Είναι η αναφορά που στοιχειώνει τις δημόσιες συζητήσεις, ιδίως (που αλλού;) στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο εμφύλιος πόλεμος. Ανήσυχοι φιλελεύθεροι αρθρογράφοι και χιλιάδες αναρτήσεις στα social media προσφεύγουν στις δυο τρομερές λέξεις. Το φάντασμα του αμερικανικού εμφυλίου αντλεί ακόμα μυστικά αποθέματα από το 1860, τον Αβραάμ Λίνκολν, την απόσχιση των έντεκα νότιων Πολιτειών «υπέρ της δουλείας» και το φυλετικό ζήτημα. Αν μπορούσε κανείς να αποκρυπτογραφήσει, όπως οι αρχαιολόγοι, πολλαπλούς ορίζοντες κατοίκησης μιας έννοιας (κατ’ αναλογία των στρωμάτων κατοίκησης πόλεων στην απώτερη αρχαιότητα) θα μπορούσε να μιλήσει για εμφύλιο I, ΙΙ ή VII. Το πρωταρχικό τραύμα επαναβιώνεται εμπλουτισμένο και μεταμορφωμένο από τα σχίσματα που θα γεννήσει ο εικοστός και πλέον ο εικοστός πρώτος αιώνας. Είναι ένας τακτικός επισκέπτης από το παρελθόν, συγχρόνως όμως και πιθανότητα που ανατροφοδοτείται από τις όψιμες εξελίξεις της αμερικανικής ζωής.
Μπαίνοντας λοιπόν στο πεδίο, έχει κανείς την αίσθηση πως είναι κραταιά η πεποίθηση ότι ο όψιμος λανθάνων εμφύλιος είναι κάτι σαν εκτροπή της ιστορικής παραταξιακής διαμάχης Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών. Μια νοσηρή και για πολλούς ορθολογιστές του Κέντρου ακατανόητη παράκρουση. Οτι δηλαδή πρόκειται για κάτι που οφείλεται στην άνοδο του «λαϊκισμού» μέσα στη Δεξιά και του woke ριζοσπαστισμού στην Αριστερά. Και ότι περιπλέκεται με τη μετατροπή του παραδοσιακού κομματικού ανταγωνισμού σε συναισθηματική άβυσσο. Αυτή η συναισθηματική άβυσσος, λένε, εξηγεί το χάος και βέβαια, ως ψεύτικη υπέρβαση του χάους, τον πρωτόγονο αυταρχισμό.

Παρά κάποια σωστά σημεία, υποθέτω ότι η πιο πάνω πολιτικο-ψυχολογική ερμηνεία μάς παραπλανά. Γιατί όμως; Επειδή στέκεται στην εξωτερική στιβάδα των κοινωνικών παθών χρεώνοντας πολλά στον «ανορθολογισμό» και στα παράγωγά του. Θα έλεγα ότι είναι μια προσέγγιση υπερβολικά ιδεαλιστική, όχι με την ευγενή σημασία του όρου (ο ιδεαλισμός ως μια υψηλόφρονα ρομαντική αίσθηση της πίστης σε ιδέες) αλλά κυρίως επειδή δεν βλέπει την ίδια την κατάσταση των πραγμάτων, τις εμπράγματες πλευρές.

Τώρα, ας πούμε, στον απόηχο της δολοφονίας του Τσάρλι Κερκ, η αναφορά στον εμφύλιο πόλεμο συνοδεύεται από εκκλήσεις για ηρεμία. Να ηρεμήσουν τα πνεύματα, να μαζευτούν οι υπερβολικοί χαρακτηρισμοί, να ελαττωθεί η δόση του μίσους. Ως εάν να μη συνέβαινε το κακό αν κάποιοι δεν αποκαλούσαν τον Κερκ ακροδεξιό αλλά απλώς «συντηρητικό ακτιβιστή». Πολλά σχόλια για το ενδεχόμενο εμφυλίου προσφεύγουν κυρίως στο ζήτημα της ρητορικής μίσους και στις συνέπειές της.
Κανένας φυσικά δεν πρέπει να υποτιμά τη σημασία των λέξεων και, πολύ περισσότερο, των ιδεών τις οποίες σχηματίζουν οι λέξεις όταν ενώνονται και κατασκευάζουν συνθήματα και ιδέες. Ακόμα περισσότερο, όταν παραμένουν στο στοιχειώδες, στην κραυγή, στη βρισιά, στο εμότικον και σε όλες τις άλλες σημάνσεις εχθρότητας που καλλιεργούνται πια στα βαθιά της κάθε ψηφιακής πλατφόρμας, σαν τα βακτήρια στο έντερο.

