλατε να σχολιάσετε το γεγονός;
«Η παράσταση με το έργο του Δημήτρη Κορδάτου “Το ημερολόγιο της άμμου”, με σκηνοθέτη τον Τάσο Μπαντή, ματαιώθηκε προσωρινά. Θέλω να ελπίζω, είμαι βέβαιος ότι σύντομα θα το ανεβάσουμε. Είναι ένα έργο που η αξία του μάς έκανε να το αγαπήσουμε πολύ και η αγάπη παραμένει. Ισως με μεγαλύτερη όρεξη, με μεγαλύτερο πάθος. Οσο για μένα, πικράθηκα πάρα πολύ. Δεν θέλω όμως να μιλήσω για την πίκρα μου. Η πίκρα ούτε μοιράζεται ούτε ανακοινώνεται. Η ομάδα των “Μορφών” ακολούθησε μια φυσική πορεία. Γεννήθηκε, άνθησε, δημιούργησε. Δεν της άξιζε μια σύνταξη και γι’ αυτό θα υπάρχει ως κατάθεση».
Ποια είναι η συνταγή του καλού σκηνοθέτη;
«Υπάρχουν σκηνοθέτες που είναι μεγαλομανείς, μισαλλόδοξοι, που δεν είναι ικανοί να παίξουν και που παίρνουν γδικιωμό για την αποστέρησή τους. Υπάρχουν σκηνοθέτες μισογύνηδες “στρατευμένοι”, που πιστεύουν ότι σε έναν κόσμο ανάπηρο ο ηθοποιός πρέπει να παίζει “ανάπηρα”. Υπάρχουν σκηνοθέτες θεωρητικοί που μεταμορφώνουν τον ηθοποιό σε μηχανική μάζα, δούλοι ενός δήθεν ασκητισμού. Ο καλός σκηνοθέτης είναι αυτός που έχει οράματα, που αγαπά τους ηθοποιούς και τους κάνει προτάσεις, χωρίς να τους επιβάλλεται».
Σήμερα έχουμε τέτοιους καλούς σκηνοθέτες;
«Να ελπίζουμε ότι θα δημιουργηθούν».
Από την πείρα σας τι θα λέγατε τελικά ότι είναι το ταλέντο στον ηθοποιό; Ποιοι ξεχωρίζουν και γιατί; Υπάρχουν σήμερα «σταρ»; Διαρκούν;
«Το ταλέντο στον ηθοποιό είναι η παρατηρητικότητά του. Η συγκομιδή, η υπεράσπιση των αισθημάτων και των εμπειριών, η συνεχής δουλειά χωρίς τέλος, το όνειρο. Στη φύση υπάρχουν φυτά που γεννιούνται και ζουν 24 ώρες, οι σταρ, και άλλα που μεγαλώνουν αργά μα διαρκούν και μοσχοβολάνε, οι ηθοποιοί».
Είναι δύσκολο απαιτούνται θυσίες για έναν ηθοποιό να παραμείνει πιστός στις θέσεις του και να μη συμβιβαστεί;
«Οι θυσίες για έναν ηθοποιό είναι αναπόφευκτες. Η πίστη του διαρκής. Ακόμη οι συμβιβασμοί λόγω βιοπορισμού δεν πρέπει να τον καταβάλλουν. Να είναι στην πρώτη γραμμή για τα οράματά του, ένας νέος εραστής του ονείρου, του έρωτα. Το τίμημα; Αν είναι να ‘ρθει θέ’ να ‘ρθει. Ποτέ το όπλο παρά πόδα. Συνεχώς μαχητής».
Πώς νιώθετε μετά από τόσα χρόνια στο θέατρο; Τι προσμένετε;
«Θα σας απαντήσω με έναν στίχο του Μπρεχτ: “Ολα αλλάζουν μα εσύ μπορείς, ακόμα και με την τελευταία σου πνοή”».
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Το έργο του Αυγούστου Στρίντμπεργκ «Η σονάτα των φαντασμάτων», σε σκηνοθεσία Ασπας Τομπούλη, παρουσιάζεται στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.