Τα «εμφύλια πάθη» έχουν όμως ως πηγή πραγματικές διατάξεις ισχύος, σχέσεις δύναμης και αδυναμίας. Αυτό που κάνει ο ένας στον άλλον και εν προκειμένω ο πλέον ισχυρός. Οσοι έχουν τη μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική ισχύ, τα άτομα και οι κοινότητες που βρίσκονται από πάνω έχουν, αντικειμενικά, το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για την ακρότητα, την πόλωση και όλα τα άλλα που περιγράφουν το λεγόμενο «εμφυλιακό» κλίμα. Η άποψη πως οι ακρότητες Δεξιάς και Αριστεράς έχουν περίπου την ίδια βαρύτητα για την εκκόλαψη του εμφυλίου είναι λάθος. Οταν μια συγκεκριμένη Δεξιά στις ΗΠΑ έχει πλέον τη δύναμη να στέλνει στρατό μέσα στις πόλεις ή να ελέγχει στο LinkedIn τα επαγγελματικά προφίλ ανθρώπων που δεν εκφράστηκαν ορθά για τον Τσάρλι Κερκ ή να κάνει εκκαθαρίσεις διαφωνούντων, δεν είναι δυνατό να συγκρίνεται με την «Αριστερά». Δεν εξετάζω εδώ τους λόγους που κάνουν τη νέα ριζοσπαστική Δεξιά πολύ πιο ισχυρή συστημικά από τις άλλες εναλλακτικές. Μάλλον έχουν μεγάλη ευθύνη και οι αντίπαλοί της. Υποθέτω απλώς ότι δεν είναι η όξυνση των εκφράσεων που βρίσκεται στον πυρήνα των όσων συμβαίνουν. Η κατανομή του πλούτου, ο προσανατολισμός του κράτους, το προφίλ της προεδρικής εξουσίας, οι ιδέες και τα συναισθήματα όσων διευθύνουν τη χώρα είναι οι καθοριστικοί παράγοντες του παιχνιδιού. Αυτά εξαπολύουν τη δυσανάλογα σκληρή απόκριση στην κριτική, στις διαφωνίες, στα λόγια των αντιπάλων τους.
Είναι λάθος να κρίνουμε μόνο από τον θόρυβο των λέξεων και τον πόλεμο των αφηγήσεων. Το μεγάλο πλάνο της ζωής των Αμερικανών (ή των Ευρωπαίων) δεν καθορίζεται από τα μαθήματα κριτικής θεωρίας σε κάποια ράντικαλ τμήματα των πανεπιστημίων ούτε από τις διαδηλώσεις κάποιων χιλιάδων για τη Γάζα ή από τη συλλογή υπογραφών καλλιτεχνών. Εχει πολύ περισσότερη σημασία να στέκεται κανείς στο ποιος/οι χαράζουν τον πυρήνα της πολιτικής, νομοθετούν, κατασκευάζουν το κυρίαρχο πλέγμα εξουσιών στις ΗΠΑ. Τα περισσότερα και πιο κρίσιμα για το συλλογικό μέλλον διευθυντικά επιτελεία κινούνται στην καλύτερη περίπτωση σε έναν συντηρητικό φιλελευθερισμό και όλο εντονότερα προς εκδοχές τραμπικού αυταρχισμού στα όρια του φασισμού.

Η αιχμή της κρίσης που ζούμε δεν προέρχεται από τα εμφυλιοπολεμικά λεξιλόγια όσο από την ηχηρή ανισότητα των δυνάμεων και την ενίσχυση ενός πόλου ανισότητας, κλιματικής αδιαφορίας, εθνικιστικής ωμότητας. Είναι η αντικειμενική συνθήκη που σπρώχνει πολλούς να πάνε προς το μίσος και να αδράξουν καινούργιες εχθρότητες. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι λέξεις και η πολιτική διαπαιδαγώγηση των παθών δεν έχουν το δικό τους μερίδιο στις κρίσεις.

* Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, συγγραφέας.